Τέτοιες μέρες πενήντα χρόνια πριν η Αθήνα συγκλονιζόταν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου˙ συντονιζόταν επίσης στον παλμό της ιστορικής πια παράστασης "Το μεγάλο μας τσίρκο" από το θίασο Καρέζη-Καζάκου. Η παράσταση που είχε ξεκινήσει τη διαδρομή της το καλοκαίρι του ’73 στο θερινό Αθήναιον, επί της συμβολής Πατησίων και Μάρνη, δυο βήματα από το Πολυτεχνείο (και τον Οκτώβριο μεταφέρθηκε στο Ακροπόλ), έμελλε να συμπορευτεί με τα μεγάλα γεγονότα εκείνου του φθινοπώρου και να αποτελέσει ένα ζωντανό παράδειγμα σύγκλισης του πολιτικού και του πολιτιστικού γίγνεσθαι. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε ένα σπονδυλωτό έργο, ένα πανόραμα του ελληνισμού, με στοιχεία επιθεώρησης και μπρεχτικού θεάτρου.
Κεντρικοί ήρωες ήταν ο Ρωμιός (Κώστας Καζάκος) και το Ρωμιάκι (Τζένη Καρέζη), δύο πλάνητες που σχολίαζαν τους δραματοποιημένους σταθμούς της ελληνικής Ιστορίας, ξεκινώντας συμβολικά από το μύθο του Κρόνου που έτρωγε τα παιδιά του για να περάσουν από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο στην ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, στο πρώτο σύνταγμα του 1843, έως τις αρχές του 20ού αι. και τη μικρασιατική καταστροφή. Η παράσταση του 35μελούς θιάσου σε σκηνοθεσία του Κώστα Καζάκου, με τη συμμετοχή του Νίκου Ξυλούρη που ερμήνευε τα θρυλικά τραγούδια της, απέκτησε άμεσα πολιτική ταυτότητα και μετατρεπόταν κάθε βράδυ σε άτυπη αντιδικτατορική συγκέντρωση. Ο συγγραφέας, πατώντας στο περιθώριο των ιστορικών γεγονότων, παντρεύοντας τις πηγές με τη φαντασία και αφήνοντας απ’ έξω οποιαδήποτε αναφορά στην πρόσφατη ιστορία και πολύ περισσότερο στην περίοδο της επταετίας, απέφυγε την απαγόρευση της λογοκρισίας (παρόλο που οι παραστάσεις παρακολουθούνταν στενά, ενώ ο Καζάκος και η Καρέζη συλλαμβάνονται τακτικά) κι έτσι η παράσταση συνεχίστηκε μέχρι και μετά την πτώση της χούντας το καλοκαίρι του 1974.
Η ελληνική εκδοχή του θεάτρου του παραλόγου
Παρά την ξεχωριστή θέση της, η συγκεκριμένη παράσταση δεν ήταν η μοναδική περίπτωση πολιτικού θεάτρου μέσα στη Δικτατορία. Δίπλα σε συγγραφείς που είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους (Λούλα Αναγνωστάκη, Βασίλης Ζιώγας κ.ά.), κατά το δεύτερο μισό της επταετίας (1970-74) αναδύεται μια νέα γενιά Ελλήνων συγγραφέων, που στρέφουν το βλέμμα τους στον μοντέρνο άνθρωπο και τη σύγχρονη πραγματικότητα κι έτσι έργα των Στρατή Καρρά, Πέτρου Μάρκαρη, Παύλου Μάτεσι, Μάριου Ποντίκα, Γιώργου Σκούρτη ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές, ακόμη και στο Εθνικό και στη Νέα Σκηνή του, που ιδρύθηκε το 1971. Οι θεματικές τους αφορούν τη θέση του ατόμου στην κοινωνία και απέναντι στην εξουσία, παρά την υπαρξιακή και όχι ευθέως πολιτική/αντιεξουσιαστική χροιά, ενώ ούτως ή άλλως χρησιμοποιούνται η αλληγορία και ο υπαινικτικός λόγος (γι’ αυτό και γίνεται λόγος για μια "ελληνική εκδοχή θεάτρου του παραλόγου"), ώστε να ξεπεραστούν οι απαγορεύσεις της λογοκρισίας.
