Στις 10 Οκτωβρίου, ο Πορτογάλος σκηνοθέτης -και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν- Τιάγκο Ροντρίγκες επιστρέφει στην Ελλάδα˙ θα είναι η τρίτη του φορά μέσα σε ένα χρόνο, καθώς μόλις τον Ιούλιο απολαύσαμε στην Επίδαυρο την παράσταση που σκηνοθέτησε με την ιστορική Comédie Française, "Εκάβη, όχι Εκάβη", ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο παρουσίαζε στην κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση την προβοκατόρικη "Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες". Αυτή η τρίτη του επίσκεψη, όμως, και πάλι στη Στέγη, είναι διαφορετική, καθώς σκηνοθετεί -για πρώτη φορά- Έλληνες ηθοποιούς και συγκεκριμένα τον Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλίδου. Οι δυο τους θα είναι το ζευγάρι του έργου "Ο χορός των εραστών" ("Coro dos amantes"), που αποτελεί μάλιστα το πρώτο έργο που έγραψε ο Ροντρίγκες, το 2006-07. Γνωστός για τη συγγραφή πρωτότυπων έργων, που αποτελούν τον κορμό των παραστάσεών του (ακόμη κι όταν συνδιαλέγεται με υπάρχοντα έργα ή μύθους), ο Ροντρίγκες έγραψε στα τριάντα του χρόνια την ιστορία ενός ζευγαριού, την ώρα που αναμετράται με μια οριακή εμπειρία ζωής και θανάτου˙ το 2020, επανήλθε γράφοντας ένα νέο κεφάλαιο, όπου πιάνει το νήμα της ζωής των δύο ηρώων από εκεί που το είχε αφήσει δέκα τρία χρόνια πριν.
Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε για το έργο και την παράσταση, για την πρώτη του συνεργασία με Έλληνες ηθοποιούς, για τη διαδρομή του στην τέχνη αλλά και για τη "νύχτα αντίστασης" που διοργάνωσε το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ της Αβινιόν.
Ακόμη αναρωτιέμαι γιατί επέστρεψα στο πρώτο μου έργο. Μάλλον έχει να κάνει με το εφήμερο του θεάτρου, που είναι η τραγωδία και η ομορφιά του, αφού ακόμη κι αν επανέλθω σε μια δουλειά, δεν θα είναι η ίδια, αλλά μια νέα. Ανακαλώντας πάντως τη ζωή μου στο θέατρο, άρχισα να σκέφτομαι τον πειραματισμό με παλιές δουλειές μου, όχι για να τις επαναλάβω, αλλά για να ανοίξω διάλογο μαζί τους. Ο "Χορός των εραστών" είναι το πρώτο έργο που έγραψα για το θέατρο κι είναι ένα έργο που αφορά το χρόνο. Το βρήκα, λοιπόν, ενδιαφέρον να πάω πίσω σε ένα κείμενο που αφορά το πέρασμα του χρόνου, το πώς διαχειρίζεσαι το χρόνο, το πώς ο χρόνος και η αγάπη συνδέονται - και ήταν επίσης μια ευκαιρία να μιλήσω για το χρόνο όσον αφορά στη σχέση μου με το θέατρο.
