"Θέλαμε πολύ καιρό να ανεβάσουμε το έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου αλλά το αποφασίσαμε όταν βρήκαμε την Κοντέσσα Βαλέραινα στο πρόσωπο της Νένας Μεντή, της καλύτερης ίσως ελληνίδας ηθοποιού" είπε ο Θρασύβουλος Γιάτσιος, καλλιτεχνικός σήμερα Διευθυντής του "Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού" καθώς μας υποδέχθηκε στο Θέατρον του Κέντρου Πολιτισμού "Ελληνικός Κόσμος", όπου ανεβαίνει από τις 20 Δεκεμβρίου η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας παίρνοντας τον λόγο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία που έχει στις μέρες μας η στήριξη του ελληνικού έργου, ειδικότερα σε έναν χώρο όπως αυτός του Κέντρου Πολιτισμού "Ελληνικός Κόσμος", αλλά και γενικότερα, καθότι το θεωρεί παραμελημένο.
"Ας προστατεύσουμε το ελληνικό έργο!”
Το ελληνικό έργο χρειάζεται τη στήριξή μας αλλά και τον επαναπροσδιορισμό καθότι ο Ξενόπουλος, για παράδειγμα, ταυτίστηκε μαζί με πολλούς άλλους με μια ξεπερασμένη ηθογραφία και πετάχτηκε στα σκουπίδια” είπε χαρακτηριστικά ο Ζούλιας τονίζοντας, όπως και οι περισσότεροι από τους συντελεστές στη συνέχεια, πόσο σύγχρονο τους φαίνεται το έργο και πόσο τους σοκάρει κάθε φορά που συνειδητοποιούν ποτέ ακριβώς γράφτηκε.
"Δεν νιώσαμε ποτέ ότι είναι παλιό ή ξεπερασμένο”. Ως προς το ανέβασμα, όπως είπε ο Ζούλιας, η πρόθεση τους ήταν να μείνουν όσο γίνεται πιο πιστοί στο κείμενο χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι οι ηθοποιοί δεν παίζουν με σύγχρονο τρόπο. Το έργο δικαίως θεωρείται κατά τον Ζούλια ένα πατριωτικό έργο, όπως το χαρακτήριζε ο Ξενόπουλος, αφού η οικογένεια σε ξεπεσμό και κρίση που παρουσιάζει "θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα” που ζει μόνο με δάνεια και βρίσκεται σε πνευματική κρίση ταυτόχρονα με την οικονομική.
Το έργο αφορά τη σύγκρουση της Κοντέσσας πεθεράς που μένει πίστη στο παλιό, στις αξίες και τον ιδεαλισμό και της νύφης που αντιπροσωπεύει το νέο, τον ορθολογισμό, την άνοδο της αστικής τάξης καθώς ο καπιταλισμός διαρθρώνεται.
"Μετά από 25 χρόνια στο θέατρο πρώτη φορά είπα ότι έχω υποτιμήσει το συγκεκριμένο κείμενο. Μου φαίνεται αναγκαίο, όχι απλώς επίκαιρο. Ακόμα και για όποιον διαφωνεί με τη Βαλέραινα δεν μπορεί παρά να θαυμάσει το ανυποχώρητο του χαρακτήρα της, τον τρόπο με τον οποίο μένει πιστή στις αξίες της ακόμα κι αν έρχεται ένας καινούργιος κόσμος. Αυτό είναι χρήσιμο να ειπωθεί στις συνθήκες που ζούμε” συνέχισε ο Ζούλιας.
