Θα είναι η τρίτη φορά μέσα σε ένα χρόνο που θα δούμε στην Ελλάδα παράσταση του σκηνοθέτη και καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ της Αβινιόν Τιάγκο Ροντρίγκες, καθώς μόλις τον Ιούλιο απολαύσαμε στην Επίδαυρο την παράσταση που σκηνοθέτησε με την ιστορική Comédie Française, "Εκάβη, όχι Εκάβη", ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο παρουσίασε στην κεντρική σκηνή της Στέγης την προβοκατόρικη "Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες". Αυτή η επίσκεψη, όμως, είναι διαφορετική, καθώς σκηνοθετεί για πρώτη φορά Έλληνες ηθοποιούς και συγκεκριμένα τον Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, στο "Χορό των εραστών", το πρώτο έργο που έγραψε ο Ροντρίγκες, το οποίο αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού, την ώρα που αναμετράται με μια οριακή εμπειρία ζωής και θανάτου· το 2020, επανήλθε γράφοντας ένα νέο κεφάλαιο, όπου έπιανε το νήμα της ζωής των δύο ηρώων από εκεί που το είχε αφήσει δεκατρία χρόνια πριν.
Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε για το έργο και την παράσταση, για την πρώτη του συνεργασία με Έλληνες ηθοποιούς, αλλά και για τη συνολική διαδρομή του στην τέχνη.
"Ακόμη αναρωτιέμαι γιατί επιστρέφω τώρα στο πρώτο μου έργο. Μάλλον έχει να κάνει με το εφήμερο του θεάτρου, που είναι η τραγωδία και η ομορφιά του, αφού ακόμη κι αν επανέλθω σε μια δουλειά, δεν θα είναι η ίδια. Ο 'Χορός των εραστών' είναι το πρώτο έργο που έγραψα για το θέατρο κι είναι ένα έργο που αφορά το χρόνο· το βρήκα λοιπόν ενδιαφέρον να επιστρέψω σε ένα κείμενο που αφορά το πέρασμα του χρόνου, πώς τον διαχειρίζεσαι, πώς ο χρόνος και η αγάπη συνδέονται – και ήταν επίσης μια ευκαιρία να μιλήσω για το χρόνο όσον αφορά στη σχέση μου με το θέατρο. Γράφτηκε το 2006· το 2020, ίσως επειδή με την πανδημία αντιμετωπίζαμε και πάλι το θέμα του χρόνου, θέλησα να επιστρέψω στους δύο ήρωες και να δω τι τους συνέβη έκτοτε. Τότε δούλεψα με δύο Γάλλους ηθοποιούς και έγραψα το υπόλοιπο της ζωής του ζευγαριού, που φτάνει ως το θάνατο των ηρώων, αλλά και μετά από αυτόν, αφού η αγάπη δεν σταματάει με το θάνατο".
"Νιώθω προνομιούχος που οι δουλειές μου ταξιδεύουν, όμως θεωρώ πως αυτή η παράσταση ήταν αδύνατο να ταξιδέψει. Το συγκεκριμένο έργο στηρίζεται πάρα πολύ στη γλώσσα και πιστεύω πως είναι καλύτερο να παρουσιάζεται σε θεατές που καταλαβαίνουν τη γλώσσα του. Κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα, προκειμένου να το παρουσιάσω στην Ελλάδα, να το δουλέψω με Έλληνες ηθοποιούς. Οι άνθρωποι της Στέγης, γνωρίζοντας τη δουλειά μου, ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν το ρίσκο κι έτσι κι έγινε. Ήταν ένα πείραμα για μένα να σκηνοθετήσω ένα έργο –και το κάνω για πρώτη φορά– δουλεύοντας με ηθοποιούς των οποίων τη γλώσσα δεν μιλάω. Στην πορεία ανακάλυψα πως η μουσικότητα της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ δυνατή, μου θυμίζει τα πορτογαλικά στα οποία γράφτηκε αρχικά το έργο. Αλλά και πολιτισμικά νιώθω οικεία εδώ, δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα αλλά καταλαβαίνω τους ανθρώπους, τη συμπεριφορά, τη γλώσσα του σώματος. Είναι μια αποκαλυπτική συνθήκη, μαθαίνω πολλά πράγματα για το θέατρο και για την υποκριτική μέσα από αυτήν τη δουλειά".