Είναι ένα απλό έργο, που ξεκίνησε με τρεις σκηνές, τις οποίες ονομάζουμε "τραγούδια", κι αυτό γιατί ο λόγος του έχει μια μουσικότητα. Οι δύο ήρωες μιλούν ταυτόχρονα και αφηγούνται την ιστορία τους, ενώ πηγαίνουν στο νοσοκομείο καθώς η ζωή της γυναίκας κινδυνεύει˙ κι έπειτα συνεχίζουν να μιλούν για όλα όσα θέλουν να αλλάξουν, έχοντας μόλις βιώσει μια τόσο δυνατή εμπειρία ζωής και θανάτου. Το έργο γράφηκε το 2006 και το 2020, ίσως επειδή με την πανδημία αντιμετωπίζαμε και πάλι το θέμα του χρόνου, θέλησα να επιστρέψω στους δύο αυτούς ανθρώπους και να δω τι τους συνέβη έκτοτε˙ και μέσω αυτών, να δω τι συνέβη σε εμένα ως καλλιτέχνη μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Συνάντησα, λοιπόν, τον συγγραφέα εκείνου του πρώτου έργου και συνεργαστήκαμε ωραία μαζί, τα πήγαμε καλά. Πιστεύω πως είμαι λίγο καλύτερός του, βέβαια, αλλά κι αυτός πιστεύει πως είναι καλύτερός μου, είναι η έπαρση της νιότης (γελάει). Τότε γράφτηκε το υπόλοιπο της ζωής του ζευγαριού, δούλεψα με δύο Γάλλους ηθοποιούς για την τέταρτη σκηνή, το "τέταρτο τραγούδι", που φτάνει ως το θάνατο των ηρώων, αλλά και μετά από αυτόν, μια που, για μένα, η αγάπη δεν έχει όριο το θάνατο. Η αγάπη δεν σταματάει με το θάνατο.
Υπάρχουν στοιχεία αυτοβιογραφίας κι αυτό εξηγεί γιατί αποτελεί το πρώτο έργο που έγραψα. Δούλευα ήδη στο θέατρο, αλλά ήθελα να πω μια ιστορία που δεν είχε γραφτεί πουθενά, αφού είχε συμβεί σε μένα. Η επιθυμία να πραγματευτώ τι μου είχε συμβεί, τι μας είχε συμβεί ως ζευγάρι, ήταν το σημείο εκκίνησης του "Χορού των εραστών". Φυσικά υπάρχει και ένα επίπεδο μυθοπλασίας και φανταστικών λεπτομερειών, όπως βέβαια αποτελεί μυθοπλασία όλο το τελευταίο μέρος, αφού αφορά στο μέλλον και στο υπόλοιπο της ζωής των δύο προσώπων.
Νιώθω προνομιούχος που οι δουλειές μου ταξιδεύουν, όμως θεωρώ πως εκείνη η παράσταση ήταν αδύνατο να ταξιδέψει. Κι αυτό γιατί το συγκεκριμένο έργο στηρίζεται πάρα πολύ στη γλώσσα και είναι καλύτερο να παρουσιάζεται σε θεατές που μιλούν και καταλαβαίνουν τη γλώσσα του. Οπότε κάπως έτσι προέκυψε η ιδέα, προκειμένου να το παρουσιάσω στην Ελλάδα, να το δουλέψω με Έλληνες ηθοποιούς. Οι άνθρωποι της Στέγης, γνωρίζοντας τη δουλειά μου, ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν το ρίσκο κι έτσι κι έγινε.
Ήταν ένα πείραμα για μένα να σκηνοθετήσω ένα έργο -και το κάνω για πρώτη φορά- δουλεύοντας με ηθοποιούς των οποίων τη γλώσσα δεν μιλάω. Κι είναι εκπληκτικό το γεγονός πως, ενώ ξέρω τι λένε οι δύο ηθοποιοί, δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα˙ όμως και πάλι κάτι καταλαβαίνω! Στην πορεία ανακάλυψα πως η μουσικότητα της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ δυνατή, έχει μία μίξη δύναμης και γλυκύτητας που μου θυμίζει τα πορτογαλικά στα οποία γράφτηκε αρχικά το έργο. Αλλά και πολιτιστικά νιώθω οικεία εδώ, δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα αλλά καταλαβαίνω τους ανθρώπους, τη συμπεριφορά, τη γλώσσα του σώματος, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τους Γάλλους για παράδειγμα.
Είναι μια αποκαλυπτική συνθήκη, μαθαίνω πολλά πράγματα για το θέατρο και για την υποκριτική μέσα από αυτή τη δουλειά, και σε αυτό είναι πολύ γενναιόδωρη η συνεισφορά και της Αργυρώς [Χιώτη]. Το 2020 ανακάλυψα την ανάγκη μου να επιστρέψω στο έργο -κι αυτή η δουλειά είναι σημαντικό να προκύπτει επειδή "νιώθουμε την ανάγκη"- και τώρα την ανακαλύπτω εκ νέου. Νιώθω την ανάγκη να λέω ιστορίες, αυτός είναι ο τρόπος μου να συμμετέχω στο κόσμο, και η προετοιμασία της συγκεκριμένης δουλειάς στην Ελλάδα έχει αποδειχτεί μια πολύ "νόστιμη", απολαυστική διαδικασία.