Έκρηξη νέων θεατρικών ομάδων
Παράλληλα, εν μέσω της Δικτατορίας, δίπλα στο Θέατρο Τέχνης που ήδη δείχνει το δρόμο, πληθαίνουν οι θεατρικές ομάδες που δρουν στο περιθώριο των κρατικών και των εμπορικών θεάτρων και προσανατολίζονται στο κοινωνικοπολιτικό ρεπερτόριο. Κάποιες επιβίωσαν για δεκαετίες και έβαλαν τα θεμέλια του ελεύθερου θεάτρου, που μεσουράνησε κατά τις δεκαετίες του ’80 και ’90: Ελεύθερο Θέατρο (από το ’80 Ελεύθερη Σκηνή), Ανοιχτό Θέατρο (Γιώργου Μιχαηλίδη), Θέατρο Στοά (Θανάση Παπαγεωργίου-Ελένης Καρπέτα), Θέατρο Έρευνας (Δημήτρη Ποταμίτη), Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο (Στέφανου Ληναίου-Έλλης Φωτίου), Πειραματικό Θέατρο Μαριέττας Ριάλδη. Επιθυμία τους να διαδραματίσουν κοινωνικό ρόλο, επιλέγοντας ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο σύγχρονου προβληματισμού ως αντίδραση στην πολιτική κατάσταση, αλλά και ως απόκριση στα παγκόσμια θεατρικά ρεύματα που τους γοητεύουν: Μπρεχτ και συνολικότερη ανατολικοευρωπαϊκή δραματουργία, Μπέκετ, Ιονέσκο.
Η επιθεώρηση θριαμβεύει...
Με τη Μεταπολίτευση, το νέο ελληνικό έργο συνεχίζει να ακμάζει, καθώς λειτουργεί πια απρόσκοπτα, και εστιάζει σε ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας και της συμπεριφοράς του Νεοέλληνα, γυρίζει το βλέμμα στο εμφυλιακό ή χουντικό παρελθόν, ενώ δεν λείπουν τα ανεβάσματα παλαιότερων έργων, που σατιρίζουν διαχρονικές ελληνικές παθογένειες (όπως η ξενομανία σε αυτά του Αιμίλιου Χουρμούζη). Η παρουσία του Ελεύθερου Θεάτρου (με βασικούς συντελεστές τους Σταμάτη Φασουλή, Άννα Παναγιωτοπούλου, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Μίμη Χρυσομάλλη, Μίνα Αδαμάκη) βάζει στο χάρτη το είδος της επιθεώρησης, ριζικά αναβαθμισμένο. Ήδη από το 1973 παρουσιάζουν στο Άλσος του Παγκρατίου την πρώτη τους επιθεώρηση "Και συ χτενίζεσαι", αποτέλεσμα συλλογικής γραφής και σκηνοθεσίας, και μέχρι το 1987 που διαλύονται, αναβαπτίζουν το είδος επιδεικνύοντας τόσο γρήγορα αντανακλαστικά όσο οι ταχύτατα μεταβαλλόμενες εποχές. Μια περιδιάβαση στους τίτλους των παραστάσεών τους είναι ενδεικτική: "Μια ζωή Γκόλφω" (1974), "Αναντάμ Παπαντάμ" (1980), "Της Ελλάδας το κάγκελο" (1981), "Αλλαγή και πάνω τούρλα" (1982), "Ψεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε" (1984).