Θεωρώντας πώς με την Νένα Μεντή ο τρόπος που έχουν συμπορευτεί όλα αυτά τα χρόνια έχει χτίσει μια "αγωγή” που αφορά από το πώς είναι η πρόβα μέχρι τη σχέση πλατείας και σκηνής, ο Ζούλιας σημείωσε ότι στόχος είναι και αυτή η παράσταση να ακουμπά το μέσο θεατή. "Ας προστατεύσουμε το ελληνικό έργο!” είπε κλείνοντας, τονίζοντας την πολύ μεγάλη πίστη της συγκεκριμένης δουλειάς στο κείμενο σε μια εποχή που δυστυχώς κατά τη γνώμη του "οι άνθρωποι του θεάτρου απομακρυνονται από το κείμενο”.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και "το καλύτερο έργο της ζωής του"
Ο ίδιος ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έχει χαρακτηρίσει "Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας" ως "το καλύτερο έργο της ζωής του". Όπως έχει γράψει ο συγγραφέας "Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας το συνέλαβα νέος, το έγραψα άντρας, το ξανάγραψα μεσόκοπος, το τελείωσα σχεδόν γέρος. Είναι το έργο όλης μου της ζωής”. Όσο δούλευε το έργο ο Ζούλιας ανακάλυπτε την τεράστια αξία του. "Τη διαχρονική, την παγκόσμια” όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. "Γιατί με αυτό το έργο, ο σπουδαίος συγγραφέας εισβάλλει στο θέατρο των ιδεών. Στο θέατρο δηλαδή που έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο, απέναντι στην κοινωνία και τα μεγάλα της θέματα. Όπως ο Τσέχοφ και ο Ίψεν έτσι και εδώ ο Ξενόπουλος αναδεικνύει κάτω από τις λέξεις και τις συμπεριφορές των ηρώων του, μια μεγάλη ιδεολογική σύγκρουση. Από τη μία πλευρά στέκει ο παλιός ρομαντικός κόσμος των αξιών και της παράδοσης και από την άλλη το ορθολογικό υλιστικό πνεύμα του μέλλοντος. Το ένδοξο παρελθόν θα πεθάνει μπροστά στην αναγκαία γέννηση ενός σύγχρονου κόσμου, που έχει στο κέντρο του το χρήμα. Οι αρχές και οι αξίες δοκιμάζονται και από τις δύο πλευρές. Οι άνθρωποι λυγίζουν. Άλλοι κάτω από το βάρος της δύσκολης επιβίωσης και η άλλη, η μοναχική Βαλέραινα, από το βάρος του ιερού καθήκοντος. Της τιμής και της υπόληψής της. Ο θεσμός της οικογένειας γίνεται η άγρια αρένα για το ποιος θα νικήσει, σε αυτή τη σπαρακτική σύγκρουση.
"Το "Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας" το συνέλαβα νέος, το έγραψα άντρας, το ξανάγραψα μεσόκοπος, το τελείωσα σχεδόν γέρος. Είναι το έργο όλης μου της ζωής”.
Η άνοδος του καπιταλισμού και η αστική τάξη που διαμορφώνονταν τότε, έγιναν η βάση της ανησυχίας και του προβληματισμού του Ξενόπουλου. Πού πάει ο κόσμος και με ποιο αξιακό σύστημα θα πορευτεί; Πολλοί μελετητές του έργου του πιστεύουν, πως η Βαλέραινα είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Αν και μεσοαστός, μέσα σε αυτό το έργο κλείνει την ενοχή και τη νοσταλγία ταυτόχρονα για έναν κόσμο που χάνεται. Η κοινωνία του Ξενόπουλου αλλάζει γρήγορα. Αποκτά νέες προτεραιότητες. Νέα ήθη και πρότυπα”.
Το αρχικό διήγημα και η πεθαμένη πεθερά που ανασταίνει την ανθρώπινη πλευρά της Κοντέσσας
Ως προς τη γλώσσα κρατήθηκε η "πανελλήνια δημοτική” του έργου, όπως ήταν, βέβαια, πριν 150 χρόνια, ενώ ο Ζούλιας, και αφότου είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει με τη Νένα Μεντή, αποφάσισε να εντάξει στο έργο και κομμάτια από το αρχικό διήγημα του Ξενόπουλου στο οποίο είχε βασιστεί, το οποίο βρήκαν μετά από πολύ έρευνα. Κομμάτια που επιτρέπουν να διαφανεί, πράγμα αναγκαίο για την Μεντή, και μια πιο ανθρώπινη πλευρά της Κοντέσσας, κόντρα στον άκαμπτο ηρωισμό της, την οποία βλέπουμε να σπάει πότε πότε, να αμφιταλαντεύεται, να ελπίζει ότι μπορεί κάτι να αλλάξει, μιλώντας στο φάντασμα της πέθεράς της (Μαριάννα Τουντασάκη).
