Πριν λίγες μέρες έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Σταθμός η "Κασέτα" της Λούλας Αναγνωστάκη κι εμείς ζητήσαμε από τον Μάνο Καρατζογιάννη -που σκηνοθετεί και παίζει το ρόλο του Παύλου που αναζητά τη διαφυγή από τον ασφυκτικό κλοιό στον οποίο ζει- να γράψει για το αναρχικό έργο μίας εκ των σημαντικότερων και πιο δυναμικών γυναικείων φωνών της νεοελληνικής δραματουργίας. Η σπαρακτική "Κασέτα" του 1982 με ήρωες που μετεωρίζονται ανάμεσα στον τόπο καταγωγής τους και το αφιλόξενο τοπίο της πόλης όπου ζουν, ήταν το πρώτο βήμα του Μάνου Καρατζογιάννη στο θέατρο στο πλευρό του δασκάλου του Γιώργου Αρμένη,. Τότε γνώρισε για πρώτη φορά τη Λούλα Αναγνωστάκη η οποία καθόρισε τον τρόπο που σκέφτεται από την αρχή της πορείας του ως ηθοποιός και αργότερα ως σκηνοθέτης. Είκοσι χρόνια μετά από εκείνο το ανέβασμα, επιστρέφει στο έργο που τον καθόρισε, έχοντας στο ενεργητικό του τη μακρόχρονη εργασία του πάνω στη δραματουργία της Αναγνωστάκη ("Η παρέλαση”, "Ο ήχος του όπλου”, "Ο ουρανός κατακόκκινος”, "Σ’ εσάς που με ακούτε”, "Δωμάτια μνήμης”, "Ενέδρες της Ζωής – Λούλα Αναγνωστάκη mixage”, "Στην Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη”, "Εντευκτήριο: Αφιέρωμα Λούλα Αναγνωστάκη”). Συμπρωταγωνιστεί ένας εξαιρετικός θίασος: Γιώργος Δεπάστας, Γιώργος Ζιόβας, Βάσω Καμαράτου, Μάνος Καρατζογιάννης, Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη, Ερμίνα Κυριαζή, Σμαράγδα Σμυρναίου, Γιάννης Τσουμαράκης.
Πάμε να τον ακούσουμε!
"Ο Παύλος, που ερμηνεύω στην παράσταση, είναι ο πιο αδύναμος και ο πιο δυνατός μαζί. Βιώνει με αγωνία το χάσιμο της ζωής του κι αρπάζεται από μια στιγμή για να αποφύγει, έστω και για λίγο, την παγίδα της παραγωγής και της δουλειάς. Ενός ασφυκτικού συστήματος που καραδοκεί για όλους μας. Η Αναγνωστάκη δε χαρίζεται".
"Η "Κασέτα” είναι ένα έργο που με συνταράζει. Ίσως γιατί συμπυκνώνει αριστοτεχνικά, μέσα σ’ ένα σχεδόν τσεχοφικό περιβάλλον, τις χαρές της ζωής αλλά και την αγωνία για την εξαφάνισή της. Αλλά και γιατί με αυτό το έργο βγήκα στο θέατρο πριν από περίπου 20 χρόνια, μαθητής ακόμα στο πλευρό του δασκάλου μου Γιώργου Αρμένη. Τότε γνώρισα και τη Λούλα Αναγνωστάκη, με την οποία συνδέθηκα με βαθιά φιλία και έδρασε καταλυτικά στην καλλιτεχνική μου διαμόρφωση. Στην σπαρακτική αλλά και σπαρταριστή "Κασέτα", έργο που ανέβασε για πρώτη φορά ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης κι έγραψε η Αναγνωστάκη στα 1982, στον απόηχο της απόπειρας της δολοφονίας του Πάπα και της τραγωδίας της Θύρας 7, ο Παύλος, "δραπέτης" της πραγματικότητας, όπως τον χαρακτηρίζει ο Πούχνερ ("Οι ραγισμένοι καθρέφτες της ταυτότητας: ο σκηνικός πληθυσμός στα έργα της Αναγνωστάκη", Ο μίτος της Αριάδνης: δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2001, σ. 410.), καταγράφει τις σκέψεις του σε ένα κασετόφωνο. Σκέψεις που τον βοηθούν να αντιμετωπίσει τη χειραγώγηση που υφίσταται από τους γύρω του: από την κοπέλα του που μένει έγκυος και τον πιέζει να παντρευτούν, τον επιστήθιο φίλο του Σπύρο, τον ηλικιωμένο πατέρα του και τον μικρότερο αδελφό του, που τελικά θα σκοτωθεί πανηγυρίζοντας τη νίκη της αγαπημένης του ποδοσφαιρικής ομάδας. Σταδιακά ο Παύλος απομονώνεται στο δωμάτιό του για να ακούει τις κασέτες με τις σκέψεις του, κασέτες που θέλει να τις στείλει στον Τούρκο που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πάπα πριν λίγο καιρό. Στα μάτια του εκείνος ο Τούρκος και ο αγαπημένος μουσουλμάνος συμμαθητής του από το δημοτικό γίνονται το ίδιο πρόσωπο και η πράξη αυτή μοιάζει για εκείνον η Μεγάλη Πράξη. Μια πράξη που θα τον βοηθήσει να απεγκλωβιστεί από την ανούσια ζωή που οι άλλοι έχουν ρυθμίσει για λογαριασμό του. Μέσα από αυτήν την τρελή σχεδόν αστήρικτη ταύτιση - στοιχείο που ξανασυναντάμε το ίδιο αλλόκοτα στην ταύτιση του Γιαννούκου του "Ήχου του όπλου" με τα θύματα ενός τροχαίου, που επίσης δε γνώρισε ποτέ αλλά πληροφορήθηκε το θάνατό τους από την εφημερίδα (!) - ο Παύλος θα αναζητήσει με τη σειρά του τη Μεγάλη Πράξη, που θα τον ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα πρόσωπα και θα τον αποκόψει από τον ασφυκτικό κλοιό τους. Η αυτοχειρία θα αποτελέσει για εκείνον και την τελική πράξη λύτρωσης".
