Η εξωφρενική, πικρή κωμωδία "Αλίφειρα", του Ανδρέα Στάικου, που παρουσιάζεται με επιτυχία στη Σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ολοκληρώνει τον κύκλο της με τέσσερις τελευταίες παραστάσεις έως 30 Απριλίου. Το έργο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του ίδιου του συγγραφέα, πρωτότυπη μουσική του Νίκου Ξυδάκη, σκηνικά του Αλέξη Κυριτσόπουλου και ένα θίασο εκλεκτών ηθοποιών: Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Ζαραφίδου, Εμμανουέλα Κοντογιώργου, Αιμιλία Μήλιου.
Λίγα λόγια για το έργο
Η Αλίφειρα είναι μια αρχαία πόλη στην νοτιοδυτική Αρκαδία, ήδη ερειπωμένη και λησμονημένη στις περιηγήσεις και περιγραφές του Παυσανία (110-180 μ.Χ.) στο κεφάλαιο "Αρκαδικά". Στα αρχαία ερείπια σωρεύτηκαν νέα ερείπια, τα οποία στεγάζουν τα φαντάσματα του νεότερου σύγχρονου οικισμού.
Μια μυστηριώδης "ανώτερη δύναμη" έχει καθηλώσει στην Αλίφειρα, εκτός από τους ελάχιστους εναπομείναντες ζωντανούς-νεκρούς κατοίκους, και κάποιους νέους οι οποίοι παραμένουν, για διάφορους σαφείς και ασαφείς λόγους, μέσα στην ερημιά και τη μοναξιά, σε διαρκή και ατέρμονη προσμονή, με συντροφιά τις αρχαίες πέτρες, τις κουκουβάγιες, τις σαύρες και τις αράχνες. Τελευταία φαντάσματα του χωριού, η Λέλα, μια φυσιογνωμία εύθραυστης Καρυάτιδας που πενθεί νεκρούς και ζωντανούς και η Παπαγαλίνα, μια αθώα νεαρή με άδηλες επιθυμίες και προοπτικές.
Η άφιξη, για πρώτη φορά, μιας αμφιλεγόμενης εκκεντρικής προσωπικότητας και ενός νεαρού αρχαιολόγου με ρομαντικές διαθέσεις, εκλαμβάνονται ως κοσμοϊστορικά γεγονότα που αναστατώνουν και ξυπνούν την Αλίφειρα από τον λήθαργό της. Η παρουσία του "ξένου" αναζωπυρώνει παλαιούς ανεκπλήρωτους έρωτες και δημιουργεί νέες προοπτικές, με αποκορύφωμα την έμμονη φαντασίωση του ζωηρότερου κοριτσιού της συντροφιάς για την πραγματοποίηση μιας μεγαλειώδους ουτοπίας.
Η πραγματικότητα παραμερίζεται. Ανοίγουν οι κρουνοί της φαντασίας, των φαντασιώσεων και του ονείρου που αποτελούν τα υλικά με τα οποία θα αναγερθεί πάνω στην άμμο το νέο, μεγαλοπρεπές κτίσμα της Αλίφειρας.
Προπώληση εισιτηρίων μέσω more.com
Περισσότερες πληροφορίες
Αλίφειρα
Η Αλίφειρα είναι μια αρχαία πόλη στην νοτιοδυτική Αρκαδία, ήδη ερειπωμένη και λησμονημένη στις περιηγήσεις και περιγραφές του Παυσανία (110-180 μ.Χ.) στο κεφάλαιο «Αρκαδικά». Στα αρχαία ερείπια σωρεύτηκαν νέα ερείπια τα οποία στεγάζουν τα φαντάσματα του νεότερου σύγχρονου οικισμού. Μια μυστηριώδης «ανώτερη δύναμη» έχει καθηλώσει στην Αλίφειρα, εκτός από τους ελάχιστους εναπομείναντες ζωντανούς-νεκρούς κατοίκους, και κάποιους νέους οι οποίοι παραμένουν, για διάφορους σαφείς και ασαφείς λόγους, μέσα στην ερημιά και τη μοναξιά, σε διαρκή και ατέρμονη προσμονή, με συντροφιά τις αρχαίες πέτρες, τις κουκουβάγιες, τις σαύρες και τις αράχνες. Η κλοπή της σανίδας από το μοναδικό παγκάκι του χωριού και η άφιξη, για πρώτη φορά, ενός νεαρού αρχαιολόγου, εκλαμβάνονται ως κοσμοϊστορικά γεγονότα που αναστατώνουν και ξυπνούν την Αλίφειρα από τον λήθαργό της. Η καχυποψία και η έρευνα για την αναζήτηση του πιθανολογούμενου υπόπτου για την κλοπή της σανίδας λαμβάνει αστυνομικές διαστάσεις ενώ η παρουσία του «ξένου» αναζωπυρώνει παλαιούς ανεκπλήρωτους έρωτες και δημιουργεί νέες προοπτικές, με αποκορύφωμα την έμμονη φαντασίωση του ζωηρότερου κοριτσιού της συντροφιάς για την πραγματοποίηση μιας μεγαλειώδους ουτοπίας.