Μετά την παράσταση "1975”, μεταφερόμαστε στο σήμερα με το νέο σας έργο με τίτλο "Τούνδρα”. Με ποια αφορμή γράφτηκε το έργο; Είναι ουσιαστικά μια αιχμηρή κοινωνική κριτική;
Στην "Τούνδρα” τρεις υπάλληλοι μιας κτηματομεσιτικής εταιρίας περνούν το τελευταίο βράδυ στο γραφείο του αφεντικού τους – το αφεντικό αυτό βρίσκεται σε παύση ανάμεσά τους, όσο περίεργο και αν ηχεί αυτό. Υπάρχει, το βλέπουμε, αλλά δεν κινείται. Αυτά που συμβαίνουν περιγράφουν την τακτική διάλυσης μιας κοινωνίας από τον οργανισμό τους. Ο άξονας του έργου είναι το παράδοξο που προκύπτει όταν σε μια συζήτηση βάζουμε τις έννοιες "σπίτι" και "θάνατος". Ουσιαστικά η αφορμή που ενέπνευσε το έργο ήταν ο θάνατος, τα πρόσωπα όμως μιλάνε για τη "συνέχεια": τη ζωή μετά το θάνατο; Την ζωή με τον θάνατο παρέα; Και πώς σχετίζεται η έννοια του σπιτιού με αυτή τη συζήτηση; Τώρα το αν αποτελεί μια αιχμηρή κριτική νομίζει θα προκύψει. Το λέω αυτό γιατί στο βάθος του το έργο κρύβει μια μεγαλύτερη ψυχαναλυτική χροιά παρά κοινωνιολογική.
"Για να καταλάβουμε περισσότερο και την υπόθεση του έργου αλλά και του κόσμου που μας περιβάλλει αυτή την στιγμή, πίστεψα πως πρέπει να θέσουμε στο μικροσκόπιο τον μικρόκοσμο των εταιρειών και των μηχανισμών που αυτές χρησιμοποιούν. Πιστέψτε με ήταν ζοφερό το υλικό που μάζεψα είτε από πηγές που ερεύνησα είτε από περιστατικά που έπεφταν στην αντίληψή μου τυχαία”.
Πώς σκιαγραφείται ο σύγχρονος άνθρωπος και ο τρόπος διαβίωσης του μέσα από το έργο; Υπάρχουν και σατιρικά στοιχεία;
Σατιρικό έργο είναι η "Τούνδρα”, παράξενο και ιδιότυπο. Γράφτηκε με γνώμονα τρία πρόσωπα που μιλούν για ανοίκεια πράγματα με οικείο τρόπο. Περιγράφουν καταστάσεις υπερβολικές με τον καθημερινό τρόπο που θα μιλούσαν οι άνθρωποι σε ένα καφέ. Αυτό μετατρέπει το έργο σε "τρομακτικό" και νομίζω εν τέλει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος σκιαγραφείται ως τέτοιος, τρομακτικός δηλαδή. Όσον αφορά τον τρόπο διαβίωσης θα τον δούμε μέσα από τα μάτια των υπαλλήλων και όχι των ανθρώπων που μάχονται καθημερινά να πληρώσουν το νοίκι του σπιτιού τους. Αυτή η καθοριστική λεπτομέρεια κάνει την σκέψη πιο αγωνιώδη. Ίσως έτσι το βλέπω εγώ, όμως: θα τα καταφέρει ο σύγχρονος άνθρωπος να επιβιώσει; Είναι στο χέρι του; Πιστεύω πως ναι, αλλά η αγωνία υπάρχει.
Γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε την ιστορία σ’ ένα "corporate” περιβάλλον;
Θεώρησα στην συγκεκριμένη φάση που ήρθε η έμπνευση για το έργο πως θα ήταν ωραία ιδέα να ακούσουμε την πλευρά των υπαλλήλων και των αισχρών και άγριων περιπτώσεων που διηγούνται αυτοί. Μάλιστα, δεν σκέφτηκα ούτε ένα από τα πρόσωπα να παίρνει το μέρος της αντίθετης μεριάς, του ενοικιαστή δηλαδή. Για να καταλάβουμε περισσότερο και την υπόθεση του έργου αλλά και του κόσμου που μας περιβάλλει αυτή την στιγμή, πίστεψα πως πρέπει να θέσουμε στο μικροσκόπιο τον μικρόκοσμο των εταιρειών και των μηχανισμών που αυτές χρησιμοποιούν. Πιστέψτε με ήταν ζοφερό το υλικό που μάζεψα είτε από πηγές που ερεύνησα είτε από περιστατικά που έπεφταν στην αντίληψή μου τυχαία. Χωρίς να το ξέρουμε ζούμε σε ένα corporate περιβάλλον τώρα, ζούμε μέσα στην "Τούνδρα”.
