Πολυπράγμων ο Γιάννης Λεοντάρης· με το ένα πόδι πατάει στο σινεμά και με το άλλο στο θέατρο. Έχει σκηνοθετήσει πέντε βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες, μία επιστημονική σειρά ντοκιμαντέρ και ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, το βραβευμένο "Εγκώμιο Βραδύτητας” (Α΄ Κρατικό Βραβείο καλύτερης ταινίας ντοκιμαντέρ, 2002) και σε ότι αφορά τη θεατρική δράση είναι ιδρυτικό μέλος του Θίασου Κανιγκούντα (2005), έχει σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο του Νότου, την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης κ.ά. και βέβαια, συνεχίζει να σκηνοθετεί. Διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και παράλληλα βρίσκει χρόνο για τη συγγραφή. Η κυκλοφορία του νέου του βιβλίου από τις εκδόσεις Ύψιλον, στάθηκε η αφορμή για μια συνομιλία μαζί του, γύρω από το περιεχόμενο των βιβλίων του, την κριτική έρευνα του θεατρικού φαινομένου, τα θεατρικά βιβλία που δεν πρέπει να λείπουν από τη βιβλιοθήκη μας, κ.ά.
Αναζητώντας τον πυρήνα των βιβλίων σου που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ύψιλον, ξεκινώ από τους τίτλους: "Ναρκοπέδια ανάγνωσης" και "Κάτοικοι της σκηνής". Θα μας μιλήσεις για το περιεχόμενό τους;
Μέσα από τις σπουδές μου αλλά και τις κινηματογραφικές ταινίες και τις θεατρικές παραστάσεις, προσπαθούσα διαρκώς να καταλάβω με ποιο τρόπο το μυστικό πουεμπεριέχεται σε ένα έργο τέχνης μπορεί να καταστεί πολύτιμο. Χρειάστηκαν περισσότερα από τριάντα χρόνια θεωρητικής και καλλιτεχνικής περιπλάνησης προκειμένου να αντιληφθώ ότι αυτό το ζητούμενο είναι αυταπόδεικτο ως σωματοποιημένη σχέση με την τέχνη, ότι δεν επιδέχεται ερμηνεία αλλά σωματοποίηση. Με αυτές τις σκέψεις προσέγγισα τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, και τη θεατρική πράξη. Η διατάραξη της ησυχίας του αναγνώστη και του θεατή από το μυθιστόρημα, το φιλμικό κείμενο, τη θεατρική παράσταση είναι ο συνδετικός κρίκος των κειμένων του τόμου: "Ναρκοπέδια της ανάγνωσης" που εκδόθηκε το 2021. Το βιβλίο αποτυπώνει την εξέλιξη μιας ερευνητικής πορείας η οποία ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με ισχυρό το αίτημα της σχολαστικής θεωρητικής τεκμηρίωσης, για να μετακινηθεί σταδιακά προς τη δοκιμιακή γραφή, καταλήγοντας σήμερα στην παρατήρηση των κατοίκων της θεατρικής σκηνής, δηλαδή των ηθοποιών. Το πέρασμα λοιπόν από το πρώτο βιβλίο στο δεύτερο, τους "Κατοίκους της σκηνής" ήταν προδιαγεγραμμένο.
