Χειμαρρώδης, με πολύ αγάπη για αυτό που κάνει είναι ο βετεράνος της υποκριτικής Στέφανος Κυριακίδης που μετρά 62 χρόνια στο θέατρο. Ηθοποιός με 127 ρόλους στο ενεργητικό του δίπλα σε πολύ σημαντικούς ανθρώπους του ελληνικού θεάτρου (Κάρολος Κουν, Σπύρος Ευαγγελάτος, Μίνως Βολανάκης, Τάκης Μουζενίδης κ.ά.) και δάσκαλος, ήρθε σε επαφή με το θέατρο σε πολύ μικρή ηλικία, ενώ ανέβηκε πρώτη φορά στη σκηνή όταν τυχαία αντικατέστησε έναν ηθοποιό στο Χορό του "Οιδίποδα Τυράννου" του Σοφοκλή το καλοκαίρι του 1961, πρώτη παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, έχει παίξει στην Επίδαυρο για περισσότερα από 30 χρόνια κι εκεί καλλιεργήθηκε η μεγάλη αγάπη του για τα σπουδαία κείμενα του αρχαίου δράματος. Φέτος, ερμηνεύει μετά από έξι χρόνια αποχής έναν θεατρικό ρόλο με τον οποίο ήθελε χρόνια να συναντηθεί. Αυτόν του πατέρα στα "Τελευταία φεγγάρια” του Φούριο Μπορντόν, ενός ηλικιωμένου καθηγητή που φτιάχνει την βαλίτσα του για να μετακομίσει σε έναν οίκο ευγηρίας. Ένα βαθιά υπαρξιακό αλλά και βαθιά ανθρώπινο ρέκβιεμ ενός ανθρώπου για τη δύση της ζωής του, την οικογένεια και την αγάπη. Συνοδοιπόροι του σε αυτό το ταξίδι στη σκηνή του θεάτρου Coronet είναι ο Δημήτρης Λιακόπουλος στο ρόλο του γιού του και η Μαρία Παπαφωτίου που υποδύεται το φάντασμα της γυναίκας του, που τον συντροφεύει, σε σκηνοθεσία της Ρέινας Εσκενάζυ. Συνεχίζει, παράλληλα, για δεύτερη χρονιά να εμφανίζεται στο ρόλο του Γεράσιμου Μαρκέτου, ενός ανθρώπου της νύχτας, στη δραματική τηλεοπτική σειρά του Ant1 "Παγιδευμένοι”.
Τι σας γοητεύει στα "Τελευταία φεγγάρια” του Φούριο Μπορντόν;
Αυτό το έργο με ενδιαφέρει για τα μηνύματα που περιλαμβάνει αλλά και από την πλευρά της υποκριτικής. Ερμηνεύω τον πολυσύνθετο ρόλο του πατέρα, ο οποίος καλείται να κινηθεί μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Είναι ένας χαρακτήρας φορτισμένος με συναίσθημα, αυτοσαρκασμό, χιούμορ, ειρωνεία, αγάπη. Όλα αυτά συνθέτουν ένα ρόλο που ασκεί γοητεία σε έναν ηθοποιό. Τα "Τελευταία φεγγάρια” είναι ένα έργο που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες πιστεύω και μιλάει για τους ανθρώπους που καταλήγουν στα γηροκομεία. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πολλά να προσφέρουν και δεν ζητάνε πολλά. Η αγάπη δεν ζητάει πολλά, η αγάπη δίνεται. Το θέμα είναι ότι μέσα από την πορεία των 85 του χρόνων αυτός ο άνθρωπος έχει δει πολλά, έχει διαπιστώσει πολλά, έχει πονέσει για πολλά, έχει θυμηθεί πολλά και οδεύει πλέον προς το φινάλε, με αισιοδοξία βέβαια. Δεν τα παρατάει, δεν πάει μέσα στο γηροκομείο για να πεθάνει. Αγωνίζεται μέχρι την τελευταία στιγμή, παρόλο που ο κόσμος γύρω του έχει αλλάξει, όπως λέει: "Ο κόσμος μου χάνεται. Οι άνθρωποι πρώτα, μετά οι ιδέες. Μένουν οι μνήμες”. Στο έργο πρωταγωνιστούν καθημερινοί χαρακτήρες. Ο κόσμος συγκινείται και γελάει από το μύθο, παρακολουθώντας γνώριμες καταστάσεις. Άλλοι μου είπαν ότι τους ξύπνησα ενοχές, άλλοι έκλαψαν, άλλοι γέλασαν. Είναι ένα έργο που την ώρα που πάει να κυλήσει ένα δάκρυ, σπάει ένα χαμόγελο. Και πολλές φορές αυτό το χαμόγελο εξελίσσεται σε γέλιο. Είναι ένα έργο που σε διασκεδάζει και κυρίως σε ψυχαγωγεί. Εμένα όλη μου η προσπάθεια όλα αυτά τα χρόνια που είμαι στο θέατρο ήταν προς αυτή την κατεύθυνση μέσα από ωραία κείμενα και ωραίες συνεργασίες. Τα "Τελευταία φεγγάρια” είναι ένα έργο αγάπης. Δεν είναι τυχαίο ότι διάλεξε αυτό το έργο ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι. Ήταν η τελευταία του παράσταση πριν φύγει από τη ζωή και πιστεύω μια καλή παρακαταθήκη ενός ανθρώπου που έζησε και πέρασε από πολλά διαφορετικά πράγματα. Ο ήρωας αποχωρεί και πάει στον οίκο ευγηρίας, κάτι που νομίζει ο κόσμος ότι ήταν μια επιλογή. Δεν νομίζω όμως ότι είναι επιλογή ενός μεγάλου ανθρώπου να φύγει και αυτό φαίνεται μέσα στο έργο.