Δυσκολεύομαι να κατηγοριοποιήσω τους θεατές βάσει εθνικότητας -θεωρώ πως δεν έχει τόση σημασία η εθνικότητα όσο το θέατρο στο οποίο παρουσιάζεις τη δουλειά σου (αν για παράδειγμα είναι η Στέγη, η Επίδαυρος ή κάτι άλλο)- και, αντιστοίχως, τους ηθοποιούς. Ο Νίκος και η Μαρίσσα, πάντως, αποδείχτηκαν υπέροχοι ηθοποιοί και υπέροχοι άνθρωποι και συνέβαλαν με τον τρόπο τους στον εμπλουτισμό του κειμένου. Η επιλογή τους έγινε ύστερα από πρόταση των ανθρώπων της Στέγης. Γνωρίζοντας εμένα και το θέατρο που κάνω, μου πρότειναν τον Νίκο και τη Μαρίσσα, οι οποίοι, μετά από τις συζητήσεις και τις συναντήσεις μας, έγιναν δική μου επιλογή. Το "κλικ" ήταν άμεσο και αμοιβαίο.
Θεωρώ πως ένα κείμενο δεν είναι ολοκληρωμένο, πριν ερμηνευτεί από τους ηθοποιούς˙ εγώ γράφω τις λέξεις, όμως οι ηθοποιοί τούς δίνουν τη σημασία τους. Ως σκηνοθέτης, προσπαθώ να τους προσφέρω την ελευθερία να το κάνουν, να εμπλακούν και να καταθέσουν τη δική τους ερμηνεία ανάμεσα στις φράσεις. Αγαπώ την ιδέα πως οι ηθοποιοί είναι ερμηνευτές, "μεταφραστές" του έργου κι εγώ γράφω για τους ηθοποιούς, δεν γράφω για μένα ούτε καν για τους θεατές. Γράφω για τους ηθοποιούς, ώστε μετά αυτοί να συναντήσουν τους θεατές.
Αυτό που με ενδιαφέρει τώρα είναι να ξέρω γιατί ο Νίκος και η Μαρίσσα χρειάζονται να πουν αυτή την ιστορία. Κι αυτό είναι κάτι που το ανακαλύπτω κάθε μέρα, βλέποντάς τους πάνω στη σκηνή να αντιμετωπίζουν χάρη στο κείμενο ζητήματα που τους απασχολούν, όπως ο χρόνος και η αγάπη, αλλά και βλέποντάς τους να βάζουν τη δική τους οπτική στο έργο. Για παράδειγμα, ο Νίκος στην αρχή μιλάει για κάτι πολύ ελπιδοφόρο, κάτι που δεν πέρασε ποτέ από το δικό μου μυαλό, είναι ένα δικό του κομμάτι, που κάθε φορά μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Η Μαρίσσα, από την πλευρά της, κατάφερε να μετατρέψει μία από τις πιο δραματικές στιγμές του έργου σε μία από τις πιο αστείες στιγμές του. Αυτό έχει να κάνει με τη μοναδικότητα κάθε καλλιτέχνη, όχι με την εθνικότητά του, η εθνικότητα είναι ένα κομμάτι από ένα συνολικό κοκτέιλ.
Στο θέατρο και στην υποκριτική ερμηνεία ζητούμενο δεν είναι η τεχνική αρτιότητα, η "τέλεια" απόδοση του ρόλου, αλλά το τι θέλεις να εκφράσεις μέσα από το ρόλο. Σημασία έχει η μοναδικότητα του καλλιτέχνη, που βρίσκεται μεν, κατά κάποιο τρόπο, στην "υπηρεσία" του συγγραφέα, αλλά για να εκφράσει τον εαυτό του, όχι για να κρυφτεί πίσω από το ρόλο. Κατ' εμέ, αν κρυφτείς πίσω από τον Άμλετ, για παράδειγμα, προκειμένου να κάνεις μια τέλεια ερμηνεία του, απλώς χάνεις το χρόνο σου. Αν όμως χρειάζεσαι τον Άμλετ, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχοφ, τον Ευριπίδη προκειμένου να εκφράσεις κάτι, έχεις δικαίωμα να το κάνεις, ακόμη κι αν δεν το κάνεις καλά.
