Μίλησέ μας για τη συνεργασία σου με τη Λένα Κιτσοπούλου. Φαίνεσαι ενθουσιασμένη.
Με εντυπωσίασε ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει έναν ηθοποιό, ο τρόπος που του μιλάει ακόμα κι όταν θέλει να κάνει μια παρατήρηση. Δεν έχω ξαναδουλέψει με τόσο ευγενικό άνθρωπο στο θέατρο. Διαβάζεις τα κείμενα της Λένας, σχηματίζεις μια άποψη και όταν την γνωρίσεις αναρωτιέσαι πώς γίνεται αυτός ο τόσο ευγενικός και χαμηλών τόνων άνθρωπος να γράφει ακραία πράγματα.
Εκείνη σε προσέγγισε για την παράσταση;
Πάντα θαύμαζα τις παραστάσεις της, αλλά δεν έβλεπα ποτέ τον εαυτό μου εκεί. Έφτασα 46 χρονών για να πω πως ήρθε η στιγμή να τη συναντήσω στη σκηνή. Πίστευα πως οι σταθεροί συνεργάτες της δούλευαν πολύ με το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, όταν όμως το ανέφερα στην κουμπάρα μου, τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη, που έχει δουλέψει μαζί της, μου είπε πως αυτό δεν ισχύει. Και έτσι είναι, στις παραστάσεις της Λένας είναι όλα μελετημένα. Δεν υπάρχει τίποτα αυτοσχεδιαστικό κι ας δίνεται αυτή η αίσθηση. Το καταπληκτικό, δε, είναι ότι ξέρει όλο το κείμενο απ’ έξω. Για την "Ορέστεια του Στρίντμπεργκ" εγώ την πλησίασα και της είπα: "Θέλω σαν τρελή να δουλέψω μαζί σου". Δεν έχω ξαναπάρει ποτέ τέτοια πρωτοβουλία, αλλά το ήθελα τόσο πολύ. Και, κακά τα ψέματα, αυτή την κίνηση δεν θα μπορούσα να την κάνω πριν από δέκα χρόνια.
Γιατί ήσουν πιο διστακτική;
Έχω αλλάξει μέσα στα χρόνια, έχω βιώσει θανάτους δικών μου ανθρώπων, έχω ματαιωθεί και έχω καταλάβει ότι ζωή είναι πάρα πολύ μικρή κι ότι από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να αλλάξουν τα πάντα. Είμαι σε μία φάση που δεν με ενδιαφέρει να αποδείξω σε κανέναν τίποτα. Παλαιότερα μ’ ένοιαζε πάρα πολύ να είμαι καλή, να μην πουν κάτι κακό για μένα, στεναχωριόμουν που δεν με θεωρούσαν κουλτουριάρα αλλά "εμπορική" ηθοποιό. Τώρα πια λέω αυτό που αισθάνομαι χωρίς ενδοιασμούς! Χαίρομαι που πλέον έχω τη δυνατότητα να κάνω επιλογές ανεξαρτήτως οικονομικής συμφωνίας. Νιώθω πολύ μεγάλη τύχη που με στηρίζει ο άντρας μου και μπορώ να κάνω αυτό που θέλει ψυχή μου, δηλαδή Κιτσοπούλου και τρέλα.
Άρα η Λένα Κιτσοπούλου είναι ο δρόμος προς την ελευθερία…
Είναι, αλλά για να είμαι ειλικρινής το δρόμο προς την ελευθερία μου τον άνοιξε, πέρυσι, η συνεργασία με τον Φρανκ Κάστορφ στη "Μήδεια". Σε αυτήν τη συνεργασία βίωσα και είδα πολλά πράγματα, πέρα από το δέος προς το πρόσωπό του. Και η Λένα είναι πολύ κοντά στον Κάστορφ, με τη διαφορά ότι εκείνη δεν θέλει να ταλαιπωρήσει ψυχικά τους ηθοποιούς. Ο Κάστορφ, από την άλλη, πιστεύει πώς μόνο έτσι μπορεί να βγάλει το καλύτερο από τον καθένα. Πλέον δεν μπορώ να ανέχομαι τα πάντα. Επιβεβαίωσα πως αυτό που χρειάζεται πάνω στο σανίδι είναι η ψυχή. Γι’ αυτό αγαπώ τη Λένα, επειδή θέλει την απόλυτη αλήθεια του ηθοποιού και γράφει με βάση και αυτόν που έχει απέναντί της. Εμένα δεν με ήξερε, με γνώρισε στις πρόβες κι επειδή είδε πώς νιώθω με την εμμηνόπαυση, ήρθε την επόμενη μέρα με ένα σχετικό κείμενο. Είχε γράψει όλο αυτό το οποίο περνάω.