"Φοβόμαστε να είμαστε ανοιχτοί εμείς, όπως και οι συνομιλητές μας, και το αποτέλεσμα είναι το χάος".
Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζεστε με τη Ρένα Εσκενάζυ;
Η Ρέινα Εσκενάζυ έχει κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά. Έχει στήσει μια παράσταση πολύ κατανοητή στο κοινό. Κυριαρχεί ο λόγος και όχι η εικόνα, που για μένα είναι και το ζητούμενο στο θέατρο. Είναι η δεύτερη φορά μετά το "Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ” που συνεργαζόμαστε θεατρικά, αλλά τηλεοπτικά έχουμε βρεθεί δυο-τρεις φορές. Η Ρέινα έχει μία ευαισθησία που προφυλάσσει τον ηθοποιό. Παίρνει από τον ηθοποιό, και όταν παίρνεις και έχεις και τη γενναιοδωρία, μετά ανταποδίδεις. Είναι συνεργάτης. Αρκεί να έχει κανείς τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά για να κερδίσει.
Βρίσκετε κοινά στοιχεία με τον ήρωά σας;
Αν εξαιρέσει κανείς την ηλικία γιατί είναι λίγο μεγαλύτερος από μένα, ο ήρωας μου δεν τα παρατάει και αγωνίζεται και αυτό είναι ένα στοιχείο που μοιραζόμαστε. Παράλληλα, η αναδρομή που κάνει στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του, είναι κάτι που το κάνουμε όλοι μας. Για όσα στοιχεία δεν έχω είμαι υποχρεωμένος ως ηθοποιός να τα βρω μέσα μου. Το μήνυμα είναι πολύ πιο σημαντικό από τον φέροντα. Ένας ρόλος βέβαια σε βοηθάει να διαπιστώσεις κάποια πράγματα. Έχει ενδιαφέρον να πας σε έναν οίκο ευγηρίας και να μιλήσεις με ανθρώπους μεγάλης ηλικίας. Να τους ακούσεις όμως, όχι να τους αγνοήσεις. Στο πρόσωπο ενός γέρου όλα παίρνουν διαφορετική μορφή, χειρότερη, ακούμε στο έργο. Πολλές φορές οι μεγάλοι άνθρωποι παρεξηγούνται. Ας έχουμε υπομονή μαζί τους. Δεν μου αρέσει βέβαια αυτό που λένε ότι εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις. Γιατί έχει μία μορφή εκδίκησης απέναντι στους άλλους. Όχι. Εγώ πιστεύω στη συνεργασία. Κι είναι λίγα αυτά που επιθυμούν οι άνθρωποι. Ο ήρωας έχει ένα παράπονο όταν λέει "Δεν μας φροντίζουν γιατί εμείς δεν θυσιάζουμε τίποτα, ούτε τα νιάτα μας, ούτε το μέλλον μας”. Και βεβαίως το κυριότερο που δεν μπορεί κανείς να του πει τίποτα είναι αυτό που λέει "Μου έχει μείνει το όνειρο. Όλοι λένε ότι οι νέοι ονειρεύονται. Δεν είναι αλήθεια. Οι νέοι έχουν σχέδια, ελπίδες, προσδοκίες. Τα αληθινά όνειρα τα έχουν αυτοί με τα τρεμάμενα κεφάλια. Ονειρεύονται, έχουν δικαίωμα στο όνειρο”. Ο ήρωας δεν έχει όνομα. Είναι ο πατέρας και συνθέτει μέσα από αυτό το έργο όλες τις μορφές του πατέρα.