Η παρουσία της επιθεώρησης καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 είναι σαρωτική. Ο Λάκης Λαζόπουλος, η Άννα Βαγενά, ο Χάρρυ Κλυνν, όπως και τα μέλη της Ελεύθερης Σκηνής μετά τη διάλυσή της επιδίδονται, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς, στο σχολιασμό της σύγχρονης επικαιρότητας. Οι τίτλοι των παραστάσεων –όχι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένοι– προσφέρουν πάντως ένα στίγμα του πολιτικού προφίλ της δεκαετίας: "Και το ΠΑΣΟΚ της Χάιδως" (1983), "Του ΠΑΣΟΚ τους το χαβά" (1984), "Χαράτσι από τον Ανδρέα τον Απάτσι" (1986) και οι τρεις από τους Λ. Λαζόπουλο-Γ. Ξανθούλη, "Αντρεάν εξπρές" (Γ. Διαλεγμένος-Γ. Ρεμούνδος, 1987), "Νταβός είσαι και φαίνεσαι" (Γ. Καλαμίτσης-Φ. Μεταξόπουλος, 1988), "Ο χορός του Οζαλ…όγγου" (Στ. Φασουλής-Δ. Παπαδοπούλου, 1988), "Ελλάς κατόπιν αορτής" (Λ. Λαζόπουλος, 1989).
... όπως και το ξένο πολιτικό ρεπερτόριο
Παράλληλα, συνεχίζεται η ενασχόληση με το σύγχρονο ξένο ρεπερτόριο: ο Ντάριο Φο είναι στα πάνω του (ειδικά από το ζεύγος Ληναίου-Φωτίου, ενώ Φο επιλέγει και η Αλίκη Γεωργούλη για το εναρκτήριο έργο της Αποθήκης τον Δεκέμβριο του ’80), όπως και ο Μπρεχτ (στον οποίο εντρύφησε ο Λεωνίδας Τριβιζάς με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο), καθώς και Ανατολικοευρωπαίοι και Σοβιετικοί συγγραφείς. Η Μαριέττα Ριάλδη επιμένει σε ένα αιχμηρό ρεπερτόριο (και) φεμινιστικής προβληματικής (αυτή πρωτοανέβασε στην Ελλάδα το "Top girs" της Κάριλ Τσέρτσιλ, με τίτλο "Πετυχημένες γυναίκες"), όπως και η Μαρία Ξενουδάκη με το Αντι-Θέατρο και τις "in-yer-face" παραστάσεις της, που επιλέγει Φασμπίντερ και κείμενα –συχνά όχι θεατρικά– αντίστοιχης φεμινιστικής θεματολογίας, όπως της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Με Φασμπίντερ και τα "Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ" κάνει την εναρκτήρια παράστασή του, το 1987, το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας της Μπέττυς Αρβανίτη, σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη.
Η θεατρική άνοιξη των 90s
Τα 90s καθορίζονται από τη δημιουργική έκρηξη του ελεύθερου θεάτρου, χάρη και στο θεσμό των επιχορηγήσεων. Σε αυτήν τη δεκαετία καθιερώνονται και θριαμβεύουν σημαντικά σχήματα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια των 80s: το Θέατρο του Νότου (Αμόρε) από τον Γιάννη Χουβαρδά, ο Διπλούς Έρως του Μιχαήλ Μαρμαρινού (αρχικά στο Studio Ιλίσια κι έπειτα στο Θησείον), το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων του Λευτέρη Βογιατζή, ο θεατρικός οργανισμός "Μορφές" (Τάσος Μπαντής, Ράνια Οικονομίδου, Δημήτρης Καταλειφός, Γιώργος Κέντρος), που στεγάζεται στο Εμπρός, το Θέατρο Εξαρχείων των Τάκη Βουτέρη-Αννίτας Δεκαβάλλα. Καθώς οι πολιτικές διεκδικήσεις, αν δεν εξαλείφονται, σίγουρα παίρνουν άλλη μορφή απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, το θέατρο αναπτύσσεται πια με άξονα την ίδια την τέχνη του. Το σύγχρονο ρεπερτόριο, συχνά με κοινωνικοπολιτικό στίγμα, συνεχίζει να απασχολεί τους δημιουργικούς καλλιτέχνες, ως μέρος των συνεχών αναζητήσεών τους για ό,τι νέο και καίριο παράγει η εγχώρια και παγκόσμια δραματουργική παραγωγή, όμως ο πολιτικός χαρακτήρας και η ανάλογη θεματολογία παύουν να είναι αυτοσκοπός. Οι σκηνοθέτες και οι παραστάσεις εστιάζουν πλέον στην εξέλιξη της σκηνοθετικής τέχνης, στον πειραματισμό με τη φόρμα (ενδεικτικές οι εναρκτήριες παραστάσεις-κόμικς του Γιάννη Κακλέα στον Τεχνοχώρο) και στην επαναπροσέγγιση των κλασικών συγγραφέων.
