Η συνάντηση με τον Άρη Σερβετάλη και τον Αντώνη Μυριαγκό έγινε κοντά στο θέατρο λίγο πριν την πρόβα τους. Ηθοποιοί με σημαντική πορεία και ιδιοσυγκρασιακό, σωματικό παίξιμο, συναντιούνται για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι και αφορμή στάθηκε το αλληγορικό έργο του Μπουλγκάκοφ, που μετράει έναν αιώνα ζωής. Γράφτηκε το 1925 (δημοσιεύτηκε όμως το 1987, εξαιτίας της λογοκρισίας) και αφηγείται, μεταξύ επιστημονικής φαντασίας και ρεαλισμού, την ιστορία του Γιατρού Φιλίπ Φιλίποβιτς Πρεομπραζένσκι, που προχωράει σε ένα ιδιαίτερο πείραμα: εμφυτεύει την υπόφυση και τα γεννητικά όργανα ενός νεκρού άνδρα σε ένα σκύλο, τον Σάρικ. Όμως, η φιλοδοξία του να δημιουργήσει ένα "εξελιγμένο" μοντέλο ανθρώπου αποτυγχάνει, καθώς ο Σάρικ μεταμορφώνεται σε ένα άξεστο πλάσμα, που αρνείται να υπακούσει οποιαδήποτε κοινωνική επιταγή. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο έργο, που ανοίγει φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση, τα όρια της επιστήμης, τις κοινωνικές νόρμες, την άσκηση και κατάχρηση εξουσίας κ.ά. Συνάδει έτσι με τις δραματουργικές προτιμήσεις του Άρη Σερβετάλη και της Έφης Μπίρμπα για έργα που μιλούν με κάποιον λοξό τρόπο για την ύπαρξη και τα μεγάλα ερωτήματά της. Μάλιστα, η παράσταση προγραμματιζόταν να ανεβεί πριν από την πανδημία, όσο στο ίδιο θέατρο παιζόταν ο "Ρινόκερος", μας είπε ο ηθοποιός, αλλά τους πρόλαβε ο κόβιντ.
Γιατί όμως είναι σημαντική αυτή η φανταστική ιστορία, τι κρύβεται πίσω της; Ο Αντώνης Μυριαγκός που ερμηνεύει τον Γιατρό εξηγεί πως "μέλημά του είναι να βελτιώσει το ανθρώπινο είδος· αυτή είναι η μεγάλη επιθυμία και αγωνία του. Βέβαια, όπως διατυπώνουμε και στην παράσταση, από αυτή την επιθυμία προκύπτουν κι άλλα ζητήματα, κυρίως η υπέρμετρη προσπάθεια να νικηθεί το γήρας, ο χρόνος, ο θάνατος". Σημαντικό είναι, επίσης, πως ο Γιατρός περνάει τελικά μια εσωτερική διαδικασία: "Καταφέρνει να δημιουργήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, όμως ο ίδιος υφίσταται μια συνειδησιακή κρίση. Κι αυτό επειδή εξανάγκασε τη φύση και δημιούργησε ένα τέρας, ένα πλάσμα αδιαχείριστο, που δεν προσαρμόζεται ούτε εκπαιδεύεται. Το εντυπωσιακό, λοιπόν, είναι ότι ο Γιατρός ναι μεν δεν θα σταματήσει να ερευνά, αλλά κατακτά και μια γνώση, την επίγνωση των ορίων του", επισημαίνει ο Σερβετάλης και ο Μυριαγκός συμπληρώνει: "Συνειδητοποιεί πως ένας επιστήμονας πρέπει να πηγαίνει χέρι χέρι με τη φύση. Όταν εκβιάζεις τα πράγματα, μπαίνεις σε αχαρτογράφητα νερά και οι επιπτώσεις μπορεί να αφορούν ολόκληρη την κοινωνία".