"Είναι μεγάλο πράγμα να καταλαβαίνεις τον άλλον. Κι αν δεν μπορείς να τον καταλάβεις τουλάχιστον άκουσέ τον. Δεν λέω να δώσουμε λύσεις, το βασικό μας πρόβλημα είναι ότι δεν ακούμε. Είμαστε φτιαγμένοι με τη λογική του ότι αυτό είναι και τίποτε άλλο".
Ένα πολύ καίριο θέμα του έργου, που το συναντάμε πολύ και στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία είναι η σχέση των γονέων με τα παιδιά.
Είναι το θέμα της οικογένειας, ας μην φοβόμαστε τις λέξεις. Λείπει η οικογένεια πια στον κόσμο μας, η οποία είναι στήριγμα. Έστω κι ένας άνθρωπος να σκεφτεί ότι δεν πρόκειται να αφήσει τη μητέρα του και τον πατέρα του μόνο του, με αφορμή την παράσταση, είναι σημαντικό. Θα μου πεις αγάπη με το ζόρι γίνεται; Γι' αυτό πρέπει οι άνθρωποι να τα βρίσκουν μεταξύ τους και να συγχωρούν. Και ξεφεύγοντας από τη στενή οικογένεια μπορούμε να το εξετάσουμε και κοινωνικά σε σχέση με τους ανθρώπους που είναι γύρω μας, τους φίλους μας κλπ. Κάποια στιγμή πρέπει να γίνουμε πιο ανοιχτοί. Φοβόμαστε να είμαστε ανοιχτοί εμείς, όπως και οι συνομιλητές μας, και το αποτέλεσμα είναι το χάος. Η ευθύνη των γονέων είναι μεγάλη αλλά έχουν ευθύνη και οι νεότεροι. Δεν μπορεί ένας νέος άνθρωπος να επικαλείται συνεχώς ότι υπέφερε από τους γονείς του. Το δώρο της συγχώρεσης είναι το βασικότερο σε αυτή την περίπτωση γιατί ενέχει μέσα την αγάπη και την κατανόηση. Πράγματα που λείπουν αυτή τη στιγμή. Στο έργο λείπει η κατανόηση του πατέρα από τους άλλους. Όπως λέει: "Το πρώτο σύμπτωμα ότι έχεις παραμεριστεί από τους άλλους είναι όταν σε κοιτούν σαν να είσαι φτιαγμένος από αέρα. Έχεις γίνει αόρατος”. Τους μεγάλους ανθρώπους τους προσπερνάνε ή τους αποστρέφονται ευγενικά. Μας έχουν μπλοκάρει και για αυτό δεν αντιλαμβανόμαστε τον διπλανό μας. Σκύψαμε ποτέ σε κανένα πρόβλημα του άλλου να τον ακούσουμε; Είναι μεγάλο πράγμα να καταλαβαίνεις τον άλλον. Κι αν δεν μπορείς να τον καταλάβεις τουλάχιστον άκουσέ τον. Δεν λέω να δώσουμε λύσεις, το βασικό μας πρόβλημα είναι ότι δεν ακούμε. Είμαστε φτιαγμένοι με τη λογική του ότι αυτό είναι και τίποτε άλλο.
"Τα νέα παιδιά πηγαίνουν να αποκτήσουν ακόλουθους στα social media για να βρουν δουλειά. Θα μου πεις είναι μόνο θέμα μεταξύ ηθοποιών; Όχι είναι βασικό κοινωνικό θέμα, είναι θέμα και πολιτείας. Το πώς παιδεύεις και εκπαιδεύεις ένα θεατή. Στα σχολεία τι γίνεται; Τους πετάνε μια μετάφραση και τελειώσαμε".