Ποιος είναι ο ήρωας που ερμηνεύετε;
Δύο γυναίκες και ένας άντρας είναι τα πρόσωπα του έργου. Ο Ρήγας είναι το πρόσωπο που ερμηνεύω εγώ. Ήταν υπάλληλος στην εταιρία, στο τμήμα "Τουρισμού και βραχυπρόθεσμων ενοικιάσεων". Έχει κερδίσει τρεις φορές την κονκάρδα του υπαλλήλου του μήνα. Αισθάνεται πανευτυχής με την δουλειά του και που και που, θυμάται τα παλιά χρόνια, τότε που κυνηγούσε τους τουρίστες για να τους νοικιάσει καταλύματα. Παρουσιάζω μια αστεία πλευρά του χαρακτήρα διότι μέσα στην παράσταση καταλαβαίνουμε και την άλλη, την πιο νοσηρή πλευρά του χαρακτήρα. Ο Ρήγας είναι ότι πιο κοντά σε έναν λούμπεν πωλητή με αψυχολόγητες προεκτάσεις στην συμπεριφορά του και επιπλέον εξαιρετικά επικίνδυνες.
Πόσα δικά σας έργα έχετε παρουσιάσει μέχρι σήμερα; Τι είναι αυτό που σας παρακινεί να γράψετε ένα νέο έργο κάθε φορά;
Εδώ, έχουμε μια μικρή παρεξήγηση. Ενώ έχει κάπως περάσει μια συγγραφική μου ιδιότητα, τα έργα τα οποία έχω παρουσιάσει είναι ελάχιστα. Τις περισσότερες φορές εκτελώ χρέη δραματουργού και οι μεταφορές λογοτεχνικών έργων, οι διασκευές δηλαδή, ελάχιστα έχουν να κάνουν με κάποια δική μου έμπνευση συγγραφικής φύσεως. Ακόμη και το "1975" που πλησιάζει περισσότερο από όλα στο να θεωρηθεί "παιδί μου" (και είναι από μία άποψη, μιας και η βασική πλοκή είναι δική μου εφεύρεση), οι διάλογοι, οι χαρακτήρες και πάρα πολλά περιστατικά είναι δανεικά από ντοκουμέντα που βρήκαμε και αποτυπώσαμε. Πάλι, λοιπόν, πήγα προς μια δραματουργική επεξεργασία, παρά στην σύνθεση ενός έργου. Η "Τούνδρα" από την άλλη, ναι, αποτελεί καθαρή πρόταση, γραφή ενός θεατρικού έργου από την αρχή. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που δεν ήθελα να το σκηνοθετήσω εγώ. Τώρα, αυτό που με παρακινεί κάθε φορά είναι ξεκάθαρο και είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα. Κατά μία έννοια, πρώτα βλέπω τον περίγυρο και μετά τα πρόσωπα. Το περιβάλλον μου δείχνει και την υπόθεση και την εξέλιξη, το θεωρώ το Α και το Ω σε ένα έργο. Μέσα σε ποιο πλαίσιο, σκηνογραφικό, τοπολογικό, κινούνται οι χαρακτήρες, πώς τους επηρεάζει, τι συμβαίνει "μέσα σε αυτό".
Τι αναζητάτε μέσα από το θέατρο;
Νομίζω ότι αναζητώ την απάντηση στο ερώτημα γιατί επέλεξα να ασχοληθώ με αυτό τον κλάδο. Όσο περισσότερο εργαζόμαστε μέσα σε αυτόν τον χώρο, δίνονται σιγά σιγά μυστικές, προσωπικές απαντήσεις. Μια εξήγηση που για μένα γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρη.
"Η ομάδα Νοσταλγία και το θέατρο Rabbithole αποτελούν και θέλουμε να αποτελούν ένα σπίτι για τον/την οποιονδήποτε”.