Οι "Κάτοικοι της σκηνής" εκδίδονται το 2024 και αποτελούν κυρίως ένα εργαλείο σκηνικής πρακτικής. Το βιβλίο δεν έχει στόχο να εγκλωβίσει τον ηθοποιό ή τον σπουδαστή σε μία κλειστή διαδρομή αλλά αντίθετα, να προτείνει μία σειρά από πρακτικά εργαλεία διαχείρισης του δραματουργικού υλικού ως "λεκτικής δράσης", ελπίζοντας κάποια από αυτά να εμπνεύσουντον αναγνώστη του. Και βέβαια δεν απευθύνεται μόνο σε ηθοποιούς αλλά σε όσουςκαι όσες αγαπούν το θέατρο. Αποτελεί καρπό της ερευνητικής δουλειάς που ξεκίνησε το 2005 στο πλαίσιο του θιάσου "Κανιγκούντα" και εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Το βιβλίο δεν εγγυάται απολύτως τίποτα, δεν επικαλείται καμία ορθότητα, έστω κι αν τα εργαλεία που προτείνει παρουσιάζονται με πάθος και ενθουσιασμό. Τίποτε δεν είναι οριστικό, τίποτε "εγγυημένο". Η Αριάν Μνουσκίν υπενθυμίζει σε όσους και όσες από εμάς αναζητούμε νέα εργαλεία για τον ηθοποιό, ότι: "όλες οι θεωρίες της υποκριτικής έχουν ήδη διατυπωθεί. Το μόνο που είναι για εμάς εφικτό, είναι να τις τροποποιήσουμε ή να της ανακαλύψουμε ξανά" Οι "Κάτοικοι της σκηνής" σε αρκετές από τις σελίδες τους παραθέτουν εντός πλαισίου εκτενείς σκέψεις σπουδαίων καλλιτεχνών και παιδαγωγών του θεάτρου (Στανισλάβσκι, Γκροτόφσκι, Μπρουκ, Όιντα, Μπάρμπα, Λεκόκ, Λασάλ, Βασίλιεφ, Μνουσκίν Πομμερά, Τερζόπουλου, Βογιατζή, Μαρμαρινού κ.α) οι οποίες συνθέτουν ένα παράλληλο "βιβλίο-κολλάζ", απείρως σημαντικότερο από το πρώτο. Χρωστώ ευγνωμοσύνη στον εκδοτικό οίκο Ύψιλον και την Κατερίνα Χαρμάνη για την εμπιστοσύνη της αλλά και για το γεγονός ότι επιμένει σε εκδοτικές πρακτικές "παλαιών αρχών" διαφυλάττοντας το κύρος και την ποιότητα ενός ιστορικού εκδοτικού οίκου.
Υπάρχει έλλειψη τεκμηρίωσης και κριτικής έρευνας του θεατρικού φαινομένου μέσα από ελληνικές εκδοτικές προτάσεις; Τι σε ώθησε στη συγγραφή;
Δεν θα λέγαμε ότι υπάρχει φτωχή ελληνική βιβλιογραφία γύρω από την τέχνη του θεάτρου. Αντιθέτως, τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη του επιστημονικού κλάδου της θεατρολογίας και της θεωρίας του θεάτρου έχει τροφοδοτήσει την εκδοτική δραστηριότητα εμπλουτίζοντας την βιβλιογραφία με πολύ αξιόλογες μελέτες και μεταφράσεις. Σε συνέχεια του έργου των παλαιότερων σημαντικών θεατρολόγων (ενδεικτικά αναφέρω τους Βάλτερ Πούχνερ, Ελένη Βαροπούλου, Νικηφόρο Παπανδρέου), υπάρχουν εξαιρετικοί/ες νέοι επιστήμονες και καλλιτέχνες με επιστημονική συγκρότηση, εντυπωσιακές διδακτορικές διατριβές, και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα. Ο τομέας που όντως πάσχει από έλλειψη ελληνόγλωσσων συγγραμμάτων είναι αυτός που αφορά τη τέχνη της υποκριτικής και τα εκφραστικά μέσα του ηθοποιού, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και σε επίπεδο εκπαιδευτικών εφαρμογών. Αυτό το κενό επιχειρούν να καλύψουν οι "Κάτοικοι της σκηνής". Ελπίζω, το βιβλίο να φανεί χρήσιμο ως μια ανοιχτή πλατφόρμα εκφραστικών εργαλείων σε σπουδαστές