Όντας ένας ηθοποιός με πολύ μεγάλη προϋπηρεσία στην Επίδαυρο, ποια ήταν η τελευταία φορά που παίξατε εκεί και τι σας έχει μείνει από αυτόν το χώρο;
Στην Επίδαυρο έπαιξα τελευταία φορά το 2008 με το Αμφι-θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Ήταν η 32η χρόνια μου στην Επίδαυρο. Έπαιζα από το 1964. Βγήκα στο θέατρο στα 17 μου, στα 18 έπαιξα στην Επίδαυρο. Είναι αξέχαστη στιγμή για μένα η αίσθηση του χώρου αυτού να με αγκαλιάζει και η αίσθηση του να παίζω μπροστά σε 14.000 θεατές και να νιώθω να γίνομαι ένα με το κοινό. Αντέχει εδώ και 2.500 χρόνια η Επίδαυρος, δεν έχει πάθει τίποτα. Πιστεύω ότι η Επίδαυρος διώχνει τον τεμπέλη και δεν τον αφήνει να ξανάρθει. Η διαφορά είναι ότι στην εποχή μας έχουμε πολλούς τεμπέληδες και αδιάβαστους που τολμούν να ανεβάσουν κείμενα τα οποία δεν τα θέλουν. Και δεν τα θέλουν γιατί τα διορθώνουν. Αυτά τα έργα δεν έχουν χαλάσει τόσα χρόνια. Έχουν να πούνε κάτι. Δεν δόθηκαν απαντήσεις γιατί ο καθένας πρέπει να δώσει τη δική του απάντηση σε ένα μεγάλο κείμενο. Εγώ αγάπησα το θέατρο στην πορεία μου μέσα από τα κείμενα αυτά. Με τον Άγγελο Τερζάκη, τον Τάσο Λιγνάδη, τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, τον Τάσο Ρούσσο κ.ά. μιλάγαμε ώρες πάνω στα κείμενα, τα οποία είναι "πτώματα” και προσπαθούσαμε να τα αναστήσουμε, να τους δώσουμε ζωή. Αυτή ήταν η προσπάθειά μου. Όσον αφορά τους ρόλους όχι μόνο στην Επίδαυρο και σε άλλους χώρους είναι δώρο καμιά φορά για τον ηθοποιό να ζει την εμπειρία του "είμαι κάπου αλλού”. Το ένιωσα στο θέατρο και το ένιωσα και μία φορά και στην τηλεόραση με τον Μανούσο Μανουσάκη όταν κάναμε στο "Κόκκινο ποτάμι” τη στιγμή των βασανιστηρίων του Μητροπολίτη Θεόκλητου. Το δώρο της υποκριτικής είναι κάποιες τέτοιες ιδιαίτερες στιγμές. Αυτό ευχαριστεί έναν ηθοποιό, όχι το να χαμογελάει και να λέει πόσους followers έχει. Τα νέα παιδιά πηγαίνουν να αποκτήσουν ακόλουθους στα social media για να βρουν δουλειά. Θα μου πεις είναι μόνο θέμα μεταξύ ηθοποιών; Όχι είναι βασικό κοινωνικό θέμα, είναι θέμα και πολιτείας. Το πώς παιδεύεις και εκπαιδεύεις ένα θεατή. Στα σχολεία τι γίνεται; Τους πετάνε μια μετάφραση και τελειώσαμε.
Πώς σχολιάζετε τις πιο σύγχρονες παραστάσεις της Επιδαύρου;
Δείχνουν τα πάντα και στερούν τη φαντασία του θεατή. Δεν τον κάνουν συνοδοιπόρο. Βάζουν μικρόφωνα τα οποία τα μισώ ειδικά στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Το μικρόφωνο είναι τοίχος. Η ψυχή του ηθοποιού γίνεται ντουντούκα μέσα από τα μικρόφωνα και οι ντουντούκες δεν νομίζω ότι ενθουσιάζουν τόσο πολύ. Μπορεί να είναι καλές για επανάσταση, αλλά όχι για να πλησιάσεις την ψυχή κάποιου. Αυτό που χρειάζεται είναι να δώσουμε χώρο στο θεατή, όχι να τον στουμπώνουμε με εικόνες και φασαρία, κάνοντας την ορχήστρα της Επιδαύρου πίστα. Όπως ένα πειραματικό φάρμακο το οποίο είναι κλεισμένο μέσα σε ένα χώρο γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι θα γίνει, έτσι είναι το πειραματικό θέατρο. Πρώτα το δοκιμάζεις και μετά το βγάζεις έξω. Όλα είναι θεμιτά, αλλά λείπει το μέτρο.
Υπάρχουν ρόλοι με τους οποίους θα θέλατε να συναντηθείτε;
Πιο πολύ με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή ένας ρόλος του "Οιδίποδα Επί Κολωνώ”. Γενικότερα όμως όποιο ρόλο και να κάνω θέλω κάτι να κερδίσω και να συνεργαστώ με έναν θίασο με κοινή γλώσσα. Όταν προσεγγίζω ένα ρόλο, βρίσκω τα ευάλωτα στοιχεία του και αμέσως γίνεται ανθρώπινος. Έτσι, δούλεψα και για τον Γεράσιμο Μαρκέτο στους "Παγιδευμένους”, που με ιντρίγκαρε από την αρχή. Είναι ένας χαρακτήρας που αν τον δεις μονόπλευρα βγαίνει μία καρικατούρα ενός κακού ανθρώπου. Αυτό που προσπάθησα εδώ και προσπαθώ πάντα να κάνω είναι αυτό που παίζω να είναι πραγματικό. Να είναι ένας άνθρωπος σαν και εμάς.