Πιστεύω ότι η αγάπη είναι και πολιτικό γεγονός, αν σκεφτούμε ότι δεν έχει να κάνει με την εκμηδένιση του άλλου, αλλά με το άθροισμα της οπτικής του στη δική σου, με το να βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά, με το να αισθάνεσαι τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις του άλλου. Αυτός για μένα είναι ο ορισμός της αγάπης.
Ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Αβινιόν, θεωρώ πως οι πολιτικές διαστάσεις ενός έργου δεν έχουν κανένα νόημα, παρά μόνο αν τις επιθυμεί ο καλλιτέχνης. Εννοώ ότι θα υπερασπιστώ με το ίδιο πάθος την ελευθερία ενός καλλιτέχνη που είναι πολιτικός στο έργο του με αυτή ενός που δεν θέλει να ασχοληθεί με την πολιτική. Δεν πιστεύω πως η τέχνη χρειάζεται να έχει πολιτική λειτουργία για να υπάρξει, απλώς υπάρχει. Το θέατρο είναι ένα μέρος της ανθρώπινης περιπέτειας. Το θέατρο είναι. Τελεία. Δεν χρειάζεται έναν ρόλο. Αν η κοινωνία θέλει να επωφεληθεί από αυτό ναι, σε μια δημοκρατία μπορούμε να οργανώσουμε ένα σύστημα ώστε να επωφεληθούμε από τα παιδαγωγικά, ψυχαγωγικά ευεργετήματα του θεάτρου. Αυτά όμως βρίσκονται στην πλευρά της πολιτείας.
Προσωπικά, όμως, ως καλλιτέχνης έχω την ανάγκη να ασχολούμαι με την πολιτική. Έτσι, ακόμη κι όταν αφηγούμαι μια ερωτική ιστορία, όπως τώρα, μιλάω για τις εκλογές, μιλάω για τις ζωές μας, για το πώς η δουλειά μπορεί να αποδειχτεί έλεγχος ή ελευθερία. Μιλάω για πράγματα που θεωρώ πολιτικά, ίσως όχι με άμεσο τρόπο, αλλά ο πολίτης που είμαι βρίσκεται πάντα μέσα στις πρόβες. Αυτή όμως είναι η δική μου οπτική γωνία και το τι χρειάζομαι εγώ να κάνω στο θέατρο. Πάντως, δεν συμφωνώ με τις γενικεύσεις και τις αντιπαραθέσεις. Λέμε "αυτό το έργο είναι πολύ πολιτικό" ή "αυτό είναι πολύ προσωπικό", σαν να μην μπορούν να είναι και τα δύο. Προσωπικά, π.χ., πιστεύω πως η "Καταρίνα" ήταν ένα έργο για την οικογένεια, την αγάπη, την παράδοση, την προδοσία, α ναι ήταν, επίσης, ένα έργο για το φασισμό. Ή η "Εκάβη, όχι Εκάβη" ήταν ένα έργο για την αγάπη κυρίως και για μια οργισμένη μητέρα, όλα τα άλλα προέκυψαν μετά από αυτό. Αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο που δουλεύω, συνεργαζόμενος με πολλούς και διεθνείς καλλιτέχνες πάνω σε ένα δημοκρατικό μοτίβο, όπου το έργο και η παράσταση χτίζονται πάνω σε μια συλλογική συνεργασία και κατάθεση ιδεών. Παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο πολιτική πράξη η διοργάνωση της "νύχτας της αντίστασης" στο Φεστιβάλ της Αβινιόν απ’ ό,τι οι πρόβες μου εδώ στην Αθήνα για το "Χορό των εραστών", για μένα είναι εξίσου πολιτικές.
