Δεν μέτρησα πόσους παρτενέρ υποδέχτηκε η Στεφανία Γουλιώτη στις περίπου δεκατρείς ώρες παράστασης που παρακολούθησα το περασμένο σσββατοκύριακο στη Στέγη. Θα πρέπει να ήταν πάνω-κάτω οι μισοί από τους συνολικά 100 άνδρες κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης και σεξουαλικής ταυτότητας που μοιράστηκαν για περίπου 8 λεπτά ο καθένας τη σκηνή μαζί της στην 24ωρη περφόρμανς, "The second woman", σε σύλληψη, κείμενο και σκηνοθεσία της Άννα Μπρέκον και της Νατ Ράνταλ, δύο καλλιτέχνιδων με έδρα την Αυστραλία. Για το όλο πρότζεκτ γράφτηκαν πολλά πριν παρουσιαστεί, εδώ αρκεί να θυμίσουμε ότι αυτούς τους 100 άνδρες η ηθοποιός τους αντίκριζε για πρώτη φορά επί σκηνής (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων κάποιων ηθοποιών/καλλιτεχνών), δεν είχε προηγηθεί καμία πρόβα μαζί τους, ενώ οι περισσότεροι δεν ήταν ηθοποιοί ούτε είχαν κάποια θεατρική εμπειρία. Το κείμενο της παράστασης αφορούσε μία σύντομη σκηνή (απο)χωρισμού, που όπως αποδείχτηκε άφηνε αρκετό χώρο για αυτοσχεδιασμό, γεγονός που προσέδωσε στην ούτως ή άλλως γοητευτική συνθήκη επιπλέον ενδιαφέρον καθώς την κατέστησε πολλαπλώς διαφωτιστική.
Είναι πολλά αυτά που μπορεί να ειπωθούν για την παράσταση (η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για χάρη συνεννόησης) και πρώτο απ’ όλα πως το όλο θέαμα αφενός αποδείχτηκε μία ανεκτίμητη εμπειρία (για τους θεατές, όπως υποθέτω φυσικά και για τους συμμετέχοντες και για την ηθοποιό) αφετέρου αποτέλεσε ένα πολύπλευρο πείραμα με θεατρικό, ανθρωπολογικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Από θεατρικής άποψης, τα λόγια είναι φτωχά για να αποδώσουν ό,τι βλέπαμε να εξελίσσεται μπροστά μας σε λούπα όλες αυτές τις δεκάδες ώρες: μία ηθοποιό πραγματικό "θηρίο" να ερμηνεύει την ίδια σκηνή -που όμως ποτέ δεν ήταν η ίδια!-, με διαφορετικό συμπαίκτη κάθε φορά και μπροστά μας να πραγματώνονται ένα σωρό κοινές αλήθειες που αφορούν στο θέατρο, όπως για παράδειγμα το ότι η ενέργεια της σκηνής εξαρτάται ευθέως από την ενέργεια και τη χημεία των συμμετεχόντων - ακόμη κι όταν τα λόγια είναι πάνω-κάτω τα ίδια, ακόμη κι όταν ο ένας από τους δύο συμμετέχοντες είναι πάντα ο ίδιος! Γίναμε, επίσης, μάρτυρες ενός πραγματικού masterclass υποκριτικής, και το σχόλιο δεν αναφέρεται σε τεχνικές δεξιότητες: η αλληλεπίδραση και η διάδραση της Στεφανίας Γουλιώτη με τους δεκάδες αυτούς άγνωστους συμπρωταγωνιστές της, η οξυδέρκεια, η ετοιμότητα, τα αντανακλαστικά της, το πώς αντλούσε από το παραμικρό που της "έδινε" ο καθένας και το επέστρεφε πίσω, αποδείχθηκαν όλα στιγμές μίας πυκνής, σπάνιας εμπειρίας - και που οφείλεται φυσικά και στο ίδιο το πρότζεκτ και στην πρωτότυπη σύλληψή του.
Για τις φυσικές αντοχές της, τι να ειπωθεί; Γι’ αυτόν τον πραγματικό άθλο που έφερε εις πέρας με αδιανόητη επιμονή και μεγαλειώδη δύναμη, ψυχική και σωματική. Αφήνοντας τη σκηνή της Στέγης τα ξημερώματα της Κυριακής κατά τις 4.30, με την ηθοποιό να βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα ύστερα από δώδεκα ώρες παράστασης, πίστευα πως είχα να κάνω με με μία άτρωτη υπερ-ηρωίδα. Όταν επέστρεψα το μεσημέρι της Κυριακής, λίγο πριν το (αποθεωτικό, όπως της άξιζε) φινάλε, προσγειώθηκα απότομα στην πραγματικότητα, βλέποντας πια μπροστά μου μια γυναίκα, έναν άνθρωπο, ένα ανθρώπινο σώμα, που έχει φτάσει στα όρια των αντοχών του και που παρ’ όλ’ αυτά συνέχιζε με τον ίδιο επαγγελματισμό, το ίδιο πείσμα, την ίδια πειθαρχία, την ίδια προσήλωση. Αν είδα πενήντα περίπου σκηνές της παράστασης, δεν υπήρξε ούτε μία κατά την οποία η Γουλιώτη να ξέχασε εκείνο το μικρό στραβοπάτημα που έκανε τη στιγμή που πήγαινε να καθίσει στην καρέκλα. Από την άλλη, δεν υπήρξε μία φορά σε αυτές τις πενήντα σκηνές, που να είπε με τον ίδιο τρόπο την ατάκα-απάντηση στον συμπρωταγωνιστή της, "όχι, δεν ήρθε το τέλος του κόσμου".