αλλά και δασκάλους δραματικών σχολών. Αυτή η ευχή συνδέεται με το κρίσιμο ζήτημα του τρόπου οργάνωσης των σπουδών στις δραματικές σχολές, διαχρονικά. Σε αντίθεση με την διεθνή πρακτική, η διδασκαλία της υποκριτικής στην Ελλάδα παραμένει προσωποπαγής, επαφίεται δηλαδή αποκλειστικά στις γνώσεις και τη μεταδοτικότητα μεμονωμένων δασκάλων οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις μεταφέρουν στους σπουδαστές την προσωπική τους εμπειρία. Σχεδόν ποτέ, αν εξαιρέσει κανείς την περίοδο ακμής της σχολής του Θεάτρου Τέχνης, οι δραματικές σχολές δεν είχαν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση που να διατρέχει συνολικά το πρόγραμμα σπουδών τους. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε πια ότι το σύστημα του Στανισλάβσκι δεν έχει διδαχτεί ποτέ οργανωμένα και με ολοκληρωμένο τρόπο ως βασική μεθοδολογία κάποιας ελληνικής δραματικής σχολής τα τελευταία εκατό χρόνια! Το ίδιο ισχύει και για τον Μέγιερχολντ ή τον Γκροτόφσκι. Σπαράγματα, αποσπάσματα, ίχνη, είναι εκείνα που κατά καιρούς διδάχτηκαν οι σπουδαστές από φωτισμένους δασκάλους. Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για ένα από τα νήματα που θα μπορούσε να συνδέσει τους σύγχρονους ηθοποιούς, με παλιότερους σπουδαίους έλληνες παιδαγωγούς του θεάτρου όπως για παράδειγμα ο Ροντήρης και η μέθοδος δουλειάς του, τα νήματα αυτά έχουν σπάσει - και δυστυχώς αυτό δεν διορθώνεται - καθώς η διδασκαλία του Ροντήρη δεν μεταλαμπαδεύτηκε ως μαθητεία μέσα από δραματικές σχολές. Γίνεται συχνά λόγος για ελληνική θεατρική παράδοση αλλά ούτε καταλαβαίνει κανείς σε τι ακριβώς αναφερόμαστε ούτε κάνουμε κάτι συγκεκριμένο για να κρατηθεί ζωντανή. Απουσιάζουν βιβλία-εργαλεία, απουσιάζει ο μεθοδικός σχεδιασμός των σπουδών. Ελπίζω ότι τα επόμενα χρόνια, σπουδαίοι παιδαγωγοί του ελληνικού θεάτρου όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος και άλλοι, θα μας χαρίσουν περισσότερες καταγραφές του τρόπου δουλειάς τους, μέσα από νέα βιβλία, συμβάλλοντας στο μεθοδικό χτίσιμο συνέχειας και παράδοσης που τόσο λείπει από την εκπαίδευση των ελλήνων ηθοποιών.
Πώς θα σχολίαζες τις θεατρικές σπουδές στην Ελλάδα; Υπάρχουν κάποιες κατευθύνσεις (θεωρητική – πρακτική) που ενδεχομένως δεν έχουν αναπτυχθεί όσο θα έπρεπε;
Αναρωτιέται κανείς γιατί, ενώ εδώ και 25 περίπου χρόνια ιδρύθηκαν δύο Τμήματα Θεατρικών Σπουδών και Θεάτρου (Θεσσαλονίκη και Ναύπλιο) τα οποία θεραπεύουν και την θεωρία και την καλλιτεχνική πράξη, τα Τμήματα αυτά ποτέ δεν ενισχύθηκαν ουσιαστικά με τις απαραίτητες θέσεις ΔΕΠ καλλιτεχνών και διδασκόντων/ουσών καλλιτεχνικών ειδικοτήτων, ούτε μερίμνησε το υπουργείο για την αναβάθμιση των υποδομών τους. Το πρόβλημα όμως με τις θεατρικές σπουδές στην Ελλάδα έχει τις ρίζες του στο σχολείο και όχι στο πανεπιστήμιο. Η αδιανόητη απαξίωση της καλλιτεχνικής παιδείας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες από το ίδιο το υπουργείο βρίσκεται