Η "γιορτή αντίστασης" στο Φεστιβάλ της Αβινιόν [σ.σ. μία ολονυχτία παρεμβάσεων από καλλιτέχνες, πολίτες και μέλη συνδικάτων μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων στη Γαλλία τον περασμένο Ιούλιο] αποτέλεσε την απάντηση στο ποια πιστεύουμε πως είναι η ιστορική ευθύνη ενός Φεστιβάλ που δημιουργήθηκε αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με την υποστήριξη πολλών ανθρώπων που είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση, ενός Φεστιβάλ που δημιουργήθηκε πάνω στις δημοκρατικές, λαϊκές, προοδευτικές αξίες. Σ' αυτές σήμερα προστίθενται κι άλλες, αντιρατσιστικές, φεμινιστικές, οικολογικές, ώστε να μιλάμε για ένα Φεστιβάλ που παίρνει θέση στην κοινωνία.
Η προτεραιότητα είναι να καταφέρουμε να κάνουμε το Φεστιβάλ μέσα σε έναν κόσμο με τρομερούς διχασμούς -πολιτικούς και όχι μόνο-, που οδηγούν σε απλουστευτικές συζητήσεις και απλουστευτικές οπτικές, που με τη σειρά τους επιτρέπουν τη διείσδυση των ακροδεξιών ιδεών. Το Φεστιβάλ προτείνει στην κοινωνία την πολυπρισματικότητα και τις διαφορετικές οπτικές του κόσμου μέσω των παραστατικών τεχνών κι αυτή η πολυπρισματικότητα είναι περίπλοκη, όχι απλουστευτική. Αυτός είναι ο πλούτος της δημοκρατίας, να βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια των άλλων. Προτεραιότητά μας λοιπόν ήταν να κάνουμε το Φεστιβάλ, γνωρίζοντας όμως πως βρισκόμαστε μεταξύ δύο εκλογικών γύρων που μπορούσαν να φέρουν στην κυβέρνηση μία ακροδεξιά δύναμη, χρειαζόταν και μια πολιτική τοποθέτηση, χρειαζόταν η υπεράσπιση της δημοκρατίας από εμάς τους ανθρώπους της τέχνης μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία.
Ποτέ δεν είδα τη διαδρομή μου στο θέατρο ως κάτι που γίνεται βάση σχεδίου, ως καριέρα. Κάθε, μα κάθε χρόνο θα έρθει μια στιγμή που θα πω, "αυτό ήταν, αφήνω το θέατρο και ανοίγω ένα εστιατόριο" (γελάει). Το θέατρο δεν είναι το μοναδικό πράγμα στη ζωή μου, αν και είναι ένα από τα σημαντικότερα και ένα από τα μεγαλύτερα πάθη μου. Όταν δέχτηκα να αναλάβω τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου της Λισαβόνα στα 36 μου, το έκανα γιατί πάντοτε ασκούσα κριτική σε αυτό. Κι όταν ξαφνικά με κάλεσαν να το αναλάβω, σκέφτηκα ότι πρέπει να δεχτώ. Γιατί, ξέρετε, αν συνεχώς κριτικάρεις το πώς γίνονται τα πράγματα και ξαφνικά σου δοθεί μια ευκαιρία να δείξεις το δικό σου τρόπο, που τον θεωρείς πιο ενδιαφέροντα, πιο σημαντικό, τότε είτε αρνείσαι και διατηρείς την ελευθερία σου να επικρίνεις συνεχώς το σύστημα είτε παίρνεις το ρίσκο να βρεθείς σε θέση ευθύνης και αποφάσεων. Έτσι αποδέχτηκα την πρόταση, δεν ένιωσα όμως πιο σπουδαίος, απλώς πιο αναγνωρίσιμος. Η επιλογή μου στη Διεύθυνση του Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι πολύ τιμητική, είναι επίσης μεγάλη ευθύνη αλλά την αντιμετωπίζω και ως μια μεγάλη, υπέροχη περιπέτεια, ως μια δουλειά από την οποία μπορούν να ευεργετηθούν οι καλλιτέχνες, ο κόσμος, η κοινωνία.
