Θα προτιμούσα να δω την παράσταση της "Σκέψης" σε κάποιον δρόμο της Αθήνας, μακριά από την ασφυκτική ασφάλεια του θεάτρου, ακόμα κι αν πρόκειται για το θέατρο Σφενδόνη, που θυμίζει σκελετό φαντάσματος, ξεχασμένο στο κέντρο της πόλης. Αναρωτιέμαι τι εντύπωση θα έκανε στους βιαστικούς περαστικούς ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, που ερμηνεύει το γιατρό Κερζέντσεφ, αν τον έβλεπαν ξαφνικά μπροστά τους, ν’ απολογείται για τη δολοφονία του εφηβικού του φίλου: "Έκανα κομμάτια το όμορφο κεφάλι του". Θα τον απέφευγαν μάλλον, επιταχύνοντας το βήμα τους. Κανείς δεν θέλει μπλεξίματα.
Κι όμως. Αυτή η νουβέλα του Αντρέγιεφ, γραμμένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, θα ήταν ό,τι πρέπει για κάποια άσχημη γωνιά της Αθήνας. Υπάρχουν άλλωστε τόσες πολλές. Ίσως μάλιστα η ασχήμια έσβηνε λίγο τις άκρες της έντασης ενός κειμένου που ακούγεται κάπως παράταιρο σε μια εποχή που η ανθρωπότητα φλέγεται, μα παγωμένη.
Τότε ο Κερζέντσεφ δεν θα ψήλωνε λεπτό προς λεπτό κάτω από τα δοκάρια της αποθήκης, καταλαμβάνοντας το χώρο, σαν μια μεγάλη μαριονέτα από σάρκα που μόλις έχει ξεφύγει από τα νήματά της, με το κεφάλι της να έχει ξετρυπώσει μέσα από τις κόκκινες κουρτίνες ενός θεάτρου-μινιατούρα, το οποίο βρίσκεται κρυμμένο σ’ ένα ξύλινο εδώλιο με ροδάκια, το βασικό σκηνικό αντικείμενο της παράστασης. Ο εγκέφαλός της.
Το εδώλιο, φτιαγμένο από τον Κωνσταντίνο Λαμπρίδη: μήπως είναι τελικά έδρανο πανεπιστημίου, άμβωνας, θάλαμος εξομολόγησης, λαιμητόμος, εξέδρα ναυαγοσώστη, νεκροφόρα; Δεν ξέρω. Πάντως, είναι μαγικό σαν παιχνίδι δαιμονικού παιδιού, τσουλάει σαν λεπίδι στον πάγο, είναι σκαλιστό λες και καθρεφτίζει τους νευρώνες μας, είναι βαρύ σαν κρανίο γεμάτο σκέψεις που το κομματιάζουν: "Η μία σκέψη διαλύθηκε σε χίλιες σκέψεις και καθεμία απ’ αυτές ήταν δυνατή κι όλες ήταν εχθρικές".
Στην πραγματικότητα, αυτό που βλέπουμε κατά τη διάρκεια της παράστασης, σκηνοθετημένης από τον Χάρη Φραγκούλη, είναι μια παρέλαση από κεφάλια, καθώς το ένα βγαίνει μέσα από το άλλο. Τα μικρά κεφάλια από τις μαριονέτες –ο Κερζέντσεφ, η Τατιάνα, ανεκπλήρωτος έρωτας και σύζυγος του νεκρού– βγαίνουν μέσα από τον εγκέφαλο του εδωλίου. Το κεφάλι του Κερζέντσεφ εμφανίζεται πίσω από το εδώλιο και το κεφάλι του σκηνοθέτη βγαίνει μέσα από το κεφάλι του ηθοποιού του, σε μια προσπάθεια να σπάσει τα κεραμίδια του θεάτρου και το έργο να διαρρεύσει στο μεγάλο κεφάλι, να ενωθεί με την τρέλα της πόλης. Την αρρώστιά της. Που έχουμε τόσο ανάγκη: "Λοιπόν, πουλάκι μου, πώς είναι η υγεία σου;"
Πόσο θα ήθελα να πέσουν οι τοίχοι ξαφνικά, το θέατρο να ξεφλουδίσει σαν κρεμμύδι και, από τις θέσεις που καθόμαστε, να δούμε το λόφο, τον Υμηττό, τη Συγγρού, με τα αμάξια και τον πανικό της και, αγνοώντας τις πολυκατοικίες, να φτάσουμε ως τη θάλασσα. Μα αυτή η κατεδάφιση, που είναι ταυτόχρονη ένωση, τουλάχιστον μέσα στο κεφάλι μου, δεν συντελείται. Η θερμοκρασία της παράστασης παγώνει στους γύρω δρόμους.
Αν ο Αβαρικιώτης έκοβε τα νήματα από το μονόλογο του Αντρέγιεφ κι έμενε βουβός, ξεκρέμαστος και ακυβέρνητος, μέσα σε μια ανησυχητική ησυχία, τότε μπορεί κάτι διαφορετικό να συνέβαινε. Είναι άλλωστε εξαιρετικός ηθοποιός, δεν χρειάζεται τίποτα: ένα βλέμμα, ένα βήμα, μια κίνηση των χεριών, ο σφυγμός του αρκούν. Άλλωστε, μέσα στο πανδαιμόνιο που ζούμε, δεν έχουμε ανάγκη από λέξεις, εικόνες, μεγάλα λόγια, έντονα πάθη, καμπάνες που χτυπάνε δυνατά δίπλα στ’ αυτιά μας. Αλλά μόνο σιωπή. Για ν’ ακούμε πιο καθαρά τους κρότους που μας πλησιάζουν απειλητικά, σαν σκέψεις: "Κεφάλι; Είπες κεφάλι;".
Περισσότερες πληροφορίες
Η σκέψη
Ένας γιατρός απολογείται για μια δολοφονία, σε μια η παράσταση που βασίζεται στο βιβλίο «Η σκέψη» που έγραψε το 1902 ο Λεονίντ Αντρέγιεφ. Το κείμενο εστιάζει στη δύναμη και την διολίσθηση του νου. "Η κάθε εποχή έχει τους τρόπους της. Κάποτε τα 'καίγαν τα βιβλία. Σε φωτιά κανονική. Και συζητήσεις πολιτικές πηγαδάκια άνω των τριών ατόμων απαγορεύονταν. Επίσης το γέλιο, το χιούμορ είναι ύποπτα πράγματα, όπως και να 'χει η σκέψη και η φαντασία βγάζουν άνθη και καρπούς γεμάτα έρωτα και μπαρούτι. Η σκέψη που σαν γενναίο δώρο απλώνεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και έκανε την ανθρωπότητα να μπορεί να κάνει αυτά που ο άνθρωπος δεν μπορεί. να πετάει ας πούμε. Και η φαντασία που έκανε την ανθρωπότητα να πει: "αυτός ο άνθρωπος που πονάει απέναντι δεν είναι απέναντι, εδώ είναι, εγώ είμαι".