Δεν πρόκειται παρ’ όλ’ αυτά για ένα έργο που εξαντλείται στη συζήτηση για τα όρια μεταξύ φύσης και επιστήμης. Έχει επίσης πολιτικό υπόβαθρο, καθώς μιλάει μέσω της αλληγορίας για την εποχή και το σοβιετικό καθεστώς, αλλά βγαίνει και εκτός του ιστορικού πλαισίου του: "Υπάρχει ένα πολύ ισχυρό πολιτικό σκέλος σε σχέση με την ταυτότητα του ανθρώπου", εξηγεί ο Μυριαγκός, και ο Σερβετάλης συμπληρώνει πως το έργο μιλάει γενικότερα για τις "απόπειρες της χειραγώγησης των ανθρώπων, ώστε να γίνουν μια αγέλη· για την προσπάθεια να δημιουργηθούν άνθρωποι πειθήνιοι, που δεν θα αντιδρούν στα πράγματα, δεν θα διαβάλουν την τάξη, όπως την εννοούν ορισμένοι. Και το πολύ ενδιαφέρον είναι πως και ο Σκύλος, όταν εξανθρωπίζεται, γίνεται ίδιος με τους οδοκαθαριστές, που κατηγορούσε ότι χτυπούν τα αδέσποτα σκυλιά. Το βρίσκω πολύ ωραίο σχόλιο, γιατί είναι σαν να μας λέει ο Μπουλγκάκοφ "ωραίες οι θεωρίες, αλλά όταν βρεθούμε σε θέση ισχύος αρχίζουμε να ξεχνάμε”". Η θέση, η εξουσία αλλοιώνει τη στάση μας και θέλει πολύ μεγάλη αντίσταση για να θυμάσαι τι έχεις ζήσει, ποιος είσαι", επισημαίνει, με τον Μυριαγκό να συμπληρώνει: "γι’ αυτό λέμε, δώσε εξουσία σε έναν άνθρωπο και θα δεις ποιος πραγματικά είναι". Η αντίσταση για τον Άρη Σερβετάλη είναι και προσωπική: "Πολλές φορές μιλάμε για την κοινωνία και την πολιτική σκηνή. Έχουν τις ευθύνες τους, όμως, και η προσωπική ευθύνη είναι πολύ σημαντική. Γι’ αυτό η επίγνωση που κατακτάει ο Γιατρός είναι για μένα θεμελιώδης". "Αν το δούμε ιστορικά, οι μεγαλύτερες κατακτήσεις έγιναν σε συλλογικό επίπεδο, ακόμη κι όταν υπήρχαν μπροστάρηδες", λέει ο Μυριαγκός, "παρ’ όλ’ αυτά, όταν ο άνθρωπος κρύβεται πίσω από μια σημαία, είναι μεν πιο εύκολο να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, αλλά το ίδιο εύκολο είναι να χάσει την ατομικότητά του. Και νομίζω ότι η ιστορία έχει δείξει ότι μπορεί να φτάσουμε σε θολούς δρόμους. Ναι μεν συλλογικά τα κατακτήσαμε, αλλά πόσο σαθρό μπορεί να αποδειχτεί αυτό, όταν παραμελείται η προσωπική εξέλιξη. Σαν να τεμπελιάζεις και μέσα από την ταύτιση χάνεις τον εαυτό σου, προκειμένου να υπερασπιστείς το όλον. Στις μέρες μας νομίζω ότι αυτή είναι η μεγάλη αναρώτηση: η αρμονία μεταξύ του όλου και του ατομικού", καταλήγει.