"Η ψυχή του ηθοποιού γίνεται ντουντούκα μέσα από τα μικρόφωνα και οι ντουντούκες δεν νομίζω ότι ενθουσιάζουν τόσο πολύ. Μπορεί να είναι καλές για επανάσταση, αλλά όχι για να πλησιάσεις την ψυχή κάποιου".
Τι συμβουλή δίνεται στους νεότερους ηθοποιούς;
Ένα βασικό στοιχείο είναι ότι όσο περισσότερο με ξεχνάνε οι μαθητές μου τόσο καταλαβαίνω ότι βρίσκουν το δρόμο τους σιγά-σιγά. Βλέπεις τα παιδιά να έρχονται δειλά στη σχολή και μετά να αναπτύσσονται και ο αγώνας σου είναι να αγαπήσουν αυτό που κάνουν. Αλίμονο στα παιδιά που δεν είναι έτοιμα να δεχθούν την αναγνωρισιμότητα που προσφέρει η τηλεόραση και νομίζουν ότι κάτι κέρδισαν. Βλέπουμε στο θέατρο πολλές φορές και ολόκληρους θιάσους και νέα παιδιά που ξεχώρισαν στην τηλεόραση να ασχολούνται με την προτροπή των παραγωγών με έργα τα οποία θέλουν κάποια άλλη σκέψη, μια διαφορετική προσέγγιση και κουλτούρα. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας μεγάλος ρόλος αν δεν έχει προηγηθεί μια πορεία ολόκληρη. Η συμβουλή μου προς τα παιδιά είναι να δουλεύουνε και να αγαπάνε αυτό που κάνουνε. Να το αγαπάνε, όχι να είναι ερωτευμένοι, γιατί ο έρωτας τελειώνει. Για μένα η υποκριτική είναι μια συνεχής πορεία. Μαζεύω μέσα μου την πνευματική μου προίκα, βλέποντας θέατρο, διαβάζοντας, φιλτράροντας εμπειρίες, οι οποίες μπαίνουν μέσα μου, περνάνε και εκεί που δεν το περιμένεις βγαίνουν μπροστά. Γι’ αυτό πρέπει τα παιδιά να δουλεύουνε. Όπως μου έχει πει και ο δάσκαλος μου ο Τάκης Μουζενίδης, το κλειδί είναι να ασχολείσαι με το ρόλο. Όταν ασχολείσαι, ξεχνάς και τους δασκάλους και αρχίζεις και ψάχνεις. Γίνεσαι εξερευνητής. Ο δάσκαλος σου ανοίγει ένα δρόμο, σου δίνει ένα μικρό χάρτη κι από εκεί και πέρα ψάχνεις να βρεις εσύ την άκρη. Κι όσο ψάχνεις θα βρίσκεις. Αλίμονο αν σταματήσεις. Επίσης έχει σημασία να αφήνουμε κάτι για να το παίρνει ο άλλος, κι όχι να κάνουμε επανάσταση με την αποδόμηση και να τα πετάμε όλα. Αυτό έχει να κάνει με όλο το φάσμα της ζωής. Η διαφορά είναι ότι δίνουμε απαντήσεις πια, ενώ ουσιαστικά θα έπρεπε να κάνουμε ερωτήσεις.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα τελευταία φεγγάρια
Ένας ηλικιωμένος καθηγητής μέσα σε ένα δωμάτιο φτιάχνει την βαλίτσα του για τελευταία φορά. Στους τοίχους κολλημένα αυτοκόλλητα με ήρωες του Ντίσνεϊ. Στο πάτωμα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και διάσπαρτα κόμικς. Στο πικ-απ οι μουσικές νότες του Μπαχ. Ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι του γιου του ο οποίος τον φιλοξενούσε -την τελευταία του οικογένεια- για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σ’ έναν οίκο ευγηρίας. Αναπολώντας μνήμες και λόγια που ειπώθηκαν ή και όχι, πεισματάρης σαν μικρό παιδί, μοιράζεται με συγκίνηση αλλά και χιούμορ τα αληθινά του συναισθήματα μόνο με το φάντασμα της γυναίκας του και φυσικά με τον θεατή.