στη βάση μιας σειράς από παθογένειες. Η απουσία επαφής των παιδιών και κυρίως των εφήβων με τις τέχνες, την αισθητική, την αρμονία, τη φαντασία, την πολιτική ή ποιητική ματιά στην πραγματικότητα, επικυρώθηκε και επισήμως με την κατάργηση των καλλιτεχνικών μαθημάτων από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ειδικά το θέατρο από και για τους/τις εφήβους αντιπροσωπεύει την έκτακτη ανάγκη τους να εκραγούν, να εκφράσουν την αλήθεια τους υπερβαίνοντας το συμβατικό λεξιλόγιο. Ακριβώς γι’ αυτό συνιστά - στην κυριολεξία - εγκληματική ενέργεια κατά της εφηβείας και των νέων ανθρώπων μιας χώρας η κατάργηση των καλλιτεχνικών μαθημάτων από τα δημόσια Γυμνάσια και Λύκεια. Η υποβάθμιση διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων, η απολιτίκ θεώρηση του κόσμου, η ενδοοικογενειακή βία και η συντηρητικοποίηση αλλά και συμπεριφορές μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, φασισμού, σεξισμού, είναι μερικές μόνο από τις συνέπειες. Η ίδια πολιτική στερεί χιλιάδες θέσεις εργασίας στα σχολεία για τις/τους απόφοιτους ανώτερων καλλιτεχνικών σχολών και τις/τους θεατρολόγους, μετατρέποντας την ανώτερη και ανώτατη καλλιτεχνική παιδεία σε μηχανή παραγωγής ανέργων. Εδώ και δεκαετίες οι δραματικές σχολές υπάγονται σε λάθος υπουργείο και δεν είναι εφικτή η πιστοποίησή τους και η αναγνώριση ECTS. Αυτό εμποδίζει και την πολυπόθητη διαπερατότητα μεταξύ διαφορετικών βαθμίδων θεατρικής εκπαίδευσης. Δημόσιες και ιδιωτικές δραματικές σχολές, μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι χωρίς να αξιολογούνται τα προγράμματα σπουδών τους, το επίπεδο των διδασκόντων, η ποιότητα των υποδομών, η αναλογία διδασκόντων/ουσών και σπουδαστών/τριών, το ποσοστό απορρόφησης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας. Οι σπουδαστές/τριες των ανώτερων καλλιτεχνικών σχολών στερούνται τις παροχές της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (στέγαση, σίτιση κλπ.). Όλα τα παραπάνω καθιστούν το πρόβλημα εκρηκτικό. Φοβάμαι ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν διαθέτει ούτε την βούληση, ούτε – κυρίως - την παιδεία για να το αντιληφθεί. Έχουμε συνυπογράψει πρόσφατα μαζί με άλλους δεκαοκτώ Κοσμήτορες και Προέδρους Τμημάτων Τεχνών του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου διάβημα προς το ΥΠΑΙΘΑ με αφορμή τις θολές και μετέωρες εξαγγελίες για την ίδρυση Ανώτατης Σχολής Παραστατικών Τεχνών. Ζητάμε ενημέρωση - που ποτέ δεν είχαμε -, ζητάμε συμμετοχή στο σχεδιασμό του νέου ιδρύματος όπως επιβάλλεται και γίνεται πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις και απαιτούμε άμεση επαναφορά των καλλιτεχνικών μαθημάτων στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η Ανώτατη Σχολή Παραστατικών Τεχνών στα πρότυπα ενός μεγάλου Conservatoire είναι καλοδεχούμενη, αρκεί να μην σχεδιαστεί στο πόδι από τεχνοκράτες και να είναι αμιγώς δημόσια όπως επιτάσσει το Σύνταγμα.
