Το "Γάλα" του Βασίλη Κατσικονούρη, το έργο-σταθμός του νεοελληνικού θεάτρου, ολοκληρώνει τις παραστάσεις του στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός όπου θα παίζεται έως τις 31 Μαρτίου.
Το γάλα στα ρωσικά λέγεται "μαλακό". Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάλαφρα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά. Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει "Το γάλα" και οι ήρωες του. Μια μητέρα από την πρώην Σοβιετική ένωση και οι δυο της γιοι συνθέτουν μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως η αίσθηση που έχει κανείς πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει γιατί δέχεται την τροφή του. Αγαπιέται... Κι όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.
Τη σκηνοθεσία - έχοντας στη διάθεσή τους μια εξαιρετική διανομή - υπογράφουν η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σεζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη "Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα", και ο Μάνος Καρατζογιάννης με μακρά θητεία στο ελληνικό έργο. Η παράστασή αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη που, φέτος, στις 2 Δεκεμβρίου, συμπληρώνονται 15 χρόνια απ’ τον θάνατό του και που ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη το 2006 στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.
>>Διαβάστε την κριτική της παράστασης "Το γάλα" εδώ
Προπώληση εισιτηρίων μέσω more.com
Περισσότερες πληροφορίες
Το γάλα
Το γάλα στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάλαφρα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά. Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» και οι ήρωες του. Μια μητέρα από την πρώην Σοβιετική ένωση και οι δυο της γιοι συνθέτουν μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως η αίσθηση που έχει κανείς πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει γιατί δέχεται την τροφή του. Αγαπιέται... Κι όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.