"Στο ανέβασμα της παράστασης προσπάθησα να αξιοποιήσω το αρχικό υλικό. Το διήγημά του. Έτσι επί σκηνής, έδωσα σάρκα και οστά στην πεθαμένη πεθερά της Βαλέραινας, κρατώντας τη γλώσσα και το πνεύμα του συγγραφέα. Οδηγήθηκα σε αυτή την επιλογή, γιατί είδα πόσο πιο ανθρώπινη γινόταν η ηρωίδα του, πόσο λιγότερο εμβληματική”. - Πέτρος Ζούλιας
Όπως αναφέρει ο Ζούλιας: "Στο ανέβασμα της παράστασης προσπάθησα να αξιοποιήσω το αρχικό υλικό. Το διήγημά του. Έτσι επί σκηνής, έδωσα σάρκα και οστά στην πεθαμένη πεθερά της Βαλέραινας, κρατώντας τη γλώσσα και το πνεύμα του συγγραφέα. Οδηγήθηκα σε αυτή την επιλογή, γιατί είδα πόσο πιο ανθρώπινη γινόταν η ηρωίδα του, πόσο λιγότερο εμβληματική. Στο διήγημα η άκαμπτη κοντέσσα, κάμπτεται. Στο τέλος προδίδει τον όρκο και το μυστικό της. Η διαφορετική αυτή πλευρά του χαρακτήρα της, που την κάνει πιο ανθρώπινη και ευάλωτη, μπροστά στο δίλημμα να πουλήσει ή όχι το ιερό μυστικό της, εντάχθηκε στη παράσταση σαν μια μικρή παρέμβαση του Ξενόπουλου πεζογράφου στον θεατρικό Ξενόπουλο”.
"Σε μια εποχή κρίσης παντός είδους, όπως η δικιά μας, που το ηθικό και αξιακό σύστημα δοκιμάζεται καθημερινά, το έργο στέκει ολοζώντανο, σαν να αναφέρεται στον σημερινό κόσμο. Γιατί το κλασικό είναι και σύγχρονο”, συμπληρώνει ο Ζούλιας αναφέροντας ότι άλλωστε το ηθογραφικό στοιχείο ο Ξενόπουλος το χρησιμοποιεί περισσότερο ως φόντο στο έργο, το οποίο μιλά για ζητήματα που μας αφορούν άμεσα, από την ενδοοικογενειακή βία ως το καθημερινό δίλημμα του μέχρι που μπορεί να φτάσει κανείς για να ξεπουλήσει κάτι από τον εαυτό του. Τέλος, να μην ξεχνάμε ότι "Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας" έχει και πολύ σασπένς σαν αυτό που βλέπουμε σήμερα σε σειρές του Netflix, κατέληξε ο Ζούλιας, κάτι το οποίο υπονοείται ήδη από τον τίτλο του και το περίφημο μυστικό!
Ο λόγος στους πρωταγωνιστές
"Πιστεύουμε ότι μπορούμε να συγκινήσουμε" είπε η Νένα Μεντή παίρνοντας το λόγο μετά τις γενικές επευφημίες και μη χάνοντας ευκαιρία να πειράξει όλους όσους την εκθείασαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου και να χαλαρώσει την ατμόσφαιρα. "Παρόλο που ο ρόλος της Κοντέσσας Βαλέραινας δεν είναι από αυτά που πάντα ήθελα να κάνω ούτε από αυτά τα πιο τρελά που κάνουμε με τον Πέτρο Ζούλια, το έργο έχει να πει σπουδαία πράγματα και είναι τιμή μας που το ανεβάζουμε. Και ως μια παλιά-νέα και ολίγον αναρχική που είμαι” συνέχισε η Μεντή "παρότι ο Ξενόπουλος θεωρείται παλιός, για μένα δεν υπάρχουν παλιοί και νέοι, ούτε συγγραφείς ούτε ηθοποιοί".
Η Βασιλική Τρουφάκου που ερμηνεύει τον ρόλο της Τασίας, της νεαρής νύφης μίλησε για την ανάγκη του τώρα που πρέπει να ικανοποιηθεί μέσω του χαρακτήρα της, του "να επιβιώσεις, να τραφείς, να υπάρξεις στο τώρα ("Μάνα τι μας λες πρέπει να φάμε!”)”, αλλά και για τη δημιουργική αμφισημία που έχει εδώ η σχέση πεθεράς - νύφης πέρα από τα αρχετυπικά στερεότυπα, αφού βασικά αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικούς κόσμους και δύο συστήματα αξιών.