Παραμένετε με την ομάδα Νοσταλγία και την Τώνια Ράλλη πιστοί στο αρχικό όραμά σας για τη δημιουργία και την ανακάλυψη νέων τρόπων σκηνικής αφήγησης; Ποιος είναι ο απολογισμός σας μετά από 23 χρόνια κοινής πορείας, και 13 περίπου χρόνια στο χώρο του θεάτρου Rabbithole;
Ναι παραμένει ο ίδιος στόχος. Όπως και παραμένει ίδια η αντίληψη για το πώς πρέπει να βρίσκουν τα πράγματα και τις καταστάσεις όταν εισέρχονται στην ομάδα και στο θέατρο οι θεατές, οι καινούργιοι συντελεστές, συνεργάτες κ.ο.κ. Η ομάδα Νοσταλγία και το θέατρο Rabbithole αποτελούν και θέλουμε να αποτελούν ένα σπίτι για τον/την οποιονδήποτε. Πέρα από τις συζητήσεις και τις κατηγοριοποιήσεις περί εναλλακτικού θεάτρου, ομάδας (που εγώ προσωπικά τα ακούω λίγο παράταιρα και φλύαρα, χωρίς ουσία πια), καταφέραμε η Νοσταλγία και το Rabbithole (τουλάχιστον) να αποτελούν έναν σταθερό και συμπυκνωμένο πόλο έλξης και ένα σημείο τομής και συνάντησης πολλών ανθρώπων με έναν χαρακτηριστικό τρόπο. Υπάρχει ένα κοινό μυστικό μεταξύ θεατών και καλλιτεχνών όταν βρισκόμαστε στην οδό Γερμανικού. Ξέρουμε τι γλώσσα μιλάμε.
Τι άλλο να περιμένουμε για τη νέα χρονιά; Ξέρουμε ότι ετοιμάζετε την παράσταση "Εσύ, η ζωώδης μηχανή”, μια σκηνική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου της Ελένης Σικελιανός.
Η επόμενή μας παραγωγή είναι η μεταφορά από το βιβλίο της Σικελιανός. Σε σκηνοθεσία της Τώνιας Ράλλη. Είναι μια υπέροχη πρόταση και εργαζόμαστε πυρετωδώς για το νέο αυτό εγχείρημα, συν του ότι είναι και μια υπέροχη ευκαιρία να συναντήσουμε από κοντά, καλλιτεχνικά αλλά και εκτός χώρου αυτήν την σπουδαία γυναίκα και καλλιτέχνη. Είναι τιμή και ένα σημαντικό momentum για την ομάδα μας. Τώρα, πέρα από αυτό, ετοιμαζόμαστε για την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2024, ένας προγραμματισμός που δεν έχει λήξει ακόμη μιας και τα πράγματα είναι κάπως ρευστά. Πάντως φιλοδοξούμε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα χρονιά με έντονο το ελληνικό στοιχείο – η αρχή γίνεται με την Σικελιανός. Προχωράμε ακάθεκτοι και αμετανόητοι.
Περισσότερες πληροφορίες
1975
Όλα ξεκινούν μια συνηθισμένη νύχτα του Απριλίου σε μια συνοικιακή ντισκοτέκ, εν έτει 1975, όταν μια παρέα επιχειρεί να θέσει σε εφαρμογή το αισιόδοξο σχέδιό της που δεν είναι άλλο από το να φτιάξει την ελληνική εκδοχή της «Εμμανουέλας» του Ζιστ Ζεκίν, μετά τη λογοκρισία που δέχτηκε η ταινία στις αίθουσες της Γαλλίας. Ο ερχομός ενός διάσημου φιλοξενούμενου των εφημερίδων και των μέσων ενημέρωσης της εποχής γίνεται ο βασικότερος παράγοντας στην έκρηξη των γεγονότων που θα ακολουθήσουν, βγάζοντας στην επιφάνεια τα κρυφά όνειρα και τις αγωνίες τους. Μια παράσταση θεάτρου ντοκουμέντο, που πλέκεται με στοιχεία μυθοπλασίας, και, υπό το πρίσμα της μαύρης κωμωδίας, εξερευνά την εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης στη συντηρητική Ελλάδα, κλείνοντας το μάτι στην αρχή της Μεταπολίτευσης.
Τούνδρα
Μια παράσταση-σχόλιο πάνω στις σύγχρονες συνθήκες επιβίωσης με κεντρικά πρόσωπα τρεις υπαλλήλους και τον εργοδότη τους, που διαδραματίζεται σε ένα εγκαταλειμμένο γραφείο στον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη που ανήκει σε μια μεγάλη κτηματομεσιτική εταιρεία. Οι τέσσερις τους περνούν την τελευταία τους νύχτα στο εγκαταλειμμένο πλέον γραφείο σε έναν ακαθόριστο και ταυτόχρονα οικείο χωροχρόνο, κάνοντας τον απολογισμό τους. Το αποτέλεσμα είναι ένα σκηνικό παιχνίδι επιδόσεων και επιβίωσης χωρίς ηθικούς φραγμούς, που εξελίσσεται λίγο πριν η εταιρεία μετακομίσει σ’ έναν άλλο τόπο, για να οργώσει "τη νέα γη της επαγγελίας".