"Αν το "Μαουτχάουζεν" είναι η πνευματική καταγωγή του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπως την ορίζει ο ίδιος, ο Εμφύλιος είναι η πνευματική αφετηρία της Αναγνωστάκη και η "Κασέτα" η δική της "Αυλή".
Η Αναγνωστάκη, η οποία ήδη από τη "Νίκη" έχει ξεκινήσει μια στροφή στο ρεαλισμό, που θα ολοκληρωθεί αργότερα στον "Ήχο του όπλου", γράφει για τους ήρωες του έργου (Λούλα Αναγνωστάκη, Ο Ήχος Της Ζωής, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2006, σ. 17 – 18.): "Τα πρόσωπα του έργου προέρχονται από τον οικείο γύρω μας κοινωνικό χώρο. Μετέωροι, ανάμεσα στην πρωτόγονη ύπαιθρο, απ’ όπου κατάγονται και το αφιλόξενο τοπίο της πόλης, απ’ όπου μετανάστευσαν, εντάσσονται στο μεγάλο πλήθος των Νεοελλήνων". Μέσα από τις στιχομυθίες των προσώπων γίνονται αναφορές σε σύγχρονα κοινωνικά θέματα, όπως ο επαναπατρισμός, τα ναρκωτικά, η διασκέδαση των νέων, ο γάμος, οι ανύπαντρες μητέρες, η ενδοοικογενειακή βία. Συνεχίζει η συγγραφέας στο σημείωμά της αναφερόμενη στα πρόσωπα του έργου: "Κάτοικοι των παρυφών της πρωτεύουσας - αλλά και ακατάπαυστα κυκλοφορώντας στο κέντρο της - προσπαθούν να επιβιώσουν με έναν σπασμωδικό και εύθραυστο ρεαλισμό. Χρησιμοποιώντας βιαστικά τα καινούργια πρότυπα, που αφειδώς, τους προσφέρονται υποχρεώνονται να υπάρξουν με "μικρές" καθημερινές πράξεις. Μέσα όμως σε αυτές τις μικρές πράξεις συμπιέζεται ένας αρχέγονος ψυχισμός, που με αμετάλλαχτα τα δικά του συναισθηματικά και φυλετικά στοιχεία, εξακολουθεί να διατηρείται μέσα τους. Τότε τα πρόσωπα αισθάνονται αδικαίωτα, συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ευτυχισμένα, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν τα αίτια, η ζωή τους χάνεται στο τίποτα".
"Σ’ ένα τίποτα που κατακλύζεται από ένα έντονο ηχητικό αστικό τοπίο, όπως η ίδια η συγγραφέας το καθορίζει μέσα από τις σκηνικές της οδηγίες: "Σειρήνες - μαρσαρίσματα αυτοκινήτων - τηλεοράσεις που παίζουν και κάπου πιο μακριά ρυθμικές φωνές από διαδήλωση ή από γήπεδο", άλλο ένα "δημόσιο" γεγονός, που διατρέχει το έργο της Αναγνωστάκη. Σ’ αυτό το ηχητικό τοπίο παρεμβάλλονται τραγούδια, επιλεγμένα από την ίδια τη συγγραφέα, κάτι που επιχειρεί και στα επόμενα έργα της. Το τραγούδι "Παποράκι του Μπουρνόβα" δίνει εξαρχής τον τόνο της εσωτερικής μετανάστευσης (ο Μπουρνόβας έγινε περισσότερος γνωστός στη νεότερη Ελλάδα από το σχετικό λαϊκό τραγούδι "Παποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς..." που το είχε πρωτοτραγουδήσει ο Μανώλης Παπαγκίκας και που φέρεται να το τραγουδούσαν Έλληνες λιποτάκτες στρατιώτες το 1922. Στο έργο χρησιμοποιείται η νεότερη διασκευή του τραγουδιού από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο.), μοτίβο που συναντάμε επίσης στα έργα της "Η Νίκη" και "Αντόνιο ή Το μήνυμα" με τη μορφή όμως της εξωτερικής μετανάστευσης. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικόνας - την "Κασέτα", όπως και τα επόμενα έργα της η Αναγνωστάκη, την γράφει σε εικόνες - το τραγούδι "Το τρένο φεύγει στις 8" με το μελαγχολικό του ύφος προοικονομεί το τραγικό φινάλε του έργου (μουσική : Μίκης Θεοδωράκης. Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)".