Οπότε τα πρόσωπα του έργου είσαστε εσείς, οι ηθοποιοί κατά μία έννοια;
Θα έλεγα πως έχει "κλέψει" πολλά στοιχεία από εμάς. Η βάση της παράστασης είναι τρία έργα του Στρίντμπεργκ: "Οι Δανειστές", "Η πιο δυνατή" και "Ο χορός του θανάτου". Κράτησε πάρα πολλά στοιχεία και από τα τρία, αλλά το βασικό πλαίσιο δίνεται από το τελευταίο, ενώ υπάρχει και μπόλικη Λένα στην παράσταση. Με έναν τρόπο είναι μια μεταγραφή των κλασικών αυτών έργων, που συνιστούν μια τριλογία – γι’ αυτό και η λέξη "Ορέστεια" στον τίτλο της παράστασης.
"Ο χορός του θανάτου" είναι μια ζοφερή πραγματεία για το θάνατο και τη
συγκρουσιακή σχέση των φύλων.
Ακριβώς, στο επίκεντρο της παράστασης βρίσκεται ένα ζευγάρι, που ενσαρκώνουμε εγώ και ο Χρήστος Σαπουντζής. Είμαστε 25 χρόνια παντρεμένοι, αλλά μισιόμαστε, ρίχνουμε πισώπλατες μαχαιριές και ταυτόχρονα δεν μπορεί να αποχωριστεί ο ένας τον άλλον. Υπάρχει η τρομακτική συνήθεια που μας συνδέει. Έχουμε το φόβο του χωρισμού, του θανάτου και αλληλοσπαρασσόμαστε. Κάποια στιγμή έρχεται ένας μακρινός εξάδελφος –τον ερμηνεύει ο Χρήστος Μαλάκης– και του λέω: "θέλω να τον σκοτώσω, να πεθάνει και να φύγουμε μαζί". Στο έργο μας ο εξάδελφος ήταν άντρας και έγινε γυναίκα… Θίγει πάρα πολλά θέματα για τα
φύλα και για το non binary που συζητιέται πολύ σήμερα.
Φαντάζομαι πως δεν λείπει η κριτική ματιά.
Έχει κριτική ματιά απέναντι σε κοινωνικά θέματα, σχολιάζει τη μη αποδοχή, την τάση να μην αποδεχόμαστε πώς θέλει να ζήσει τη ζωή του κάποιος.
"Η πιο δυνατή", που φέρνει αντιμέτωπες δύο αντίζηλες, με ποιον τρόπο υπάρχει μέσα στο έργο;
Μέσω της υπηρέτριας με την οποία έχει ερωτική σχέση ο άντρας και την ερμηνεύει η Μαρία Μαξούρη. Εγώ ως σύζυγος αισθάνομαι πιο δυνατή επειδή είμαι κυρία του σπιτιού, επειδή έκανα τα παιδιά του και επειδή οι λογαριασμοί του σπιτιού έρχονται σε μένα. Στην ουσία βέβαια, η πιο δυνατή είναι αυτή για την οποία χτυπάει η καρδιά του άντρα, αυτή που λαχταρά το κορμί του. Είναι φοβερή η σύλληψη του έργου, πιστεύω ότι είναι ένα από τα καλύτερα που έχει γράψει η Λένα.
Τα έργα του Στρίντμπεργκ είναι δωματιού. Τι ισχύει για την παράσταση σας;
Έχει γίνει ένα φοβερό σκηνικό με την βοήθεια της Μαγδαλινής Αυγερινού που υπογράφει σκηνικά και κοστούμια. Όταν το πρωτοαντίκρισα με έπιασε η ψυχή μου είναι κλειστοφοβικό σαν τάφος, ένα ξύλινο δωμάτιο με μια πολύ μικρή πόρτα. Είναι ένα ασφυκτικό περιβάλλον για αυτούς που ζουν εκεί. Νιώθεις σαν να ακους τις υπόκουφες συγκρούσεις, όλο τον ψυχολογικό ζόφο των ηρώων. Υπάρχει και ένα παρασκηνιακό κομμάτι. Ο Γιάννης Μπαριτάκης, ένα νέο παίδί που ήρθε από το Εθνικό Θέατρο θα κρατά κάμερα και θα καταγράφει ζωντανά σκηνές που θα γίνονται στα παρασκήνια.
Προπώληση: more.com
Περισσότερες πληροφορίες
Η Ορέστεια του Στρίντμπεργκ
Στο νέο της έργο, η ιδιοσυγκρασιακή δημιουργός αντλεί έμπνευση και συνδυάζει/αποδομεί/κατακρεουργεί τα τρία έργα του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ «Ο χορός του θανάτου», «Οι δανειστές», «Η πιο δυνατή», για να μιλήσει για τον έρωτα, την αγάπη, το γάμο και τη συμβίωση. Σε ένα σκηνικό από ξύλο ζωντανεύει αυτή η επίγεια "κόλαση" της καθημερινής συμβίωσης όπου ένα ζευγάρι, ύστερα από 25 χρόνια γάμου, μένει μαζί από συνήθεια, αποκαλύπτοντας τα σκοτεινά και οδυνηρά βάθη της σχέσης τους. Οι συγκρούσεις τους διερευνούν την αγάπη και το γάμο με μαύρο χιούμορ και ένταση, φέρνοντας στο προσκήνιο την εξουσία και τον πόνο, που συχνά ενυπάρχουν στην αγάπη σύμφωνα με τον Στρίντμπεργκ.