Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 85 ετών ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Ο σπουδαίος ηθοποιός, σκηνοθέτης και δάσκαλος γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1938 στην Αθήνα και φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Η πρώτη του εμπειρία στο σανίδι ήρθε το 1959 με τους θρυλικούς "Όρνιθες" του Αριστοφάνη στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, όντας ακόμη πρωτοετής σπουδαστής. Έκτοτε ο "σερ" του ελληνικού θεάτρου χάρισε στο κοινό αμέτρητες εμβληματικές ερμηνείες σε μια πορεία που απλώθηκε σε περισσότερα από πενήντα χρόνια. "Είναι μοναχικός και ανηφορικός ο δρόμος του θεάτρου" είχε δηλώσει κάποτε, παρόλα αυτά δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει σκληρά και να ψάχνει το δικό του φωτεινό μονοπάτι.
Υπήρξε μάλιστα ένας από τους πιο πολυβραβευμένους καλλιτέχνες που διακρίθηκε στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού του Αθηνοράματος με πέντε συνολικά βραβεία ανδρικής ερμηνείας: για το "Τίμημα" του Άρθουρ Μίλερ (2018), η τελευταία του εμφάνιση στο θεατρικό σανίδι σε σκηνοθεσία της κόρης του Ιωάννας Μιχαλακοπούλου, το "Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές" του Ρόμπερτ Μπολτ (2015), σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, για το "Ντα" του Χιου Λέοναρντ (2007) με τη δική του σκηνοθετική ματιά και τέλος για το "Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην” του Τζεφ Μπάρον για το οποίο βραβεύτηκε το 2013 αλλά και το 2000 στην πρώτη του προσέγγιση πάνω στο έργο, για την οποία απέσπασε επίσης τρίτο βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης παράστασης.
"Το θέμα είναι τι κάνεις εσύ ως ηθοποιός. Η μόστρα είναι πολύ εύκολη -δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα εκφραστικά σου μέσα. Τη δυνατότητα άσκησης σου τη δίνουν μόνο τα μεγάλα κείμενα".
Σε συνέντευξή του στο "α” το 2013 έδινε τη δική του συμβουλή στους νεώτερους ηθοποιούς: "Κι αν πάνω στη σκηνή έρθει η αποτυχία, θα πρέπει να σκεφτούν πως είναι συστατικό της επιτυχίας. Στο θέατρο είναι σαν να βρίσκεσαι σε κανό και να ταξιδεύεις, δεν υπάρχει ταξίδι χωρίς κινδύνους, μπορεί να συμβούν και ναυάγια. Αυτά σε κάνουν πιο δυνατό”. Όσο για το αν ο ηθοποιός χρειάζεται κάποια μέθοδο, έχει δηλώσει σε κοινή συνέντευξή του με τον Γιώργο Μοσχίδη το 2014: "Δεν υπάρχει μέθοδος, ο καθένας προχωρά με τον οπλισμό του. Το θέμα είναι η άσκηση. Αν δεν πέσεις στα δύσκολα, αν δεν μπορείς να ανοίξεις τα προσωπικά σου παράθυρα, θα καταλήξεις στις ευκολίες σου. Κι εγώ με τις ευκολίες μου ξεκίνησα αλλά σιγά-σιγά μπήκα σε άλλους δρόμους. Αν δεν συγκρουστείς με τον ίδιο τον εαυτό σου και με τα εκφραστικά σου μέσα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πρέπει να δώσεις αυτή τη μάχη και αυτό γίνεται μέσα από κάποια κείμενα. Αν είναι έργα πλάκας, μπορεί να είσαι πολύ ωραίος και πολύ ενδιαφέρων, αλλά παραμένεις σε πράγματα εύπεπτα. Ίσως να μην είναι κακό για τον κόσμο αυτό αλλά το θέμα είναι τι κάνεις εσύ ως ηθοποιός. Η μόστρα είναι πολύ εύκολη -δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα εκφραστικά σου μέσα. Τη δυνατότητα άσκησης σου τη δίνουν μόνο τα μεγάλα κείμενα".
Στο συλλυπητήριο μήνυμά της για την απώλεια του Γιώργου Μιχαλακόπουλου η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε: "Η απώλεια του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, που μας άφησε μετά από μια πορεία έξι δεκαετιών στη σκηνή και την οθόνη, αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον χώρο της Τέχνης. Απόφοιτος της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και μαθητής του Καρόλου Κουν, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος διέγραψε μια μετεωρική διαδρομή, αξιοποιώντας στο έπακρο το πηγαίο χάρισμά του και τα, άμεσα αναγνωρίσιμα, μοναδικά εκφραστικά του μέσα. Η τροχιά του στην Τέχνη ήταν παραδειγματική. Δεν μας χάρισε μόνο ερμηνείες αναφοράς, μας κληροδότησε επίσης ένα υπόδειγμα ολοκληρωμένου καλλιτέχνη, φάρο για τις επόμενες γενιές. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ήταν ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος και ένας ακάματος εργάτης του θεάτρου, με προσήλωση και διαρκή πάλη με το κείμενο, αλλά και αφοσίωση στην εξαντλητική επεξεργασία και την τελειοποίηση των σκηνικών του τεχνικών.
