Ποια είναι τα ξεχωριστά στοιχεία που έχει το "Γάλα", τα οποία σας οδήγησαν στο να το ανεβάσετε;
Μάνος Καρατζογιάννης: Ο ζεστός μαλακός λόγος του. Η "γαλακτώδης" γραφή του που σου ζεσταίνει την ψυχή και σου μαλακώνει το στομάχι. Παράλληλα με ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ τσεχοφικής καταγωγής. Είναι ένα κλασικό έργο "Το γάλα", με άπειρες ευαισθησίες. Κάθε ε ή α, κάθε σημείο στίξης του είναι αποτέλεσμα μελέτης ή έμπνευσης του συγγραφέα σχεδόν μεταφυσικής. Είναι μια πολύ σημαντική στιγμή για το νεοελληνικό έργο.
Ερμίνα Κυριαζή : Το "Γάλα" του Βασίλη Κατσικονούρη είναι ένα έργο-σταθμός στην ελληνική δραματουργία. Αποτελεί μια μαγική στιγμή έμπνευσης και βαθιάς εξομολόγησης που συντηρεί τον αρχετυπικό κώδικα σε μια τόσο σύγχρονη και βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Είναι πάντα πρόκληση να ανεβαίνουν τέτοια σπουδαία έργα.
Τι πιστεύετε ότι έχει να πει στην ελληνική κοινωνία του 2023 και πόσο πιστεύετε ότι αυτή έχει αλλάξει από το 2006, οπότε πρωτοανέβηκε "Το γάλα" στο Εθνικό Θέατρο;
Ε.Κ.: Είναι έργο διαχρονικό, δεν προσδιορίζεται και δεν ορίζεται από κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις όπως όλα τα μεγάλα ανθρωποκεντρικά έργα. Στην κοινωνία του σήμερα -που δεν ήταν και πολύ διαφορετική από του χτες- πάντα θα μας απασχολούν θέματα αποκλεισμού, περιθωριοποίησης, καθωσπρεπισμού, στέρησης δικαιωμάτων και ελευθερίας προσωπικής και κοινωνικής.
"Όλοι κουβαλάμε κάτι από τα αδέρφια του έργου μέσα μας. Κι όλοι θα αναζητάμε ένα ποτήρι γάλα, λίγο ζεστό, μαλακό"
Μάνος Καρατζογιάννης
Τα πολλαπλά ανεβάσματα ενός έργου αποδεικνύουν και τη σπουδαιότητα του, δεν είναι κατ’ εμέ πότε συγκριτικός ο τρόπος. Δεν μπορεί να υπάρχει σύγκριση, είναι όπως με τους ρόλους και τις πολλαπλές αναγνώσεις και προσεγγίσεις τους. Ο καθένας από μας επιλέγει ένα όχημα ανάλογα με το "ψυχικό του διυλιστήριο", με τις καταγεγραμμένες εμπειρίες στη φαρέτρα του και δημιουργεί τον ανάλογο "κόσμο".
Μ.Κ.: Μα σήμερα η τρυφερότητα που υποβάλλει το έργο είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Άλλωστε, με τόσους πολέμους γύρω μας ο κόσμος, ο νοήμων τουλάχιστον, έχει συνειδητοποιήσει, ή οφείλει τουλάχιστον, ότι εν δυνάμει είμαστε όλοι πρόσφυγες. Η επιτυχία του Κατσικονούρη βέβαια είναι ότι μέσα από αυτούς τους ήρωες, τους μοιρασμένους ανάμεσα σε δυο πατρίδες και γλώσσες, καταφέρνει να φωτίσει περισσότερο τα δεινά και τα πάθη της ελληνικής οικογένειας και της κοινωνίας. Η μικρή αυτή απόσταση, αυτό το μοιραίο σχίσμα είναι που του το επιτρέπουν.
Περιγράψτε μας με λίγα λόγια τον ρόλο σας. Με ποιον τρόπο καταφέρατε να τον προσεγγίσετε;
Μ.Κ.: Σκέφτεται συνέχεια κάτι άλλο, πως θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο η ζωή του. Ή να υπήρχε ένας άλλος τρόπος να τη ζει. Μέσα από τα τραγούδια των Ελλήνων για την ξενιτιά έρχεται πιο κοντά στην πατρίδα του. Σε εκείνα τα δέντρα που χάζευε όταν ήταν μικρός που είχε αρρωστήσει. Θα ήθελε να ξεχάσει ή να μη θυμάται συνέχεια. Του έλλειψε το πατρικό χάδι. Το παράδειγμα. Μιλάει μέσα από αλληγορίες και χαμογελάει σαν τον Παραστάτοφ. Και επιμένει να περιμένει μέχρι το τέλος...
Διάβασα το έργο πολλές φορές και συνεχίζω ακόμα και τώρα που έχει ανέβει η παράσταση. Όχι το ρόλο μου, το έργο. Το έργο μου υπέδειξε τον τρόπο και μου αποκάλυψε το πρόσωπο. Είναι σπουδαίο. Από μόνο του. Γι’ αυτό και έχει μια πλατιά μυθολογία που περιλαμβάνει την ατμοσφαιρική εκείνη πρώτη παράσταση του Μαστοράκη, τη μεγάλη επιτυχία της Άννας Βαγενά, παραστάσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό και βέβαια την κινηματογραφική του μεταφορά.