"Θεωρώ πως ένα κείμενο δεν είναι ολοκληρωμένο πριν ερμηνευτεί από τους ηθοποιούς˙ εγώ γράφω τις λέξεις, όμως οι ηθοποιοί τούς δίνουν τη σημασία τους. Ως σκηνοθέτης, προσπαθώ να τους προσφέρω την ελευθερία να εμπλακούν και να καταθέσουν τη δική τους ερμηνεία ανάμεσα στις φράσεις. Δεν γράφω για μένα ούτε καν για τους θεατές, γράφω για τους ηθοποιούς, ώστε μετά αυτοί να συναντήσουν τους θεατές. Ο Νίκος και η Μαρίσσα αποδείχτηκαν υπέροχοι και συνέβαλαν με τον τρόπο τους στον εμπλουτισμό του κειμένου. Οι άνθρωποι της Στέγης, γνωρίζοντας το θέατρο που κάνω, μου πρότειναν τον Νίκο και τη Μαρίσσα, οι οποίοι, μετά τις συναντήσεις μας, έγιναν και δική μου επιλογή. Το "κλικ” ήταν άμεσο και αμοιβαίο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι γιατί ο Νίκος και η Μαρίσσα χρειάζεται να πουν αυτή την ιστορία. Κι αυτό είναι κάτι που το ανακαλύπτω κάθε μέρα, βλέποντάς τους να αντιμετωπίζουν χάρη στο κείμενο ζητήματα που τους απασχολούν, όπως ο χρόνος και η αγάπη, αλλά και βλέποντάς τους να εισφέρουν τη δική τους οπτική. Για παράδειγμα, ο Νίκος στην αρχή μιλάει για κάτι πολύ ελπιδοφόρο, κάτι που δεν πέρασε ποτέ από το δικό μου μυαλό, είναι ένα δικό του κομμάτι που κάθε φορά μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Η Μαρίσσα, από την πλευρά της, κατάφερε να μετατρέψει μία από τις πιο δραματικές στιγμές του έργου σε μία από τις πιο αστείες στιγμές του".
"Ως καλλιτέχνης έχω την ανάγκη να ασχολούμαι με την πολιτική. Έτσι, ακόμη κι όταν αφηγούμαι μια ερωτική ιστορία όπως τώρα, μιλάω για τις εκλογές, για τις ζωές μας, για το πώς η δουλειά μπορεί να αποδειχτεί έλεγχος ή ελευθερία. Πιστεύω ότι η αγάπη είναι και πολιτικό γεγονός, αν σκεφτούμε ότι δεν έχει να κάνει με την εκμηδένιση του άλλου, αλλά με το άθροισμα της οπτικής του στη δική σου, με το να βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά, με το να αισθάνεσαι τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις του άλλου. Μιλάω για πράγματα που θεωρώ πολιτικά, ίσως όχι με άμεσο τρόπο, αλλά ο πολίτης που είμαι βρίσκεται πάντα μέσα στις πρόβες".
