Στο εκπληκτικό σκηνικό του Βασίλη Παπατσαρούχα, πάνω στα ερείπια μιας πόλης, σε ένα τοπίο που φαίνεται να έχει καταστραφεί από έναν πόλεμο, εκεί που οι ρωγμές του σκυροδέματος αφήνουν να φανούν τα συρμάτινα πλέγματα σαν πληγές, βρίσκεται ένα οριακό σημείο ύπαρξης του ανθρώπου. Σε αυτόν τον χώρο, με ελάχιστες δυνατές προϋποθέσεις για επανεκκίνηση της ζωής, επιβιώνουν ο Βλαδίμηρος (Πάνος Παπαδόπουλος) και ο Εστραγκόν (Τάσος Ροδοβίτης). Οι δύο ήρωες του Σάμουελ Μπέκετ στέκονται εκεί, "Περιμένοντας τον Γκοντό". Θέτοντας ως στόχο την άφιξη του Γκοντό, η συμβίωσή τους αυτοτροφοδοτείται από την ελπίδα, την πίστη και την προσμονή που η προσδοκώμενη άφιξη επιφυλάσσει. Και καθώς το αγόρι (Πέτρος Δημοτάκης) ανακοινώνει την αναβολή της άφιξης του Γκοντό, η ματαιότητα της ζωής γίνεται ολοφάνερη.
Η προσπάθεια να "γατζωθείς" από κάτι, ουσιαστικά ανύπαρκτο, με δύο ήρωες απόκληρους και αστείους να το εκφράζουν, δίνει στο έργο μια τραγική βαρύτητα, που ενισχύεται μέσα στην πρωτοποριακή φόρμα του Θωμά Μοσχόπουλου, η οποία προκαλεί γέλιο. Όχι γιατί η παράσταση είναι κωμική, αλλά γιατί συνδέεται με την τραγικωμική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, την αμηχανία της αναμονής και τις συχνά παράλογες και αδέξιες προσπάθειες των χαρακτήρων να βρουν νόημα σε μια κατάσταση που φαίνεται μάταιη. Αυτή η μορφή χιούμορ θυμίζει την κωμωδία των κλασικών διδύμων, όπως στο θέατρο του βωβού κινηματογράφου.
Η σοβαρότητα υπονομεύεται διαρκώς από το παράλογο, μέσα από το πετυχημένο ταίριασμα του Πάνου Παπαδόπουλου και του Τάσου Ροδοβίτη, οι οποίοι συχνά συμπεριφέρονται σαν κλόουν, με στάσεις και ύφος που δημιουργούν χιουμοριστικά, αλλά ταυτόχρονα πολύ τραγικά στιγμιότυπα. Σε ένα έργο που χαρακτηρίζεται από την ακινησία, ο Μοσχόπουλος, σε συνεργασία με τον Χρήστο Στρινόπουλο στην κίνηση, προσφέρει ρυθμό μέσα από μια ενεργή ακινησία.
Στον "Γκοντό", όμως, υπάρχουν και άλλοι δύο χαρακτήρες: ο Πόντζο (Γιάννης Σαμψαλάκης), ο αφέντης, και ο Λάκυ (Γιάννης Βαρβαρέσος), ο αχθοφόρος-δούλος, μονίμως συνδεδεμένος με τον κύριό του μέσω ενός σχοινιού, ο οποίος δεν διαμαρτύρεται καθόλου για τα βασανιστήρια που υφίσταται. Η χημεία μεταξύ του Γιάννη Σαμψαλάκη και του Γιάννη Βαρβαρέσου είναι απίστευτη, καθώς και οι δύο τραβούν μπροστά στον ατέρμονο και μάταιο δρόμο τους, παραμένοντας ταυτόχρονα καθηλωμένοι στον χρόνο. Με την επαναλαμβανόμενη έλευσή τους δημιουργούν χρόνο για τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, οι οποίοι, καθώς συνειδητοποιούν την τραγική απουσία του χρόνου, νιώθουν την επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσουν χρόνο για τους ίδιους και να δραπετεύσουν από την ακινησία της ύπαρξής τους.
Μέσα από την περιπλοκή των σχέσεων των τεσσάρων χαρακτήρων με τον άφαντο Γκοντό, αναδεικνύεται το βασικό θέμα του έργου: η χρονικότητα του ανθρώπου και η προσπάθεια επικοινωνίας και συνύπαρξης με τον Άλλο. Σημαντικό στοιχείο στην παράσταση είναι η προσωδία, με τη συμβολή του Κορνήλιου Σελαμσή, που αναδεικνύει τη μουσικότητα αυτού του κειμένου. Εξίσου σημαντική είναι η συμβολή του σκηνικού περιβάλλοντος και των κοστουμιών του εικαστικού Βασίλη Παπατσαρούχα, τα οποία συνάντησαν δημιουργικά την ευφυΐα της δραματουργικής ανάλυσης και την ευελιξία στη θεατρική αφήγηση του Θωμά Μοσχόπουλου. Η συνάντηση τους ενισχύει την υπαρξιακή και σουρεαλιστική διάσταση του έργου.
Μέσα στην κυριαρχία του γκρίζου, στα σώματα, τα πρόσωπα, το σκηνικό περιβάλλον υπάρχει μια μοναδική συνύπαρξη αφαιρετικών και συμβολικών στοιχείων. Το κλασικό συνδέεται με το μοντέρνο και οι τραγικές ανθρώπινες μορφές του έργου επιβιώνουν σε μια φυσική γκρίζα πραγματικότητα....
Προπώληση: more.com
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης
Περισσότερες πληροφορίες
Περιμένοντας τον Γκοντό
Σε μια ιδιαίτερης εικαστικότητας παράσταση που αναδεικνύει την κωμικοτραγική πλευρά του ανεβαίνει το έργο-ορόσημο -ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του θεάτρου του παραλόγου- για έναν «σωτήρα» που δεν έρχεται ποτέ, κατάλληλο και για εφήβους.