Ποιοι δάσκαλοι επηρέασαν τη σκέψη σου;
Η πιο βαθιά και παρηγορητική τέχνη της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι η τέχνη του θαυμάζειν. Από αυτή πηγάζει ο έρωτας, από αυτή πηγάζει η γνώση. Τυχεροί όσοι καταφέραμε στη ζωή μας να θαυμάζουμε ανθρώπους. Γεμίζουμε με την ενέργεια που τείνει προς τον άλλον, την ενέργεια που πηγάζει όχι από την ικανότητά μας να κρίνουμε, να συγκρίνουμε, να αξιολογούμε, αλλά από την ικανότητα, απλώς να θαυμάζουμε. Στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όσο συχνότερα κρίνουμε τους συναδέλφους και τους δασκάλους μας τόσο πιο δύσκολο είναι να προχωρήσουμε, να αποκαλύψουμε και να φωτίσουμε νέους δρόμους στην τέχνη μας. Όταν καταφέρνουμε να κινούμαστε στην περιοχή της τέχνης του "θαυμάζειν" και να ενεργοποιούμε αυτή την άκρως συναισθηματική λειτουργία, όλα φαίνεται να γίνονται ευκολότερα. Είχα την τύχη να συναντήσω σπουδαίους δασκάλους: τον Βύρωνα Λεοντάρη, τον Στέφανο Ροζάνη, τον Δημήτρη Μαρωνίτη, την Λίζυ Τσιριμώκου, τον Νικηφόρο Παπανδρέου. Είχα όμως και το εξαιρετικό προνόμιο να γνωρίσω από κοντά και να συζητήσω με σπουδαίες προσωπικότητες του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αυτοί υπήρξαν ερήμην τους δάσκαλοί μου! Αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη για τις συναντήσεις αυτές: με τον Ιβάν Βιριπάεφ, τον Ζοέλ Πομμερά, τον Εουτζένιο Μπάρμπα, τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, τον Γιώργο Αρβανίτη. Αλλά και με τους δασκάλους που δεν συνάντησα ποτέ: τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, τον Πήτερ Μπρουκ… Αν αναζητούσαμε ένα κοινό στοιχείο σε αυτά τα πρόσωπα, αυτό θα ήταν η αγωνία της αναζήτησης του βάθους στις διαπροσωπικές σχέσεις και την τέχνη. Όλοι αυτοί λοιπόν - μαζί με εκείνους που στον καθημερινό βίο με τίμησαν με τη φιλία και την αγάπη τους, τους φίλους και τις φίλες, τη σύντροφό μου και τα παιδιά μου - είναι οι δάσκαλοι που με διαμόρφωσαν και μου χάρισαν την ευτυχία του "θαυμάζειν". Θαυμάζω αυτούς που αγαπώ.
Ποια βιβλία δεν πρέπει να λείπουν από την βιβλιοθήκη ενός ανθρώπου που σπουδάζει το θέατρο ή απλά το αγαπάει και θέλει να διευρύνει τις γνώσεις του;
Ώρες-ώρες αισθάνομαι ότι το να συστήνει κανείς στις μέρες μας βιβλία, μπορεί να φαίνεταιέως και γραφικό. Σαν να μην μπορούμε να πείσουμε γι’ αυτή την ανάγκη κανέναν. Με στενοχωρεί το γεγονός ότι δεν κατάφερα ακόμη να πείσω τις κόρες μου να αγαπήσουν το βιβλίο. Νομίζω όμως ότι αργότερα, σε δύσκολες στιγμές, η ίδια η ζωή, σαν βαρκούλα σε τρικυμία, θα τις οδηγήσει σε βιβλία-λιμάνια. Αξίζει ωστόσο τον κόπο να επιμείνουμε! Κάποια βιβλία λοιπόν λειτουργούν ως σύντροφοι, κάποια άλλα ως δάσκαλοι ή βραδυφλεγείς βόμβες, ή μυστικά. Μου προκαλεί αμφιθυμία το γεγονός ότι όσο περνούν τα χρόνια διαβάζω όλο και λιγότερα καινούργια βιβλία και προτιμώ να επιστρέφω στις "βραδυφλεγείς βόμβες" και τα "μυστικά". Διαβάζοντας ξανά και ξανά συγκεκριμένα βιβλία, ο νοηματικός τους ορίζοντας διευρύνεται, οι σελίδες τους μας ψιθυρίζουν τα μυστικά τους με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο και η - κατά Ρολάν Μπαρτ - απόλαυση του κειμένου, δηλαδή η διαρκής αναζήτηση της ηδονής της ανάγνωσης, μας ανοίγει, μας μετακινεί και μας αφήνει άφωνους. Για όσους και όσες αγαπάμε το μυστικό σύμπαν της σκηνικής πράξης, η οποία περιλαμβάνει τον ηθοποιό τους ρόλους, την υλικότητα της σκηνής και τα θεατρικά κείμενα που αναμένουν ενσάρκωση, τέτοια βιβλία είναι κατά τη γνώμη μου: "Η Μαγική κάμερα" του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, το "Χάρτινο κανό" του Εουτζένιο Μπάρμπα, ο "Εθνικός Ύμνος" του Μιχαήλ Μαρμαρινού, "Ο Ακυβέρνητος ηθοποιός" του Γιόσι Όιντα, το "Για ένα φτωχό θέατρο" του Γιέρζυ Γκροτόφσκι, "Η τέχνη του τώρα", της Αριάν Μνουσκίν και βέβαια, τα "Αποσπάσματα ερωτικού λόγου" του Ρολάν Μπαρτ. Το τελευταίο μπορεί να λειτουργήσει και θεραπευτικά για όλους μας, εντός και εκτός θεάτρου.