Εδώ μπαίνει στην κουβέντα ο δεύτερος παράγοντας που έκανε το όλο πρότζεκτ ιδιαίτερα σημαντικό, δηλαδή η συμμετοχή εκατό διαφορετικών συμπρωταγωνιστών. Αυτό διαμόρφωνε το κλίμα κάθε σκηνής κι έτσι το ίδιο συμβάν -μία συνάντηση, μάλλον ερωτικής, συμφιλίωσης, που όμως καταλήγει άδοξα- αποκτούσε διαφορετικές ποιότητες. Έτσι κάποιες σκηνές ήταν κωμικές, άλλες αμήχανες, άλλες τρυφερές, άλλες υπέκρυπταν μια βιαιότητα, μια διάθεση επιβολής ή ένα άβολο συναίσθημα. Αυτός ήταν κι ο βασικός λόγος που η παράσταση αποδείχτηκε πράγματι μία εθιστική εμπειρία, την οποία δεν βαριόσουν να βλέπεις, ξανά και ξανά. Ο εθισμός είχε ήδη δημιουργηθεί: Πώς θα είναι αυτός που θα μπει μετά; Τι ανθρωπότυπο θα φέρει; Ποια θα είναι η χημεία του με τη Γουλιώτη; Θεμιτά ερωτήματικά, που όμως κάτι λένε για την ψυχολογία του κοινού, που -ας μη γελιόμαστε- μπήκε, έστω και ως μέρος της θεατρικής σύμβασης, σε μια συνθήκη κοιτάγματος από την κλειδαρότρυπα όσο και γρήγορης κατανάλωσης της τέχνης.
Αυτός ο παράγοντας αποδείχτηκε εξίσου διαφωτιστικός όσον αφορά στους συμμετέχοντες, αυτούς τους εκατό διαφορετικούς ανθρώπους, που έφεραν επί σκηνής κάτι από τη δική τους αλήθεια, ακόμη κι αν ήταν καμουφλαρισμένη πίσω από κάποιο ρόλο ή πιο δύσκολα ευδιάκριτη λόγω άγχους. Είδαμε ανθρώπους απλούς, αμήχανους, επιτηδευμένους, στημένους, άπειρους (και λίγους έμπειρους), διακριτικούς, διαχυτικούς, ευγενείς και αγενείς˙ κάποιοι προσπάθησαν να πουν δικά τους πράγματα μέσα από το ρόλο και να φτάσουν ίσως σε μια δική τους λύτρωση, κάποιοι ανέβηκαν στη σκηνή της Στέγης για να παίξουν με την ηθοποιό Γουλιώτη και άλλοι για να παίξουν ερήμην της -στιγμές που αποδείχτηκαν άβολες, ειδικά κατά τις ώρες της εξάντλησης, όταν η ηθοποιός χρειαζόταν συμπρωταγωνιστές-συμπαραστάτες˙ κάποιοι για να της προσφέρουν έναν ιντριγκαδόρικο θεατρικό χαρακτήρα για να "παίξει", όπως ο Γιώργος Χρυσοστόμου, άλλοι για να της πουν με τον τρόπο τους "είμαι εδώ για σένα", όπως ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, που εμφανίστηκε κατά τις 3 το πρωί της Κυριακής και έδωσε στήριγμα στην ηθοποιό, μια ψυχική ανάσα που αποτυπώθηκε στην πολύ τρυφερή σκηνή τους -από τις συγκινητικότερες της παράστασης, όπως ήταν με τον δικό της τρόπο και η τελευταία με τη συμμετοχή του Νίκου Καραθάνου, εκατοστού άνδρα της 24ωρης περφόρμανς.
Απέναντι σε όλους αυτούς τους άνδρες, η Στεφανία Γουλιώτη στάθηκε ως γυναίκα, ως άνθρωπος και ως ηθοποιός, πότε όλα μαζί και πότε ξεχωριστά αναλόγως του παρτενέρ, λειτούργησε ως καθρέφτης αντανακλώντας τις απέναντι συμπεριφορές, έπαιξε μαζί τους, συμπορεύθηκε ή αντιστάθηκε, άλλες τις απορρόφησε μέσα στην ευαλωττότητά της και έδειξε να λυγίζει. Ήταν όμως παρούσα σε κάθε στιγμή αυτής της πρόκλησης και έδωσε ένα μεγάλο μάθημα όχι τόσο θεάτρου όσο κυρίως ζωής.
Περισσότερες πληροφορίες
The Second Woman
Ένας θεατρικός μαραθώνιος 24 ωρών όπου η ταλαντούχα ηθοποιός συναντά εκατό άνδρες, ηθοποιούς και μη, χωρίς να γνωρίζει ποιον έχει απέναντί της κάθε φορά. Η κάμερα καταγράφει ζωντανά τη συνάντηση της κεντρικής ηρωίδας, Βιρτζίνια, με τον εραστή της, Μόρτι, η οποία επαναλαμβάνεται εκατό φορές με διάρκεια 8 λεπτά τη φορά, εστιάζοντας στις λεπτομέρειες της αλληλεπίδρασής τους που εξελίσσεται με διαφορετική έκβαση κάθε φορά. Ένα διεθνώς επιτυχημένο πείραμα δύο ανερχόμενων δημιουργών από την Αυστραλία, που αποτελεί την ίδια στιγμή ένα μανιφέστο για τον ρόλο των φύλων και την ευαίσθητη δυναμική των σχέσεων αλλά και μια εμπειρία που συνδυάζει το θέατρο με τον ζωντανό κινηματογράφο. Το κοινό μπορεί να παρακολουθεί μόνο τη σκηνή, μόνο την οθόνη ή να επιλέγει ανάμεσα στη φιλμαρισμένη και τη ζωντανή δράση, παραμένοντας είτε για κάποια λεπτά είτε για 24 ώρες.