Ο συμπρωταγωνιστής της Νίκος Νίκας (Μανώλης Κόντε Βαλέρης, γιος της Κοντέσσας Βαλέραινας) παρέπεμψε στις συγγένειες που έχει το έργο με αντίστοιχα της ίδιας εποχής του Χένρικ Ίψεν και βέβαια, τον "Βυσσινόκηπο” του Αντόν Τσέχοφ, εστιάζοντας στους λίγους που παίρνουν το ρίσκο να πολεμήσουν ενάντια στην εποχή τους. Χαρακτήρησε τον χαρακτήρα του Κόντε Βαλέρη, ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα στην καθημερινότητα και στις αξίες που του έχει δώσει η μητέρα του, προσπαθώντας να διαχειριστεί και συναισθηματικά τη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο γυναίκες, ιδιαίτερα σύνθετο και δήλωσε ότι είναι ευλογία να τον προσπαθήσει.
Ιδιαίτερη μνεία έγινε στην πρωτότυπη μουσική του Μίνωα Μάτσα, αλλά και το τραγούδι που έγραψε για την παράσταση, το "Μυστικό σου" σε στίχους της Σοφίας Καψούρου και ερμηνεία του Γιώργου Λόξα. "Η μουσική μου ακολουθεί το όραμα του σκηνοθέτη και της παράστασης. Προσπαθώ πάντα να μεταφράζω τις κουβέντες μου με τον σκηνοθέτη και το κείμενο σε μουσική” είπε ο Μάτσας προσθετοντας: "Έχει ένα λυρισμό η μουσική που έχω γράψει, αγαπάω τους χαρακτήρες. Πρόκειται για μια μουσική άχρονη, όπως και το έργο, αφού αυτά που περιγράφει συνέβησαν, συμβαίνουν και, δυστυχώς θα συμβαίνουν.”
Αντίστοιχα άχρονα αλλά με το άρωμα της εποχής, χωρίς να είναι μουσειακά μας αποκάλυψε ότι θα είναι τα κουστούμια της παράστασης ο Νίκος Χαρλαύτης.
Τον εκλεκτό θίασο συμπληρώνουν οι ηθοποιοί Δημήτρης Καπετανάκος, Δημήτρης Αριανούτσος, Μαριάννα Τουντασάκη, Γιώργος Λόξας, Φαίη Φραγκαλιώτη, Άννα-Μαρία Κατσουλάκη. Τον ρόλο της Όρσολας υποδύεται η Μαρία Κανελλοπούλου.
Τα σκηνικά είναι της Μαρίας Φιλίππου και οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχας ενώ βοηθός σκηνοθέτη είναι η Μαριάννα Τουντασάκη και το πρόγραμμα έχει επιμεληθεί ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης.
Στη Ζάκυνθο των Βαλέρηδων: Λίγα λόγια για το έργο
Το έργο διαδραματίζεται στη Ζάκυνθο και αποτελεί τη θεατρική διασκευή ενός μικρού θεατρικού διηγήματος, με τον ομώνυμο τίτλο. Στην άλλοτε αρχοντική οικογένεια των Βαλέρηδων, μόνο η γριά Βαλέραινα γνωρίζει τη συνταγή που γιατρεύει μια αρρώστια των ματιών. Έχει ορκιστεί, ότι θα την κρατήσει μυστική και θα παρέχει το φάρμακο αφιλοκερδώς, σε όποιον το έχει ανάγκη. Μόνο από Βαλέραινα σε Βαλέραινα μπορεί να κληρονομηθεί το γιατρικό, η παράδοση του οποίου κρατάει πάνω από διακόσια πενήντα χρόνια και για να τεθεί σε ισχύ θα πρέπει να δοθεί πριν πεθάνει η Βαλέραινα.
Η φτώχεια όμως έρχεται να κλονίσει την οικογένεια και να δοκιμάσει τη στάση των ηρώων απέναντι στο χρήμα και τις ηθικές αξίες. Η Βαλέραινα δέχεται σωρεία δελεαστικών προτάσεων για την πώληση του μυστικού. Μία εσωτερική πάλη μεταξύ ανάγκης και ηθικού χρέους ξεκινάει, με το γιατρικό να αποτελεί την αιτία σύγκρουσης των ηρώων και τον Ξενόπουλο να δίνει μία μεγαλοφυή λύση.