Ποια είναι τα επόμενα θεατρικά και εκδοτικά σου σχέδια;
"Ξυπνώ σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας μέσα στα χάσματα της αστραπής" γράφει ο Σεφέρης στο αριστουργηματικό του ποίημα: "Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους". Σε αυτή τη φάση βρίσκομαι τώρα που σας μιλώ. Σας μιλώ από την Κύπρο, από την "κρυφή" Λευκωσία, μια πόλη που διαθέτει ακόμη μεγάλες περιοχές σιωπής. Πόσο καιρό έχουμε να περπατήσουμε σε μια πόλη απόλυτα σιωπηλή, όχι λόγω κάποιας καραντίνας, αλλά επειδή η ίδια η πόλη διατηρεί σιωπές μέσα στο σώμα της; Δρόμοι σιωπηλοί δίπλα στο μεταφυσικό και ταυτόχρονα τόσο πραγματικό και τρομακτικό κενό της Πράσινης Γραμμής, γεμάτοι υπόγειους παλμούς, μνήμη και ιστορία. Και πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Φεύγοντας από τον θόρυβο της βίαιης Αθήνας με τις κραυγάζουσες ματαιοδοξίες, την αρένα της θεατρικής επιβίωσης, τις αδηφάγες συμπεριφορές του επαγγελματικού μας χώρου, τις ευκολίες της performative πλευράς του θεάτρου, βρίσκει κανείς σε τόπους σιωπηλούς όπως η παλιά Λευκωσία, τις λησμονημένες ποιότητες της ησυχίας. Αυτό επιδιώκω. Συναντήσεις με σιωπές. Ίσως δουλέψω τον χειμώνα πάνω σε ένα σκηνοθετικό σχέδιο με αφορμή ένα νεοελληνικό θεατρικό κείμενο, σε συνεργασία με το θέατρο "Δέντρο" ένα θέατρο της Λευκωσίας που αγαπώ πολύ. Νομίζω ωστόσο ότι τα τελευταία χρόνια, η αυξανόμενη δυσκολία να δουλέψει ένας σκηνοθέτης στην Ελλάδα με ησυχία και αξιοπρέπεια με έχει βοηθήσει να αναπτύξω άλλες δεξιότητες: αισθάνομαι ότι συνεχώς βελτιώνομαι ως θεατής και αυτό είναι συναρπαστικό. Είναι μια βάσιμη ελπίδα, όταν το κράτος δεν επιτελεί την υποχρέωση του να σέβεται τους καλλιτέχνες. Κανείς δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να είμαστε εξαιρετικοί θεατές! Άλλωστε, για τους νέους συναδέλφους σκηνοθέτες, υπάρχουν πάντοτε και οι ανοιχτοί ορίζοντες της εξόδου προς άλλες χώρες που αγαπούν αληθινά τις τέχνες και τα γράμματα. Τέλος, ως προς τα εκδοτικά σχέδια, η δουλειά των τελευταίων χρόνων πάνω στα "Ναρκοπέδια της ανάγνωσης" και τους "Κατοίκους της σκηνής" είναι ακόμα πολύ πρόσφατη. Χρειάζεται χρόνος για να γεννηθούν νέα ερωτήματα, νέα αινίγματα.