Σίγουρα, σήμα κατατεθέν των παραστάσεων της Έφης Μπίρμπα είναι η εικαστικότητα (η ίδια υπογράφει και τη σκηνογραφία, άλλωστε) και ο σωματικός χαρακτήρας και εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο ηθοποιούς που εκφράζονται κυρίως μέσω της κίνησης και της πλαστικής έκφρασης. "Ο τρόπος που βλέπουμε με την Έφη τα κείμενα είναι εξαρχής σωματικός. Αυτή η προσέγγιση μας έλκει και στη δομή των σκηνών και στη σκιαγράφηση των ηρώων", εξηγεί ο Σερβετάλης, για να συμπληρώσει: "προσωπικά, δεν μπορώ να αντιμετωπίσω ψυχολογικά ένα χαρακτήρα. Εξάλλου, όλα φέρουν σωματικότητα επί σκηνής, αφού ερμηνεύονται από το σώμα του ηθοποιού· έχει σημασία τα πράγματα να λέγονται και μέσα από τη σιωπή, την παρουσία, την κίνηση, όχι μόνο μέσα από τις λέξεις". Και για τον Μυριαγκό, που έχει μακρά θητεία στο θέατρο του Τερζόπουλου, το σώμα αποτελεί κύριο εργαλείο: "Γενικά οι παραστατικές τέχνες έχουν ανάγκη από ένα σύνολο εκφραστικών μέσων. Μπορεί κάποιο είδος θεάτρου να έχει ως σημείο εκκίνησης το λόγο, αλλά ακόμη κι αυτό, αν θέλει να είναι αληθινό, θα πρέπει να συμπεριλάβει όλα τα επιμέρους εργαλεία. Αυτό κάνει και η Έφη, με την οποία συνεργάζομαι για πρώτη φορά. Βλέπω την αγωνία της να δημιουργήσει εικόνες και σκηνικές δράσεις που να μην περνούν εύκολα στη σφαίρα του νου και της ψυχολογικής προσέγγισης, αλλά να χαραχτούν στο χώρο και ν’ αφήσουν ένα χνάρι. Η τέχνη έχει την αγωνία ν’ αφήσει μια μνήμη, κι αν την προσεγγίσεις μονόπλευρα, κονταίνει. Εξάλλου, κάποια πράγματα δεν εξηγούνται τόσο καλά με λόγια".
Καθώς βρισκόμαστε στην Αθήνα, όπου οι παραστάσεις διαδέχονται η μία την άλλη προκειμένου να προλάβουν τους ρυθμούς της εποχής –"και της αγοράς" κατά τον Μυριαγκό, που δεν φοβάται τη λέξη–, αλήθεια, ποια η θέση και η τύχη παραστάσεων σαν αυτές που αντιμετωπίζουν το θέατρο ως πνευματικό γεγονός; "Πώς να μη δεις κάθε παράσταση ως μια πνευματική διεργασία, αφού καταπιάνεσαι με αυτή με όλο σου το είναι; Ακόμη κι αν μια παράσταση γίνεται για εντελώς βιοποριστικούς λόγους, στο μερίδιο που μου αναλογεί καταθέτω κάτι από μένα", σχολιάζει ο Σερβετάλης. "Όταν κάτι συσχετίζεται με την αγορά, όπως μοιραία και το θέατρο, μπαίνουν κι άλλοι παράμετροι, πράγματι. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις θέατρο και πάλι να είσαι βιώσιμος", λέει ο Μυριαγκός και συμπληρώνει: "Εδώ μπαίνει εξάλλου και η ευθύνη του θεατή. Μυείται δηλαδή κι αυτός σε μια διαδικασία θέασης, εκπαιδεύεται, δεν μπορούμε ως ηθοποιοί, ως καλλιτέχνες να είμαστε "εξυπηρετικοί” απέναντι στο θεατή ώστε να μην του δυσκολέψουμε τη ζωή".