Ο νέος αιώνας
Η είσοδος στον νέο αιώνα αλλάζει σταδιακά τα πράγματα. Τα πρώτα χρόνια, το θέατρο θέτει υπό επαναδιαπραγμάτευση θέματα εθνικής ταυτότητας, ως αντίδραση ίσως στο κλίμα "εθνικής ευφορίας" που έχουν προκαλέσει η είσοδος στο ευρώ και η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο εμβληματικός "Εθνικός Ύμνος" του Μιχαήλ Μαρμαρινού (2001-02) αποτελεί χαρακτηριστικό απότοκο αυτής της τάσης. Η παράσταση, δημιουργημένη από κείμενα –θεατρικά, λογοτεχνικά, επιστολικά– τριάντα τριών Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, αναφερόταν "σε μια σειρά από θέματα που αγγίζουν τον σύγχρονο Έλληνα, αλλά βολεύεται να τα προσπερνάει, από τη χαμένη αθωότητα μέχρι την έλλειψη σκοπού και αξιών", διαβάζαμε στο πρόγραμμα. Με άλλο τρόπο αλλά υπό το πρίσμα παρόμοιων ανησυχιών, ο Σίμος Κακάλας στρέφεται σε ένα εμβληματικό έργο του παρελθόντος, το βουκουλικό δράμα του Περεσιάδη, "Γκόλφω", και το μετατρέπει σε μια παράσταση με αισθητική ιαπωνικού manga: η πρεμιέρα έγινε το 2004 στη Θεσσαλονίκη και η παράσταση επανερχόταν αναθεωρημένη με όλο και πιο αιχμηρό πολιτικό σχόλιο για δέκα χρόνια.
Καθώς όμως η πορεία προς τη δεύτερη δεκαετία του νέου αιώνα φέρνει μαζί της την κλιμακούμενη οικονομική κρίση, τη μείωση και τελικά την κατάργηση των επιχορηγήσεων, τις βίαιες αλλαγές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, το θέατρο μεταβάλλεται δραστικά. Ιστορικά θέατρα θα κλείσουν (όπως το Ανοιχτό και το Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου), ενώ η περίοδος θα καθοριστεί από την επικράτηση τoυ θεάτρου της επινόησης (τότε δημιουργούνται δύο από τις σημαντικότερες ομάδες, Blitz και Vasistas) και του θεάτρου-ντοκουμέντο. Οι καλλιτέχνες δείχνουν πλέον πως (ξανα)κάνουν θέατρο, αν και με διαφορετικά υλικά, προκειμένου να φιλτράρουν και να ανταποκριθούν στα καταιγιστικά ζητήματα της εποχής· παράλληλα παρατηρείται η συσπείρωση σε συλλογικές δράσεις όπως η Κίνηση Μαβίλη, που οδήγησε στην κατάληψη και επαναλειτουργία του θεάτρου Εμπρός. Θέματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία τους τροφοδοτούν: η αβεβαιότητα της νέας γενιάς σε μια χώρα που δείχνει να καταρρέει περνάει από τη δραματουργία (όπως το "Θέλω μια χώρα" του Ανδρέα Φλουράκη) σε παραστάσεις της επινόησης ("Τηλέμαχος – Should I stay or should I go" των Ανέστη Αζά-Πρόδρομου Τσινικόρη), ακόμη και σε πρωτότυπα μιούζικαλ ("Απλή μετάβαση" των Καραμουρατίδη-Ευαγγελάτου). Το προσφυγικό επίσης μπαίνει δυναμικά στη συζήτηση, για παράδειγμα στις δουλειές της Γιολάντας Μαρκοπούλου με πρόσφυγες και σε παραστάσεις όπως η "Υπόθεση Φαρμακονήσι" του Αζά.
