Το αρχαίο δράμα μπορεί να μην προσφέρεται για τόσο ευφάνταστες ονομασίες φαινομένων όπως το "Barbenheimer" ("Ορέστιδες"; "Όρνιθες οι εν αυλίδι";), όμως βιώνει φέτος τη δική του χρυσή χρονιά, όπως συνέβη πέρυσι με τον κινηματογράφο. Η χειμερινή σεζόν δεν μας είχε προετοιμάσει για συγκινήσεις τέτοιου βεληνεκούς: παρότι υπήρξαν παραστάσεις που συζητήθηκαν πολύ αλλά και sold out εγχειρήματα ("Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος", "Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα", "Καρδιά του σκύλου"), στην πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος των εισιτηρίων αλλά και των διθυράμβων αφορούσε παλιότερες παραγωγές, οι οποίες συνεχίζουν τους επιτυχημένους κύκλους τους σε επανάληψη ("Οι παίχτες", "Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού").
Ενδεικτικό επίσης της ανισορροπίας της περσινής σεζόν είναι το γεγονός ότι, παρότι δεν υπήρξε καμία πεντάστερη παράσταση, το τέσσερα, ο υψηλότερος βαθμός της σεζόν, αποδόθηκε σε ικανό αριθμό παραστάσεων ("Pietà" της Μάρθας Μπουζιούρη, "The humans" του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, "Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα" της Αικατερίνης Παπαγεωργίου, "Ο άσχημος" του Γιώργου Κουτλή, "Τρεις ψηλές γυναίκες" του Μπομπ Ουίλσον, "Ο πατέρας" της Ελένης Σκότη, "Ο γλάρος" του Δημήτρη Καραντζά, "Καρδιά του σκύλου" της Έφης Μπίρμπα, "Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί" του Στάθη Λιβαθινού, "Ονειρόδραμα" της Γεωργίας Μαυραγάνη, "Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος" της Ζωής Ξανθοπούλου, "Ο αποτυχημένος" του Έκτορα Λυγίζου).
Τον τελικό απολογισμό της σεζόν θα τον μάθουμε τον Νοέμβριο, όταν απονεμηθούν τα Θεατρικά Βραβεία Κοινού του "α"· μέχρι τότε, μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στο καλοκαίρι το οποίο ανέτρεψε όλα τα δεδομένα, καλλιτεχνικά και εμπορικά. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε γενικώς μια τάση αύξησης της δημοφιλίας των παραστάσεων που ανεβαίνουν στην Επίδαυρο, αλλά φέτος αυτή ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Σημαντικό είναι πως ενώ τις προηγούμενες χρονιές πόλο έλξης αποτέλεσαν ηθοποιοί που αγαπήθηκαν κατά το πέρασμά τους από τη μικρή οθόνη, φέτος αυτή η τάση ατόνισε. Επιπλέον, είχαμε τρεις sold out παραγωγές, κάτι που σπανίως βλέπουμε τα τελευταία χρόνια: η "Ορέστεια" του Θεόδωρου Τερζόπουλου, οι "Όρνιθες" του Άρη Μπινιάρη και οι "Ικέτιδες" της Μαριάννας Κάλμπαρη. Για την τελευταία παραγωγή, μάλιστα, η οποία και έριξε την αυλαία των Επιδαυρίων, η κοσμοσυρροή ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, με θέσεις να ανοίγουν σε σημεία του θεάτρου που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ξανά προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση.
Η μοναδική παράσταση που παίχτηκε σε μισογεμάτο θέατρο ήταν η "Εκάβη, όχι Εκάβη" της Κομεντί Φρανσαίζ σε σκηνοθεσία Τιάγκο Ροντρίγκεζ, η οποία ωστόσο αποτέλεσε μια πρόταση υψηλής αξίας. Οι υπόλοιπες παραγωγές της σεζόν είχαν επιτυχία στο box office του θεάτρου, αλλά και στη συνείδηση του κοινού. Η "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" του Τιμοφέι Κουλιάμπιν, η οποία άνοιξε το φεστιβάλ και σε γενικές γραμμές δίχασε το κοινό, οι "Όρνιθες" και η "Ορέστεια" αξιολογήθηκαν με τέσσερα αστεράκια, ο "Πλούτος" του Γιάννη Κακλέα με τρία και μόνο οι "Βάκχες" του Θάνου Παπακωνσταντίνου με 2,5, καθώς ήταν "μια εντυπωσιακή στην όψη αλλά επιδερμική εντέλει ανάγνωση της ευριπίδειας τραγωδίας".
Φέτος, λοιπόν, μάλλον βρήκαμε "Τι Επίδαυρο θέλουμε", το ερώτημα που μας απασχόλησε όσο λίγα το περσινό καλοκαίρι. Μία που να επικοινωνεί εξίσου με το παρελθόν και το μέλλον, να φιλοξενεί ενδιαφέρουσες, φρέσκες ματιές στο αρχαίο δράμα και να επικοινωνεί με το σήμερα και όσα συμβαίνουν στο τώρα, χωρίς αυτό να λειτουργεί σε βάρος της φόρμας. Εύκολο δεν ακούγεται σίγουρα, αλλά τα δεδομένα δείχνουν πως είμαστε σε πολύ καλό δρόμο.