"Στην τελευταία σκηνή του έργου - έχοντας ήδη εκφράσει σε προηγούμενες σκηνές το όνειρο του για την ελευθερία και την αγωνία του για την ανθρώπινη ύπαρξη - ο Παύλος επιλέγει ως Μεγάλη Πράξη, την αυτοχειρία, την άρνηση. Σε συνέντευξή της για τον πεζογράφο σύζυγό της Γιώργο Χειμωνά, η Λούλα Αναγνωστάκη αποκαλύπτει: "Ο ήρωας στην "Κασέτα" έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Γιώργο. Μπορεί να είναι ένας αγράμματος οικοδόμος με παράλογες εμμονές, αλλά αποτυπώνει σε μια κασέτα την αξίωση μιας αυθεντικής ύπαρξης. Συμπίπτει, αν θέλετε, με την αναζήτηση του μεγέθους που είχαν οι ήρωες του Γιώργου (Λούλα Αναγνωστάκη, "Ο Ήχος Της Ζωής", Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2006, σ. 83). Ο Παύλος, που ερμηνεύω στην παράσταση, είναι ο πιο αδύναμος και ο πιο δυνατός μαζί. Βιώνει με αγωνία το χάσιμο της ζωής του κι αρπάζεται από μια στιγμή για να αποφύγει, έστω και για λίγο, την παγίδα της παραγωγής και της δουλειάς. Ενός ασφυκτικού συστήματος που καραδοκεί για όλους μας. Η Αναγνωστάκη δε χαρίζεται. Δε διστάζει να μιλήσει και για τα δεινά της δημόσιας ζωής μας, μια και το εμφυλιακό χνάρι είναι κι εδώ παρόν για να υπονομεύσει κάθε επικοινωνία και συναναστροφή. Άλλωστε, αν το "Μαουτχάουζεν" είναι η πνευματική καταγωγή του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπως την ορίζει ο ίδιος, ο Εμφύλιος είναι η πνευματική αφετηρία της Αναγνωστάκη – σταθερή αναφορά σε κάθε έργο της (εκτός από το "Διαμάντια και Μπλουζ") και η "Κασέτα" η δική της "Αυλή".
Περισσότερες πληροφορίες
Η κασέτα
Σαράντα περίπου χρόνια μετά τη θρυλική παράσταση του Κάρολου Κουν και είκοσι μετά το τελευταίο ανέβασμα του στην Αθήνα, το ανατρεπτικό και αναρχικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη επιστρέφει. Τα πρόσωπα του έργου προέρχονται από τον οικείο γύρω μας κοινωνικό χώρο. Μετέωροι, ανάμεσα στην πρωτόγονη ύπαιθρο, απ’ όπου κατάγονται και το αφιλόξενο τοπίο της πόλης, απ’ όπου μετανάστευσαν, εντάσσονται στο μεγάλο πλήθος των Νεοελλήνων. Κάτοικοι των παρυφών της πρωτεύουσας - αλλά και ακατάπαυστα κυκλοφορώντας στο κέντρο της - προσπαθούν να επιβιώσουν με έναν σπασμωδικό και εύθραυστο ρεαλισμό. Χρησιμοποιώντας βιαστικά τα καινούργια πρότυπα, που αφειδώς, τους προσφέρονται υποχρεώνονται να υπάρξουν με «μικρές» καθημερινές πράξεις. Μέσα όμως σε αυτές τις μικρές πράξεις συμπιέζεται ένας αρχέγονος ψυχισμός, που με αμετάλλακτα τα δικά του συναισθηματικά και φυλετικά στοιχεία, εξακολουθεί να διατηρείται μέσα τους. Τότε τα πρόσωπα αισθάνονται αδικαίωτα, συνειδητοποιούν ότι δεν είναι ευτυχισμένα, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν τα αίτια, η ζωή τους χάνεται στο τίποτα. Το πρόσωπο που έχει την κασέτα είναι το μόνο που φαίνεται να ξέρει.