Παράλληλα, όμως, έχω την ανάγκη να δουλεύω ως καλλιτέχνης, δεν θα δεχόμουν καμία θέση αν δεν μπορούσα να εργάζομαι και ως καλλιτέχνης. Μπορεί να μην είναι το περισσότερο που κάνω πλέον, όμως είναι το πιο σημαντικό για μένα. Και ξέρω επίσης πως όσο ήμουν εκτός των ιδρυμάτων ή των θεσμών, ξόδευα τον περισσότερο χρόνο προσπαθώντας να βρω χρήματα για τις δουλειές μου. Οι ανεξάρτητοι καλλιτέχνες τον περισσότερο χρόνο ψάχνουν τα μέσα για να δουλέψουν. Τώρα στο Φεστιβάλ ή νωρίτερα στο Εθνικό Θέατρο δεν κάνω κυρίως σκηνοθεσίες, ούτε όμως ψάχνω χρήματα για να τις κάνω. Τώρα μοιράζω χρήματα που ήδη υπάρχουν, ώστε άλλοι καλλιτέχνες να μπορέσουν να κάνουν τις δουλειές τους. Γι' αυτό και δεν παραπονιέμαι. Θυμίζω κάθε μέρα στον εαυτό μου -και μάλιστα αυτή η φράση υπάρχει και στο "Χορό των εραστών"- ότι ανήκω στη συντριπτική μειοψηφία των ανθρώπων που επαγγέλλονται αυτό που αγαπούν.
Προσωπικά, έχω μια περίεργη σχέση με το χρόνο. Νομίζω ότι η προσωπικότητά μου διαμορφώθηκε στα δώδεκα μου χρόνια κι έκτοτε δεν άλλαξε καθόλου. Βέβαια παντρεύτηκα, έχω μια κόρη, έχω μετακομίσει σε άλλη χώρα, όμως είμαι ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν στα δώδεκα. Η επιθυμία μου από τότε ήταν να λέω ιστορίες, το ήξερα από τότε. Νόμιζα ότι θα γίνω δημοσιογράφος, αλλά η αντικειμενικότητα είναι πρόβλημα για μένα. Αργότερα σκέφτηκα να γίνω δικηγόρος, αλλά δεν ήμουν τόσο έξυπνος (γελάει). Κατέληξα στο θέατρο, μια που δεν ήμουν τόσο καλός μαθητής και στη δραματική σχολή κανείς δεν σου ζητάει καλούς βαθμούς, αρκεί μια οντισιόν. Έπειτα άρχισα να δουλεύω κι ένας ηθοποιός που θαύμαζα μου είπε: "δεν χρειάζεται το θέατρο να είναι ευτυχισμένο με σένα, εσύ χρειάζεσαι να είσαι ευτυχισμένος με το θέατρο". Αυτή τη νεανική χαρά, λοιπόν, εξακολουθώ να έχω σε κάθε πρότζεκτ, αλλά τώρα πληρώνομαι και συνεργάζομαι με ταλαντούχους ανθρώπους και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια και να 'μαι στην Αθήνα (γελάει). Ξεκίνησα στα 19 μου να κάνω θέατρο για να μην είμαι μόνος και νομίζω πως αυτή είναι η απάντηση αν με ρωτήσεις γιατί κάνω θέατρο: για να μην είμαι μόνος, να μην είναι μόνος ο δωδεκάχρονος εαυτός μου.
Η πρεμιέρα προγραμματίζεται στις 10 Οκτωβρίου, στη Μικρή Σκηνή της Στέγης. Η μετάφραση στα ελληνικά είναι της Μαρίας Παπαδήμα. Καλλιτεχνική συνεργάτρια η Αργυρώ Χιώτη. Ο σχεδιασμός φωτισμών είναι του Ρουί Μοντέιρο, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Μάγκντα Μπιζάρο. Βοηθός σχεδιασμού σκηνικών & κοστουμιών η Μαργαρίτα Τζαννέτου.
Έναρξη προπώλησης: 18 Σεπτεμβρίου 2024. Για τους φίλους της Στέγης: 11 Σεπτεμβρίου 2024.