Ένα από τα μεγάλα στοιχήματα της σεζόν ολοκληρώνει τον κύκλο του την Κυριακή των Βαΐων, στις 28 Απριλίου: πρόκειται για το ανέβασμα του θρυλικού έργοy του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, "Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα" από τη Μαρία Πρωτόπαππα, σε μία παράσταση λιτής και αυστηρής τελετουργικότητας. Η ιστορία αφορά μια αυταρχική χήρα που, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει στις πέντε κόρες της οχτώ χρόνια πένθους και εγκλεισμού. Εκείνες απεγνωσμένα αντιδρούν, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, και με την αφορμή ενός νέου άντρα, ο οποίος για άλλην είναι εραστής, για άλλην μνηστήρας, για άλλην φαντασίωση, η ανάγκη για ζωή φουσκώνει, εκρήγνυται και ο θάνατος ξαναχτυπάει το σπίτι για να το πνίξει σε δεύτερο κύμα πένθους.
Η Μαρία Πρωτόπαππα δημιούργησε μία παράσταση ιδιαίτερης ατμόσφαιρας με έντονη εικαστικότητα, θρησκευτικές αναφορές και τελετουργικά στοιχεία, ενώ η παράσταση καθορίστηκε και από την απόφασή της να αναθέσει τον ρόλο της αυταρχικής Μπερνάρντα στον Χρήστο Στέργιογλου, σχολιάζοντας εμμέσως πλην σαφώς πως πρόκειται για μια ηρωίδα που έχει εσωτερικεύσει τους "νόμους" της πατριαρχίας. Τον Χρήστο Στέργιογλου/Μπερνάρντα πλαισιώνει ένας ταλαντούχος θίασος: Άννα Καλαϊτζίδου, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, Ευγενία Αποστόλου, Δημήτρης Μαργαρίτης, Ελένη Σπετσιώτη, Κατερίνα Φωτιάδη.
"Το έργο μιλάει για τη γυναίκα αλλά και για οποιονδήποτε καταπιεσμένο. Μιλάει για την πείνα, τη φτώχεια και την υποκρισία της καθολικής εκκλησίας, που έπραττε τα αντίθετα απ’ όσα κήρυττε [...]. [Ο Λόρκα] κάνει, λοιπόν, αυτή την κοινωνική, πολιτική, υπαρξιακή κριτική, ενώ ταυτόχρονα πλησιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη, όχι απλώς με κατανόηση, αλλά με έναν πόνο, με αγάπη και ενδιαφέρον, χωρίς να καταγγέλλει. Και το κάνει αυτό με μια υψηλή ποίηση" μας είπε η Μαρία Πρωτόπαππα για την παράσταση. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Εύας Νάθενα, η μουσική του Φώτη Σιώτα, η κίνηση της Μαργαρίτας Τρίκκα και οι φωτισμοί της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη.
Περισσότερες πληροφορίες
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (Το σώμα όπου ανατέλλει η αντοχή)
Μια αυταρχική χήρα, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει στις πέντε κόρες της 8 χρόνια πένθους και εγκλεισμού. Εκείνες απεγνωσμένα αντιδρούν, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, και με την αφορμή ενός νέου άντρα, ο οποίος για άλλην είναι εραστής, για άλλην μνηστήρας, για άλλην φαντασίωση, η ανάγκη για ζωή φουσκώνει, εκρήγνυται και ο θάνατος ξαναχτυπάει το σπίτι για να το πνίξει σε δεύτερο κύμα πένθους. Ο Λόρκα, παρότι «προνομιούχος» ταξικά, δυσανασχετεί με την φτώχεια, την πείνα, την κοινωνική αδικία, την πολιτική αστάθεια και τα παρελκόμενά της. Με το ιδιαίτερο βλέμμα του οδηγεί τους θεατές σε μια γωνιά του κόσμου, σε μια άγονη γη, μια άνυδρη άκρη του, όπου τοποθετεί τον μεγεθυντικό και ποιητικό του φακό πάνω από ένα «Σπίτι», έναν συμβολικό τόπο, όπου μέσα του βράζει κυριολεκτικά η κλεμμένη ελευθερία και αξιοπρέπεια των γυναικών της γειτονιάς του, και όχι μόνο, της εποχής του, και όχι μόνο, νιώθοντας ο ίδιος φρίκη για τον τρόπο αντιμετώπισης τους.