"Ποτέ δεν είδα τη διαδρομή μου στο θέατρο ως κάτι που γίνεται βάσει σχεδίου, ως καριέρα. Το θέατρο δεν είναι το μοναδικό πράγμα στη ζωή μου, αν και είναι ένα από τα σημαντικότερα. Όταν δέχτηκα να αναλάβω τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου στη Λισαβόνα στα 36 μου, το έκανα επειδή πάντοτε του ασκούσα κριτική. Όταν ξαφνικά με κάλεσαν να το αναλάβω, σκέφτηκα ότι πρέπει να δεχτώ. Διότι, ξέρετε, αν συνεχώς κριτικάρεις το πώς γίνονται τα πράγματα και ξαφνικά σου δοθεί μια ευκαιρία να δείξεις τον δικό σου τρόπο, τότε είτε αρνείσαι και διατηρείς την ελευθερία σου να επικρίνεις συνεχώς το σύστημα, είτε παίρνεις το ρίσκο να βρεθείς σε θέση ευθύνης και αποφάσεων. Η ανάθεση της διεύθυνσης του Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι επίσης πολύ τιμητική και ταυτόχρονα μεγάλη ευθύνη, αλλά την αντιμετωπίζω και ως μια υπέροχη περιπέτεια, από την οποία μπορεί να ευεργετηθούν οι καλλιτέχνες, ο κόσμος, η κοινωνία. Παράλληλα, όμως, δεν θα δεχόμουν καμία θέση αν δεν μπορούσα να εργάζομαι και ως καλλιτέχνης. Μπορεί να μην είναι το περισσότερο που κάνω πλέον, όμως είναι το πιο σημαντικό για μένα. Και ξέρω επίσης πως, όσο ήμουν εκτός των ιδρυμάτων ή των θεσμών, ξόδευα τον περισσότερο χρόνο προσπαθώντας να βρω χρήματα για τις δουλειές μου. Τώρα στο Φεστιβάλ ή νωρίτερα στο Εθνικό Θέατρο δεν κάνω κυρίως σκηνοθεσίες, ούτε όμως ψάχνω χρήματα για να τις κάνω· τώρα μοιράζω χρήματα που ήδη υπάρχουν, ώστε άλλοι καλλιτέχνες να κάνουν τις δουλειές τους. Γι’ αυτό και δεν παραπονιέμαι, θυμίζω κάθε μέρα στον εαυτό μου ότι ανήκω στη ισχνή μειοψηφία των ανθρώπων που επαγγέλλονται αυτό που αγαπούν".
"Προσωπικά, έχω μια περίεργη σχέση με το χρόνο. Νομίζω ότι η προσωπικότητά μου διαμορφώθηκε στα δώδεκά μου κι έκτοτε δεν άλλαξε καθόλου. Βέβαια παντρεύτηκα, έχω μια κόρη, έχω μετακομίσει σε άλλη χώρα, όμως είμαι ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν στα δώδεκα. Η επιθυμία μου από τότε ήταν να λέω ιστορίες. Κατέληξα στο θέατρο, μια που δεν ήμουν τόσο καλός μαθητής και στη δραματική σχολή κανείς δεν σου ζητάει καλούς βαθμούς. Έπειτα άρχισα να δουλεύω κι ένας ηθοποιός που θαύμαζα μου είπε: "δεν χρειάζεται το θέατρο να είναι ευτυχισμένο με σένα, εσύ χρειάζεσαι να είσαι ευτυχισμένος με το θέατρο”. Αυτήν τη νεανική χαρά, λοιπόν, εξακολουθώ να έχω σε κάθε πρότζεκτ. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με το θέατρο στα δεκαεννιά μου για να μην είμαι μόνος και νομίζω πως η απάντηση στο γιατί κάνω θέατρο παραμένει η ίδια: για να μην είναι μόνος ο δωδεκάχρονος εαυτός μου".
Η μετάφραση στα ελληνικά είναι της Μαρίας Παπαδήμα. Καλλιτεχνική συνεργάτρια είναι η Αργυρώ Χιώτη. Ο σχεδιασμός φωτισμών είναι του Ρουί Μοντέιρο, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Μάγκντα Μπιζάρο. Βοηθός σχεδιασμού σκηνικών και κοστουμιών η Μαργαρίτα Τζαννέτου.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο χορός των εραστών
Το πρώτο θεατρικό του σημαντικού Πορτογάλου δημιουργού είναι ένας ύμνος στις σχέσεις αγάπης και τη συντροφικότητα, όπου οι ήρωες αναμετριούνται με μια δυνατή εμπειρία ζωής και θανάτου που τους αλλάζει.