Σε μια εποχή που συνεχώς αλλάζει, μήπως όλοι μοιάζουμε με τα δύο αδέρφια του έργου, που αντιμετωπίζουν την ανατροπή της ζωής τους με αντίθετους τρόπους;
Ε.Κ.: Η ομοιότητα της καθημερινότητάς μας και οι ανατροπές στη ζωή σίγουρα έχουν κοινά με την ιστορία των δύο αδερφών που κατά βάση, αλλά με άλλο πρόσημο βιώνουν τη ματαιότητα από διαφορετικό πρίσμα. Υπάρχει όμως η ειδοποιός διαφορά και αυτή τονίζεται σε αυτό το εμβληματικό έργο του Κατσικονούρη: "Όλα είναι θέμα επιλογών". Αρκεί να έχουμε τη ζωή στα χέρια μας.
"Αν δε φροντίσουμε τον κόσμο εντός μας, αν δεν αποκτήσουμε επίγνωση των τραυμάτων μας, τότε κινδυνεύουμε"
Ερμίνα Κυριαζή
Μ.Κ.: Είναι σαν να είναι ένα πρόσωπο αυτά τα αδέλφια που έζησαν τα ίδια το σχίσμα όπως κι οι πατρίδες τους: η πρώην Σοβιετική Ένωση και μ’ έναν τρόπο και η σύγχρονη Ελλάδα. Όλοι κουβαλάμε έναν "Αντώνη" κι έναν "Λευτέρη" μέσα μας (τα ονόματα των δύο αδερφών που πρωταγωνιστούν στο έργο). Κι όλοι θα αναζητάμε ένα ποτήρι γάλα, λίγο ζεστό, μαλακό.
Πώς πιστεύετε ότι επιδρούν σε ένα άτομο οι πολλαπλοί αποκλεισμοί, όπως ο χαρακτήρας του Λευτέρη: ξένος, με οικονομικά αλλά και ψυχιατρικά προβλήματα;
Μ.Κ.:Είναι σα να μην σταματάει ποτέ η προσφυγιά... Το κύριο βέβαια είναι η αποδοχή, η αγάπη. Η έλλειψή της είναι που, αν δε δημιουργεί, επιτείνει τα παραπάνω προβλήματα, στο έργο μας μάλιστα δραματικά.
Ε.Κ.: Οι πολλαπλοί αποκλεισμοί όπως στην περίπτωση του Λευτέρη επιβαρύνουν τόσο το ψυχισμό όσο και την κοινωνικοποίηση του. Εγκλωβίζεται στον ίδιο του τον εαυτό και αισθάνεται αδύναμος να αποδράσει από ό,τι τον επιβαρύνει. Η κοινωνία δεν αποτελεί για αυτόν ασφαλές μέρος και οι δικοί του άνθρωποι, στην προσπάθεια τους να βοηθήσουν, ενίοτε κάνουν λάθη και φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Μιας και μιλάμε για τον χαρακτήρα του Λευτέρη, πώς πιστεύετε ότι μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να προστατέψει τη ψυχική του υγεία; Η τέχνη του θεάτρου μπορεί να βοηθήσει σε αυτό;
Ε.Κ.: Η ψυχική υγεία του καθενός από μας κλονίζεται πολύ πιο εύκολα από αυτό που φανταζόμαστε… Ο εγκλεισμός μας λόγω κορωνοϊού λόγου χάριν απέδειξε περίτρανα πως όλοι ανεξαιρέτως κρεμόμαστε από μια κλωστή. Αν δε φροντίσουμε τον κόσμο εντός μας, αν δεν αναπτυχθούμε πνευματικά και ψυχικά, αν δεν αποκτήσουμε επίγνωση των τραυμάτων μας, αν δε μας φροντίσουμε, τότε κινδυνεύουμε. Η τέχνη, και συγκεκριμένα το θέατρο, πάντα αποτελούσε τόπο δεκτικότητας, εκεί μπορούμε να εναποθέσουμε βαθιές και πολύπλοκες ανάγκες χωρίς να αισθανόμαστε ένοχοι. Μπορούμε να απαλλαγούμε από δεινά και φόβους και να αισθανθούμε πως ανήκουμε.
Μ.Κ.: Εμένα μ’ έσωσε το θέατρο. Προσωπικά πιστεύω ότι, όπως υποστήριζε ο ψυχίατρος και πεζογράφος Γιώργος Χειμωνάς, "η τέχνη είναι ό,τι απέμεινε από τον Θεό". Είναι ό,τι πιο ουσιαστικό στη ζωή του ανθρώπου σήμερα, γιατί ακριβώς σε μια εποχή όπου κυριαρχεί το χρήμα και η τεχνολογία, φέρνει ξανά στο κέντρο τον άνθρωπο.
Είναι δύσκολη διαδικασία το να παίζετε και ταυτόχρονα να σκηνοθετείτε (το τελευταίο μάλιστα από κοινού);
Μ.Κ.: Άλλοτε ναι κι άλλοτε όχι. Εδώ βέβαια ήμουν τυχερός γιατί είχα την Ερμίνα με την οποία μοιραστήκαμε τη σκηνοθεσία, αξιόλογους συναδέλφους – φίλους από παλιά – καθώς και σπουδαίους συνεργάτες–συνοδοιπόρους. Δέσαμε κάπως σαν πραγματική οικογένεια.
Περισσότερες πληροφορίες
Το γάλα
Το γάλα στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάλαφρα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά. Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει «Το γάλα» και οι ήρωες του. Μια μητέρα από την πρώην Σοβιετική ένωση και οι δυο της γιοι συνθέτουν μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως η αίσθηση που έχει κανείς πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει γιατί δέχεται την τροφή του. Αγαπιέται... Κι όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.