Ανεβάζοντας ένα μετεμφυλιακό έργο-μαρτυρία, ο Αντώνης Αντωνίου και η Νατάσα Ασίκη μεγαλουργούν ως αδέλφια που αναμετρούνται με το συλλογικό τραύμα και την ιστορική μνήμη στη λυτρωτικά συγκινητική όσο και καίρια αυτή παράσταση.
Θέατρο της ιστορικής μνήμης και του εθνικού, πολιτικού και οντολογικού άλγους. Θέατρο λυτρωτικό και, συνάμα, αναστοχαστικό. Θέατρο της αυθεντικής συγκίνησης και όχι της μελοδραματικής θύμησης ή του πολιτικού διδακτισμού, έστω κι αν η κατακλείδα είναι η γνώριμη πικρή επωδός «Εμφύλιος γινότανε, σκότωνε ο ένας τον άλλον. Να μην ξαναγίνει τέτοιο κακό», όπως λέει, παίζοντας τον στιγματισμένο γιο του αντάρτη, ο Αντώνης Αντωνίου.
Την ώρα που ο κοινωνικός ιστός της χώρας διαλύεται και η θεωρία –όσο και η πρακτική– των άκρων επανέρχονται στο ιστορικό παρόν, η αναμέτρηση με το φάντασμα του ελληνικού εμφύλιου πολέμου επιστρέφει με τη μορφή του κατεπείγοντος. Ο Αντώνης Αντωνίου και η Νατάσα Ασίκη, ανεβάζοντας φέτος το έργο του Διονύση Χαριτόπουλου, το οποίο πριν από μερικά χρόνια θα φάνταζε «ξεπερασμένο», συνομιλούν ευθέως με την αναζωπύρωση του εμφύλιου μίσους εν μέσω εθνικισμού και νεοφασισμού, ταξικής και πολιτικής πόλωσης.
Ποιοι είναι οι ήρωες-αντιήρωες στα «Αυγά μαύρα»; Δύο αδέλφια, παιδιά ενός αντάρτη της Ρούμελης. Χωρίστηκαν στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου – ο αδερφός έμεινε με τους παππούδες τους, η αδερφή βρέθηκε σε παιδούπολη. Συναντιούνται, ενήλικες πια, για να αναμετρηθούν με το συλλογικό και ατομικό τραύμα, με την ιστορική μνήμη και τη διατεταγμένη λήθη. Θέατρο της ζώσας μαρτυρίας καταθέτει ο Χαριτόπουλος σε αυτό το –κατ’ ουσίαν μονόπρακτο– έργο του 1994, μεταγράφοντας με όρους σκηνικής πράξης όσα του αφηγήθηκε για τη
ζωή του συγκεκριμένο, υπαρκτό πρόσωπο, μοιράζοντας όμως το μαγνητοφωνημένο υλικό σε δύο χαρακτήρες, προκειμένου να καταδείξει τη διαλεκτική του εμφυλίου από την πλευρά των «ηττημένων».
Γραμμένο θαρρείς απνευστί και εν θερμώ, δίχως φλυαρία ή εκλέπτυνση αλλά και δίχως έγνοια για τη φόρμα ή τη σκηνική υπόσταση, το έργο ακουμπά στις αρχές του κοινωνικά ορμώμενου ελληνικού θεάτρου του 1970-1980: είναι έργο της βασικής συνθήκης. Δηλαδή σε έναν καθορισμένο σκηνικό χώρο, δύο πρόσωπα συνδιαλέγονται και συγκρούονται, αναψηλαφώντας και τεκμηριώνοντας το παρελθόν, εκθέτοντας ηθικούς και ιδεολογικούς προβληματισμούς. «Ο πατέρας μας ήταν ήρωας», λέει εκείνος, αποδίδοντας περίσσευμα ανδρείας και συνείδησης στον πατέρα τους. «Αγωνίστηκε για όλους τους άλλους εκτός από τους δικούς του», αντιλέγει η αδερφή, η οποία γεννήθηκε, σαν αγρίμι, στη σπηλιά όπου κρυβόταν η κυνηγημένη οικογένεια, μεγάλωσε μες στην ορφάνια και χρεώνει στον πατέρα τους την απώλεια της παιδικής της ηλικίας.
Αυτήν τη χαμένη ηλικία –ένα ολόκληρο ψυχικό τοπίο– προσπαθεί να ανακαλέσει μέσα απ’ τις αναμνήσεις του μεγαλύτερου αδερφού της. Κι ενώ εκείνη, με το εναγώνιο ερώτημα «Εγώ; Εγώ πού ήμουν τότε;», ανάγεται σε ιδανική ακροάτρια και μοιραίο θύμα της λήθης, ο Αντώνης Αντωνίου γίνεται ο απόλυτος αφηγητής-αγγελιαφόρος της μνήμης, ατομικής και συλλογικής, ζωντανεύοντας με το λόγο του τις σκοτεινές σελίδες του πρόσφατου ελληνικού παρελθόντος. Ενδιαφέρον είναι το σκηνικό του Νίκου Κασαπάκη με τα βαριά έπιπλα-κειμήλια, όχι όμως και τα κοστούμια του. Ταιριαστές οι μελωδίες, ειδικά εκείνες για ακορντεόν, που συνέθεσε η Ελένη Καραΐνδρου.
Ημερομηνία α' δημοσίευσης: 13/3/14
Περισσότερες πληροφορίες
Αυγά μαύρα
Δύο αδέρφια χωρίζονται βίαια κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και όταν ξανασυναντιούνται, αναζητούν μνήμες και συναισθήματα.