Αξέχαστα παραμένουν, επίσης, τα επιλεκτικά περάσματά του από τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Ιδίως, η συμμετοχή του τη δεκαετία του 1970, μαζί με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, σε κείμενα του Κώστα Μουρσελά και σκηνοθεσία του Κώστα Κουτσομύτη, στη σειρά "Εκείνος κι Εκείνος" έδωσε στο κοινό μια ανάσα ελπίδας, με τη διαβρωτική έμμεση κριτική της στη Χούντα. Ο ίδιος υπήρξε, άλλωστε, ενεργός πολίτης, που ασχολήθηκε με τα κοινά στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού και δεν απέφυγε ποτέ την αιχμηρή δημόσια παρέμβαση.
Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ευτύχησε, παρά τις αγωνίες, τον πόνο και τις ανασφάλειες που συνοδεύουν την πορεία του ηθοποιού, όπως έλεγε ο ίδιος, να κατακτήσει από νωρίς τον έπαινο των ομοτέχνων του και τον θαυμασμό του κοινού. Παρέμεινε, όμως, μέχρι το τέλος ένας βαθιά φιλοσοφημένος και ευαίσθητος άνθρωπος, με την προσήλωση στην Τέχνη να συμβαδίζει με τη συνείδηση του ανήσυχου πολίτη.
Στη σύζυγό του Αθηνά, συνοδοιπόρο του στο σανίδι και τη ζωή, τις κόρες τους και τους αμέτρητους φίλους του απευθύνω τα θερμά μου συλλυπητήρια”.
Τα highlights της πορείας του στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο
Ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στον θίασο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ και αργότερα συνεργάστηκε με τον θίασο του Κώστα Μουσούρη ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους μεγάλων συγγραφέων, όπως ο Άντον Τσέχοφ και ο Μολιέρος. Ειδικά στην παράσταση "Δον Ζουάν", το 1968, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος εντυπωσίασε με την ερμηνεία του στον ρόλο του Σγαναρέλου. Το 1973 ίδρυσε το Θέατρο Σάτιρας και έπαιξε, μεταξύ άλλων, στα έργα: "Ω, τι κόσμος μπαμπά" του Κώστα Μουρσελά, "Συνεργός" του Φρίντριχ Ντίρενματ, "Βλαβερές συνέπειες του καπνού" του Τσέχοφ. Το 1981 οργάνωσε στις φυλακές Κορυδαλλού το θεατρικό εργαστήρι με κρατούμενους.
Στο θέατρο είχε εμφανιστεί στις παραστάσεις "Εγκλημα και Τιμωρία", "Ο θάνατος του εμποράκου", "Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν" και "Το τίμημα".
Ως θεατρικός σκηνοθέτης διηύθυνε αρκετά έργα, ανάμεσα στα οποία: "Τα παιδιά στο Δάσος του Ρομπέν" του Τζον Κρόκερ, "Εκκλησιάζουσες" και "Λυσιστράτη" του Αριστοφάνη, "Ο θάνατος του Εμποράκου" του Άρθουρ Μίλερ, "Επιστάτης" του Χάρολντ Πίντερ.
Το τηλεοπτικό κοινό τον γνώρισε και τον λάτρεψε στην εμβληματική σειρά του Κώστα Κουτσομύτη "Εκείνος και Εκείνος" (1972), όπου ερμήνευσε τον ρόλο του "Σόλωνα" πλάι στον "Λουκά" του Βασίλη Διαμαντόπουλου.
Στον κινηματογράφο έπαιξε σε αρκετά έργα, κάνοντας το κινηματογραφικό ντεμπούτο του το 1964, ερμηνεύοντας δεύτερους ρόλους στις ταινίες "Οι Φτωχοδιάβολοι", "Ο πολύτεκνος" και "Φεύγω με πίκρα στα ξένα".
Ένας από τους χαρακτηριστικούς ρόλους του ήταν ο "ποιητής Φανφάρας" στην ταινία "Ξύπνα Βασίλη" του Γιάννη Δαλιανίδη (1969). Συμμετείχε, επίσης, μεταξύ άλλων, στις ταινίες "Η ωραία του κουρέα" του Ντίνου Δημόπουλου (1969), "Ένας ιππότης για τη Βασούλα" του Γιάννη Δαλιανίδη (1968), "Ένα γελαστό απόγευμα" του Ανδρέα Θωμόπουλου (1979), "Το βλέμμα του Οδυσσέα" του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1995), το "Φράγμα" του Δημήτρη Μακρή (1982). Αξέχαστη ήταν και η ερμηνεία του στη βραβευμένη ταινία "Ο Κύριος με τα Γκρι", του Περικλή Χούρσογλου, το 1997.
Είχε τιμηθεί με το πρώτο βραβείο ανδρικού ρόλου "Κάρολος Κουν” και το βραβείο "Αιμίλιος Βεάκης". Υπήρξε καθηγητής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και δίδαξε στο Τμήμα Θεάτρου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διατέλεσε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων κατά την περίοδο 1974-1986 και αντιπρόεδρος του ΚΕΘΕΑ.
Βιογραφικές πληροφορίες: ΑΠΕ-ΜΠΕ