Όσον αφορά στον πληθωρισμό του αθηναϊκού θεατρικού σκηνικού, ο Μυριαγκός πιστεύει πως από την πλευρά των καλλιτεχνών είναι "δείγμα εκτόνωσης, δημιουργίας, ελευθερίας, έκφρασης. Δεν ξέρω βέβαια πόσο μια πόλη σηκώνει χίλιες παραστάσεις, αλλά κάτι δηλώνει κι αυτό, είναι ένα φαινόμενο και πρέπει να σταθούμε σε αυτό", σχολιάζει˙ "ίσως το θεάτρο δίνει την ώθηση στον κόσμο να συμπράξει, να συσχετιστεί. Και για τις νέες γενιές είναι πολύ θετικό, είναι προτιμότερο για έναν νέο άνθρωπο να ασχοληθεί με αυτές τις μορφές έκφρασης και κοινωνικοποίησης, ασχέτως πού θα καταλήξει επαγγελματικά. Από την πλευρά, βέβαια, του πώς αντιμετωπίζεται από την κοινωνία ένα επάγγελμα, φτάνουμε σε ένα σκοτεινό σημείο. Είναι εντελώς απροστάτευτο", καταλήγει. Φυσικά, όσον αφορά στον καταιγιστικό αριθμό των παραστάσεων μπαίνει και ο παράγοντας της επιβίωσης, το γεγονός πως οι καλλιτέχνες μοιράζονται σε δεκάδες δουλειές προκειμένου να επιβιώσουν, και ο Άρης Σερβετάλης βάζει στην κουβέντα το πόσο αναγκαία είναι η παύση για τους καλλιτέχνες, ως μια πολυτέλεια πλέον. Μοιραία, λοιπόν, η κουβέντα οδηγείται στην πολιτική για το θέατρο και τους ανθρώπους του: "Σίγουρα θα βοηθούσε αν υπήρχε μεγαλύτερη κρατική φροντίδα", επισημαίνει ο Σερβετάλης, με τον Μυριαγκό να συμπληρώνει πως "στον κόβιντ φάνηκε παταγωδώς πως εμείς δεν υπήρχαμε. Όταν θα δίνονταν τα επιδόματα στήριξης προς τους διάφορους επαγγελματίες εμείς δεν υπήρχαμε στο χάρτη, έπρεπε να κινηθούν διαδικασίες από την αρχή. Βλέπεις, λοιπόν, πόσο μια πολιτεία φροντίζει τέτοιους είδους επαγγέλματα". Τι θα ήθελαν λοιπόν να αλλάξει σε αυτή την πολιτική; "Να αυξηθεί ο προϋπολογισμός για τον πολιτισμό, είναι τόσο απλό και τόσο σημαντικό", απαντάει ο Μυριαγκός και ο Σερβετάλης συμπληρώνει πως χρειάζεται "καλύτερη αξιολόγηση στις επιχορηγήσεις, σοβαρότερες επιχορηγήσεις ώστε να πληρώνονται όλοι για την εργασία τους σε μια παράσταση, εξυγίανση των υποδομών, δηλαδή των δραματικών σχολών μέσα από μια μελέτη και μια στρατηγική για τον πολιτισμό και την τέχνη, και βέβαια να αναγνώριζεται το πτυχίο ως επάγγελμα. Μιλάμε δηλαδή για τα αυτονόητα, που δεν έχουν βρει ακόμη τόπο".
Στην παράσταση ερμηνεύουν ακόμη: Ηλέκτρα Νικολούζου, Μιχάλης Θεοφάνους, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Αλεξάνδρα Καζάζου, Σπύρος Δέτσικας. Μουσική σύνθεση-επιμέλεια ήχου: Vangelino Currentzis, Σχεδιασμός φωτισμού: Σάκης Μπιρμπίλης, Σχεδιασμός κοστουμιών: Έφη Μπίρμπα-Βασιλεία Ροζάνα, Επιμέλεια κίνησης: Μιχάλης Θεοφάνους.
Περισσότερες πληροφορίες
Καρδιά του σκύλου
Η ιστορία του έργου περιστρέφεται γύρω από τον καθηγητή Πρεομπραζένσκι που μαζί με τον βοηθό του, δόκτορα Μπρομεντάλ, επιχειρούν ένα τολμηρό ιατρικό πείραμα. Μεταμοσχεύουν την υπόφυση και τους όρχεις ενός νεκρού άνδρα σε έναν αδέσποτο σκύλο ονόματι Σάρικ με τη φιλοδοξία να δημιουργήσουν ένα νέο μοντέλο ανθρώπου. Το πείραμα δεν έχει την αναμενόμενη έκβαση, καθώς ο σκύλος Σάρικ μετατρέπεται σταδιακά σε άνθρωπο αγροίκο που διαλύει τη γαλήνη της καθημερινότητας και θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική θέση και την επιστημονική υπόσταση του δημιουργού του. Η ιδιοσυγκρασιακή καλλιτέχνιδα προσεγγίζει το έργο αυτό με την ιδιαίτερη ματιά της που αναδεικνύει έξοχα τον παραλογισμό της βίαιης αλλαγής της ανθρώπινης φύσης, αποκαλύπτοντας τους κινδύνους της απόλυτης συμμόρφωσης του ανθρώπου στις κοινωνικές επιταγές.