Όλα ξεκίνησαν όταν ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Ανδρέας Στάικος διάβασε στα "Αρκαδικά" του Παυσανία (110-180 μ.Χ.) για την Αλίφειρα, αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Μία πόλη ερειπωμένη και λησμονημένη. Στα αρχαία της ερείπια έρχονται και προστίθενται τα νέα ερείπια, τα οποία στεγάζουν τα φαντάσματα του νεότερου σύγχρονου οικισμού. Όπως είπε ο ίδιος σε συνέντευξή του σε δημοσιογράφο του "α" μιλώντας για την "Αλίφειρα", "Εκεί, λοιπόν, έχουν απομείνει ελάχιστοι κάτοικοι. Οι υπόλοιποι την έχουν εγκαταλείψει για τους γνωστούς λόγους, τη φτώχεια, τον πόλεμο, την οικονομική μετανάστευση. Πώς θα μπορούσαν να ζωντανέψουν αυτά τα ερείπια; Μέσω των νέων ερειπίων, μέσω της νέας γενιάς. Θα μου πείτε, είναι τόσο πεσιμιστικό το έργο; Βλέπω τόσο μαύρα τα πράγματα; Όχι ακριβώς. Αν παραδεχτούμε πως η συνθήκη της ζωής μας είναι ένα κενό, πρέπει να το γεμίσουμε για να ζήσουμε. Να το γεμίσουμε με παιχνίδι, με έρωτα, με ευχάριστα και όμορφα πράγματα".
Σε αυτή, λοιπόν, την νεκρή, σχεδόν ανύπαρκτη πόλη εκτυλίσσεται η εξωφρενική αλλά πικρή κωμωδία του σημαντικού συγγραφέα. Μια μυστηριώδης "ανώτερη δύναμη" έχει καθηλώσει στην Αλίφειρα, εκτός από τους ελάχιστους εναπομείναντες ζωντανούς-νεκρούς κατοίκους, και κάποιους νέους οι οποίοι παραμένουν, για διάφορους σαφείς και ασαφείς λόγους, μέσα στην ερημιά και τη μοναξιά, σε διαρκή και ατέρμονη προσμονή, με συντροφιά τις αρχαίες πέτρες, τις κουκουβάγιες, τις σαύρες και τις αράχνες. Τελευταία φαντάσματα του χωριού, η Λέλα, μια φυσιογνωμία εύθραυστης Καρυάτιδας που πενθεί νεκρούς και ζωντανούς και η Παπαγαλίνα, μια αθώα νεαρή με άδηλες επιθυμίες και προοπτικές.
Η άφιξη, για πρώτη φορά, μιας αμφιλεγόμενης εκκεντρικής προσωπικότητας και ενός νεαρού αρχαιολόγου με ρομαντικές διαθέσεις, εκλαμβάνονται ως κοσμοϊστορικά γεγονότα που αναστατώνουν και ξυπνούν την Αλίφειρα από τον λήθαργό της. Η παρουσία του "ξένου" αναζωπυρώνει παλαιούς ανεκπλήρωτους έρωτες και δημιουργεί νέες προοπτικές, με αποκορύφωμα την έμμονη φαντασίωση του ζωηρότερου κοριτσιού της συντροφιάς για την πραγματοποίηση μιας μεγαλειώδους ουτοπίας.
Η πραγματικότητα παραμερίζεται. Ανοίγουν οι κρουνοί της φαντασίας, των φαντασιώσεων και του ονείρου που αποτελούν τα υλικά με τα οποία θα αναγερθεί πάνω στην άμμο το νέο, μεγαλοπρεπές κτίσμα της Αλίφειρας.
Η παράσταση είναι το αποτέλεσμα μίας μαγικής συνταγής που προσφέρεται απλόχερα σε εμάς ώστε να μπορούμε να την απολαύσουμε. "Όλοι οι άνθρωποι είναι εν αγνοία τους ηθοποιοί. Κάθε συνάντησή μου με τους ηθοποιούς, στην οποία γίνεται η ανάγνωση, οι συζητήσεις και το παίξιμο, συνοδεία φαγητού και κρασιού, είναι μια πλήρης παράσταση. Δεν υπάρχει η σύμβαση ότι δουλεύουμε με ωράριο ούτε ότι είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε αυτό ή το άλλο. Δεν υπάρχει κανένα "πρέπει” και χαίρομαι που οι ηθοποιοί αισθάνονται συνδημιουργοί", εξηγεί ο σκηνοθέτης.
