Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει πιο ανοιχτό κείμενο από το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Μπέκετ και εννοώ πως αυτή η μη δράση, ο αόριστος μη τόπος, ο κυκλικός χρόνος, οι υποτυπώδεις, χωρίς βαθύ νόημα συζητήσεις, τα πρόσωπα που προέρχονται από τα βάθη ενός παγκόσμιου θεατρικού σύμπαντος -δεν είναι όμως στεγνά αρχετυπικά σύμβολα- καθιστούν το έργο ανοιχτό σε ερμηνείες. Τόσο ώστε κάθε παράστασή του διαφέρει και μπορεί να παίρνει διαφορετικό νόημα χωρίς να αλλάζει ούτε μία λέξη από το κείμενο. Παρ’ όλ’ αυτά, αυτό που πέτυχε ο Θόδωρος Τερζόπουλος στην παράσταση που ανέβασε με το ιταλικό Emillia Romagna Teatro είναι μοναδικό, μια που θαρρείς κατάφερε να συμπυκνώσει σε ενενήντα λεπτά όλα όσα χωράνε μέσα σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή της παγκόσμιας δραματουργίας.
Η παράσταση που έφερε η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (και θα παίζεται μέχρι και την Κυριακή 19/5, πριν συνεχίσει την παγκόσμια περιοδεία της) είναι μνημειακή αλλά και απολύτως ανθρώπινη, τρυφερή και σπαρακτική, κωμική και τραγική, είναι μια χαραμάδα αναστοχασμού μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Τερζόπουλος έκλεισε τα πλάσματα του έργου μέσα σε ένα μαύρο κουτί, το οποίο τέμνει ένας φωτεινός σταυρός (σκηνογραφία, φωτισμοί και κοστούμια είναι δικά του), σε ένα σκηνικό που θα μπορούσε να είναι καταφύγιο, ταφικό μνημείο αλλά και απομεινάρι του κόσμου μας ύστερα από μια ολική καταστροφή, σαν ένα μαύρο κουτί αεροπλάνου που επέζησε της συντριβής.
Λέγεται πως στον "Γκοντό" -όπως και στα άλλα έργα του- ο Μπέκετ εξέφρασε κάτι από την υπαρξιακή και οντολογική απελπισία που επέφερε ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος. Ο πόλεμος είναι κάτι που απασχόλησε και τον Τερζόπουλο, καθώς σειρήνες, βομβαρδισμοί και εκρήξεις διαπερνούν την παράσταση, ενώ ο Λάκι έχει κάτι από την "τρέλα" που θολώνει τα μυαλά όσων έχουν επιστρέψει από αυτόν. Παράλληλα, υπάρχουν και όλα τα υπόλοιπα, παρά το εμφανώς συντομευμένο πρώτο μέρος: η αμφιβολία που διαπερνάει το έργο σε κάθε σημείο, η απελπισία και το παράλογο, η αδράνεια και η στατικότητα, η ελπίδα, η τρυφερότητα και η βία (πόσο συγκλονιστική στιγμή αυτή του χορού με τα μαχαίρια), οι μεταφυσικές νύξεις - ενώ συνολικά η σκηνοθεσία δημιουργεί μια εικαστική γλώσσα που συμπληρώνει το κείμενο με μια σειρά από σκηνές και εικόνες που καρφώνονται στο μυαλό: από το μικροσκοπικό μπονζάι στο προσκήνιο, τα παιχνίδια με τον φωτιζόμενο σταυρό μέχρι την τελική εικόνα των ματωμένων μαχαιριών.
Τίποτα όμως δεν είναι βεβιασμένο στην παράσταση, καμία επιθυμία να "ειπωθεί" ή να "καταδειχτεί" κάτι, μόνο ένα θέαμα συμπυκνωμένης ομορφιάς και σκηνικής ποίησης. Συγκλονιστική η μουσική και το ηχητικό περιβάλλον του Παναγιώτη Βελιανίτη, που πλημμυρίζει τη σκηνή με εκκλησιαστικούς ύμνους, tango μελωδίες και απόηχους ενός ερειπωμένου κόσμου. Ο Έντσο Βετράνο και ο Στέφανο Ράντιζι ερμηνεύουν με ανεπιτήδευτη "λαϊκή" κωμικότητα το δίδυμο Βλαντιμίρ και Εστραγκόν και και είναι συγκινητικοί καθώς μεταδίδουν -εξ επαφής σε πολλές στιγμές- την τρυφερότητα, την εξάρτηση και την αλληλοσυμπληρούμενη ύπαρξή τους, ενώ συνολικά οι ερμηνείες (Πάολο Μούζιο, Ρόκο Ανκάρολα, Τζούλιο Τζερμάνο Τσέρβι) συλλαμβάνουν την απλότητα και το βάθος αυτών των μοναδικών θεατρικών χαρακτήρων. Ακόμη και η μετάφραση στα ιταλικά συνηγορεί στη σκηνική ποίηση, παραδίδοντας με μουσικότητα το κείμενο στην πλατεία.
Περισσότερες πληροφορίες
Περιμένοντας τον Γκοντό
«Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα» είχε δηλώσει ο Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) και με το “Περιμένοντας τον Γκοντό” (1948) εκσφενδονίζει σαν μετεωρίτη αυτό το «τίποτα» πάνω στη σκηνή. Γιατί τίποτα το αξιοσημείωτο, σε επίπεδο δράσης και υπόθεσης, δεν συμβαίνει σε αυτό το έργο του νομπελίστα Ιρλανδού στοχαστή, ποιητή και συγγραφέα. Δύο παρίες του δρόμου, δύο κλοσάρ, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, ντυμένοι με τα κουρέλια τους, στέκονται πλάι σε ένα δέντρο, μιλούν περί ανέμων και υδάτων, συναντιούνται τυχαία με τρεις εξίσου περίεργους τύπους, ενώ κατά βάση περιμένουν κάποιον άλλον που δεν έρχεται ποτέ. Ποιος είναι, τελικά, ο Γκοντό του τίτλου που δεν εμφανίζεται ποτέ; Κάποιος σωτήρας ή ακόμα και ο ίδιος ο Θεός, όπως φανερώνει η παραφθορά του ονόματος στα αγγλικά (Godot, από το God = Θεός); Αυτή την αέναη αναμονή σκηνοθετεί με όρους κωμικοτραγικής ιερουργίας ο Θεόδωρος Τερζόπουλος. Στην παράστασή του, που είναι σε συμπαραγωγή με το Emillia Romagna Teatro, ένα μαύρο ικρίωμα, σαν νεκρικό μνημείο, ορθώνεται στη σκηνή. Ένας σταυρός από φως το σκίζει στα δύο. Στη βάση του, ένα μικροσκοπικό μπονζάι. Εκκλησιαστικοί ύμνοι, ταγκό, βομβαρδισμοί και σειρήνες πολέμου αντηχούν.