Η στάση των ηρώων απέναντι στα ηθικά ιδεώδη αποτελεί τον κεντρικό άξονα του ζακυνθινού, γεμάτου σασπένς και με ανατροπές, αστικού δράματος. Στις δύσκολες στιγμές, η αξία της τιμής και της αξιοπρέπειας έρχεται αντιμέτωπη με την ανάγκη και το χρήμα. H απόφαση της Κοντέσσας Βαλέραινας είναι καθοριστική για το μέλλον της οικογένειας των Βαλέρηδων. Το ζήτημα που θίγει ο Ξενόπουλος στο έργο του παραμένει επίκαιρο, με την αρετή της αξιοπρέπειας από τη μία πλευρά και τη διαφθορά του χρήματος από την άλλη να βρίσκονται στο επίκεντρο του έργου.
Σπουδαίες ηθοποιοί του ελληνικού θεάτρου, όπως η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη και η Άννα Συνοδινού έχουν ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και το έργο έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία.
Η σκηνική οικονομία ενός "βαθιά Ελληνικού” έργου: Με τα λόγια του Γρηγόριου Ξενόπουλου
"Ό,τι μ’ αρέσει προπάντων σ’ αυτό, είναι η ευγένεια κι η πρωτοτυπία του μύθου, -ποτέ μου δεν ξαναβρήκα θέμα παρόμοιο ούτε στη Φιλολογία μας υπάρχει, ούτε στο ξένο Θέατρο θα μπορούσε κανείς να βρει εύκολα κάτι που να του μοιάζη- κι η αυστηρότης, η συμμετρία της δραματικής μορφής. Είναι κάτι βαθιά Ζακυνθινό, μα συγχρόνως και βαθιά Ελληνικό. Και μπόρεσα να το σφικτοδέσω, να το βάλω όλο σε μιά μεγάλη πράξη, χωρισμένη απλά και φυσικά σε τρία μικρά μέρη, γιατί το δράμα αρχίζει το πρωΐ, στον ίδιο πάντα τόπο, τελειώνει το βράδυ. Εκείνο που λέμε "σκηνική οικονομία" σε κανένα μου έργο δε φαίνεται τελειότερο· και μπορεί κανείς να προσέξη μόνο στα μπαινοβγάλματα των προσώπων στη σκηνή που είναι ο σκόπελος όχι μόνο των αρχαρίων…
Έπειτα δεν έχει ούτε μια λέξη παραπάνω, που να μη χρειάζεται δηλαδή απολύτως στην εξέλιξη του μύθου, στην πρόοδο του δράματος και συγχρόνως στο χαρακτηρισμό των προσώπων. Όλ’ αυτά χωρίς περιττό στολίδι, χωρίς θεατρικό κόλπο κανένα. "Με τα λιτότερα δραματικά μέσα", παρατηρεί ένας κριτικός…" Γρηγόριος Ξενόπουλος, Από τον Πρόλογον του 1918
Περισσότερες πληροφορίες
Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας
Το αριστούργημα της νεοελληνικής δραματουργίας πραγματεύεται τον οικονομικό ξεπεσμό της οικογένειας των Βαλέρηδων και την πάλη της γριάς Βαλέραινας ανάμεσα στο ηθικό χρέος και το χρήμα. Το έργο διαδραματίζεται στη Ζάκυνθο και αποτελεί τη θεατρική διασκευή ενός μικρού θεατρικού διηγήματος, με τον ομώνυμο τίτλο. Στην άλλοτε αρχοντική οικογένεια των Βαλέρηδων, μόνο η γριά Βαλέραινα γνωρίζει τη συνταγή που γιατρεύει μια αρρώστια των ματιών. Έχει ορκιστεί, ότι θα την κρατήσει μυστική και θα παρέχει το φάρμακο αφιλοκερδώς, σε όποιον το έχει ανάγκη. Μόνο από Βαλέραινα σε Βαλέραινα μπορεί να κληρονομηθεί το γιατρικό, η παράδοση του οποίου κρατάει πάνω από διακόσια πενήντα χρόνια και για να τεθεί σε ισχύ θα πρέπει να δοθεί πριν πεθάνει η Βαλέραινα. Η φτώχεια όμως έρχεται να κλονίσει την οικογένεια και να δοκιμάσει τη στάση των ηρώων απέναντι στο χρήμα και τις ηθικές αξίες.