Ο Γιώργος Νινιός συναντά έναν ρόλο ζωής, εκείνον του καταραμένου λαϊκού συνθέτη, η Λεία Βιτάλη παραδίδει ένα έργο με βαθιά ελληνική καρδιά και η παράσταση στο Studio Μαυρομιχάλη τελειώνει αργά τη νύχτα με γλέντια και τσίπουρα!
Mακριά από την τάση της θεατρικής βιογραφίας Ελλήνων γνωστών τραγουδοποιών που έχει φουντώσει τα τελευταία χρόνια με ανάμεικτα αποτελέσματα, το νέο έργο της διακεκριμένης δραματουργού Λείας Βιτάλη είναι ένα ψυχογράφημα, θαρρείς γραμμένο προς τιμήν των καταραμένων ηρώων του λαϊκού μας τραγουδιού, εκείνων που άφησαν παρακαταθήκη ένα σπουδαίο μουσικό έργο-κοινό κτήμα, αλλά διήγαν βίο ασυμβίβαστο, κοινωνικά μη αποδεκτό, ακόμη και κατακριτέο.
Λευτέρη βαφτίζει τον ήρωά της η Βιτάλη και τον φέρνει στη σκηνή με την πρώτη του σύζυγο και τη θετή του κόρη να συνθέτουν με τους σύντομους διαλόγους και τις κατ’ ιδίαν αφηγήσεις τους ένα φλας μπακ στην κοινή τους ζωή, την οποία όρισε το «λάθος» αυτού του άντρα: «Γιατί κάνω συνέχεια λαθάκια, γαμώ το κεφάλι μου; Ας κάνω επιτέλους ένα μεγάλο λάθος να ησυχάσω, γαμώ την πουτάνα μου…
Γιατί το μεγάλο λάθος δεν είναι λάθος, είναι στάση ζωής». Το «Ζεϊμπέκικο» είναι αφαιρετικό στη δομή και πυκνό στο περιεχόμενο, γραμμένο μεν στο ύφος ενός ψυχολογικού ρεαλισμού δίχως απροσδόκητες καινοτομίες, αλλά με άρτια δουλεμένο λόγο. ένα λόγο αυθεντικά ελληνικό, λαγαρό και άμεσο, κάποτε κοφτό, απότομο, μέχρι και βαρύθυμο, σαν να ακολουθεί το ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Μορφές είναι τα πρόσωπα της Βιτάλη και όχι απλώς ρόλοι, μορφές αντιηρωικές και πένθιμες, που ξετυλίγουν τον ένδοξα άδοξο βίο τους και ταυτίζονται, κάπου στις υπώρειες του έργου, με το βίο της ίδιας της χώρας τους. Το «Ζεϊμπέκικο» της Βιτάλη έχει δύναμη, έχει ατμόσφαιρα, είναι διεισδυτικό και άγριο.
Είναι μια κατάθεση του τι σημαίνει «ελληνική λαϊκή ψυχή». Απαιτεί πολύ γερούς ηθοποιούς και για τους τρεις ρόλους. Ο Γιώργος Νινιός μοιάζει, πράγματι, να δίνει το ρεσιτάλ της ζωής του. Κρατώντας ένα μπουζούκι κι ένα μισοσβησμένο τσιγάρο, μιλάει και παραμιλάει, αναπολεί κι εξεγείρεται, παίζει μουσική και τραγουδάει – σχεδόν σαν επαγγελματίας του λαϊκού τραγουδιού. Έχει μεταμορφωθεί τόσο απόλυτα στον αντιήρωα του «Ζεϊμπέκικου» της Λείας Βιτάλη, ώστε έφτασε να γράψει ακόμη και το –ωραιότατο– ομώνυμο λαϊκό τραγούδι που ερμηνεύει στην παράσταση.
Παρά την ωριμότητα του λόγου της, η Στέλλα Κρούσκα (η σύζυγος), καθαρά ως σκηνική παρουσία, στέκει κάπως αμήχανη, σαν να μην ξέρει τι να κάνει με τα χέρια της ή πού να στρέψει το βλέμμα της. την ίδια αμηχανία ελέγχου στα εκφραστικά της μέσα μοιάζει να έχει και η καλλίφωνη νέα ηθοποιός Μαρία Κατσούλη (η κόρη). Έχω επίσης την αίσθηση πως ο σκηνοθέτης Φώτης Μαρκής «παραμπούκωσε» την παράσταση με βίντεο και μουσικές σφήνες από υπέροχα λαϊκά τραγούδια, χρησιμοποιώντας όμως προ-ηχογραφημένες εκτελέσεις αντί να δώσει στους δύο μουσικούς του τη δυνατότητα να τα ερμηνεύουν ζωντανά και αφήνοντάς τους έτσι οριακά αναξιοποίητους στο πάλκο του βάθους.
Επειδή έτυχε να δω τον περασμένο Μάιο το «Ζεϊμπέκικο» σε μορφή αναλογίου στις «Αναγνώσεις» του Εθνικού Θεάτρου, έχω την εντύπωση πως η σκηνοθεσία, στην προσπάθειά της να δημιουργήσει ένα μουσικοθεατρικό θέαμα, έχασε την εμβληματική δωρικότητα της πρώτης εκείνης «δοκιμής» της.
Σημείωση: Η κριτική αφορά την πρώτη παρουσίαση του έργου. Στην τωρινή επανάληψή του στο ρόλο της κόρης εμφανίζεται η Ρένα Κουμπαρούλη. Στη παράσταση παίζουν ζωντανά οι μουσικοί : Θοδωρής Ζέης (μπουζούκι) και Σπύρος Κουτρουμάνης (κιθάρα). Το Τραγούδι «Ζεϊμπέκικο» είναι σε στίχους και μουσική του Γιώργου Νινιού. Ζ
Ημερομηνία α' δημοσίευσης: 9/1/2014.
Περισσότερες πληροφορίες
Ζεϊμπέκικο
Στους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου, το έργο της βραβευμένης συγγραφέως μιλάει για τον έρωτα, το πάθος και την καταστροφή μέσα από την ιστορία ενός ασυμβίβαστου καλλιτέχνη