"Η μαγειρική κατ΄ εμέ, έχει μια ουσιαστική σχέση με το θέατρο" συνεχίζει ο συγγραφέας και σκηνοθέτης. "Το γεύμα οφείλει να αναδειχθεί σαν μια ολοκληρωμένη παράσταση. Ο συγγραφέας-σκηνοθέτης είναι ο μάγειρας που έχει κάνει πολλές πρόβες, πολλές φορές το ίδιο έδεσμα για να αποκτήσει τη γευστική και αισθητική ολοκλήρωσή του, για να το παρουσιάσει στους θεατές – προσκεκλημένους. Όσο για τη διάρκεια του γεύματος; Είναι περίπου όση και η διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης. Το θέατρο και η μαγειρική είναι οι τέχνες του εφήμερου. Προχωρώντας περισσότερο μπορώ να πω πως η μαγειρική έχει σχέση με τις τέχνες του λόγου κι ας μου επιτραπεί να παραλληλίσω τις λέξεις, κοινό κτήμα όλων μας, με τα υλικά της μαγειρικής, κοινό κτήμα κάθε μάγειρα και μαγείρισσας. Με τις ίδιες λέξεις, ανάλογα με τη χρήση και τη διευθέτησή τους, ο μεν μπορεί να συνθέσει ένα θελκτικό λογοτέχνημα και ο δε να γράψει ένα μετριότατο και βαρετό κείμενο. Με τα ίδια ακριβώς υλικά, την ίδια συνταγή και δοσολογία, κάποιοι μπορούν να συνθέσουν – μαγειρέψουν, ένα άνοστο φαγητό και κάποιοι άλλοι να συνθέσουν ένα γευστικό ποίημα".
Διόλου άσχημα δεν ακούγονται τα μυστικά υλικά αυτής της συνταγής, ειδικά αν ο μάγειρας/σκηνοθέτης έχει στην κουζίνα/σκηνή του 4 ηθοποιούς (Ελένη Ζαραφίδου, Εμμανουέλα Κοντογιώργου, Αιμιλία Μήλιου και Δημήτρης Πασσάς), 1 Νίκο Ξυδάκη στην πρωτότυπη μουσική και 1 Αλέξη Κυριτσόπουλο στα σκηνικά.
Αφού φροντίσουμε να βρούμε τα ως άνω υλικά, σοτάρουμε σε μία ερημιά δύο τρεις νότες μέχρι να ροδίσουν και τις σβήνουμε με στάχτες, δάκρυα και κάνα δυο ερείπια. Όταν το μείγμα δέσει προσθέτουμε 60 χειρόγραφες σελίδες, κατεβάζουμε το σκεύος από τη φωτιά και αφότου το ευλογήσουμε με τις περιηγήσεις του Παυσανία και την υπογραφή του Ανδρέα το μεταφέρουμε από την Πετσόβου στη σκηνή "Ω" του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.
Για τον Ανδρέα Στάικο δεν μπορεί να δημιουργηθεί έργο χωρίς πρώτα να έχει επαφή και γνωριμία με τον κάθε ηθοποιό. Γράφει το έργο μαζί με τους ηθοποιούς επειδή, όπως λέει ο ίδιος, τους αφιερώνει αυτό που γράφει. Γνωρίζοντας τον ηθοποιό συλλέγει τα προτερήματα και τα ψεγάδια του ώστε να δημιουργήσει τον ρόλο του, έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο για τον καθένα ξεχωριστά. "Δεν θα παίξεις εσύ τον ρόλο. Ο ρόλος θα παίξει εσένα".
Όλα αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία ενσωματώνονται στην παράσταση Αλίφειρα που παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στην σκηνή (Ωμέγα) του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και για λίγες ακόμη παραστάσεις.
"Εδώ; Εδώ, δεσποινίς, είναι Αλίφειρα, δεν είναι παίξε γέλασε" …
…Κι επειδή οι θέσεις στην σκηνή Ωμέγα έχουν ήδη αρχίσει να γεμίζουν επικίνδυνα, σπεύσατε άμεσα να "κλείσετε τραπέζι" !
Περισσότερες πληροφορίες
Αλίφειρα
Η Αλίφειρα είναι μια αρχαία πόλη στην νοτιοδυτική Αρκαδία, ήδη ερειπωμένη και λησμονημένη στις περιηγήσεις και περιγραφές του Παυσανία (110-180 μ.Χ.) στο κεφάλαιο «Αρκαδικά». Στα αρχαία ερείπια σωρεύτηκαν νέα ερείπια τα οποία στεγάζουν τα φαντάσματα του νεότερου σύγχρονου οικισμού. Μια μυστηριώδης «ανώτερη δύναμη» έχει καθηλώσει στην Αλίφειρα, εκτός από τους ελάχιστους εναπομείναντες ζωντανούς-νεκρούς κατοίκους, και κάποιους νέους οι οποίοι παραμένουν, για διάφορους σαφείς και ασαφείς λόγους, μέσα στην ερημιά και τη μοναξιά, σε διαρκή και ατέρμονη προσμονή, με συντροφιά τις αρχαίες πέτρες, τις κουκουβάγιες, τις σαύρες και τις αράχνες. Η κλοπή της σανίδας από το μοναδικό παγκάκι του χωριού και η άφιξη, για πρώτη φορά, ενός νεαρού αρχαιολόγου, εκλαμβάνονται ως κοσμοϊστορικά γεγονότα που αναστατώνουν και ξυπνούν την Αλίφειρα από τον λήθαργό της. Η καχυποψία και η έρευνα για την αναζήτηση του πιθανολογούμενου υπόπτου για την κλοπή της σανίδας λαμβάνει αστυνομικές διαστάσεις ενώ η παρουσία του «ξένου» αναζωπυρώνει παλαιούς ανεκπλήρωτους έρωτες και δημιουργεί νέες προοπτικές, με αποκορύφωμα την έμμονη φαντασίωση του ζωηρότερου κοριτσιού της συντροφιάς για την πραγματοποίηση μιας μεγαλειώδους ουτοπίας.