Η επιθυμία τους να ασχοληθούν με διαφορετικές εκδοχές της "ελληνικής περίπτωσης" είναι εμφανής και ξεκινάει από το θεσμικό Εθνικό Θέατρο, που τη διετία 2011-13 (επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης Γιάννη Χουβαρδά) επιλέγει ως άξονα ρεπερτορίου το ερώτημα "Τι είναι η πατρίδα μας;" και φτάνει στις δουλειές των νέων ομάδων. Ενδεικτικές οι παραστάσεις με τις οποίες επιλέγουν να συστηθούν: τους "Χαλασοχώρηδες" του Παπαδιαμάντη ανεβάζει η ομάδα Ξανθίας, ένα σκωπτικό έργο που τοποθετείται πριν την πτώχευση του 1893 (2011, σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου)· την περφόρμανς "Πόλη-κράτος", μια "πολιτική επιθεώρηση για την Ελλάδα του σήμερα και τι την έφερε ως εδώ", η Κανιγκούντα (2011, σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη)· τους "Εκτελεστές" του Γιώργου Σκούρτη, μια αντισυστημική ιστορία "βίας και αναρχίας" η ομάδα του Cartel (2013, σκηνοθεσία Πηγής Δημητρακοπούλου), ενώ οι Patari Project παρουσιάζουν στο "10cm up" (2012, σκηνοθεσία Σοφίας Πάσχου), τρεις ιστορίες που διαδραματίζονται σε κομβικές στιγμές της ελληνικής Ιστορίας (δικτατορία Μεταξά, Πολυτεχνείο και σύγχρονα χρόνια της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου και της εισόδου στο μνημόνιο).
Συχνές είναι επίσης οι παραστάσεις που επαναδιαπραγματεύονται επεισόδια της ελληνικής Ιστορίας, κάτι που κάνει συχνά ο Άρης Μπινιάρης (όπως στο "Το '21", ή το "Ύψωμα 731" για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο) και οι 4Frontal (οι "Αριστερόχειρές" τους που αναφέρονται στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης επαναλαμβάνονται για τρίτη σεζόν). Κάποιες εστιάζουν στην περίοδο του Εμφυλίου, όπως το θεματικό αφιέρωμα της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού το 2016. Πιο πρόσφατη είναι η δραματοποίηση της μαρτυρίας του Χρόνη Μίσσιου "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" από τη Σοφία Καραγιάννη, που επαναλαμβάνεται φέτος, ενώ το μονολογικό πορτρέτο "Άρης" της Σοφίας Αδαμίδου για τον Βελουχιώτη παίζεται αδιάλειπτα από το 2018. Σε αυτό το πλαίσιο, ανεβαίνουν την προσεχή άνοιξη οι παραστάσεις "TANK/ Όλη νύχτα εδώ", σε σκηνοθεσία του Μάνου Βαβαδάκη, για την εξέγερση του Πολυτεχνείου (Τέχνης) και "Τα μαγικά βουνά" από τους Elephas tiliensis, που αναφέρονται στο Θέατρο του Βουνού που ίδρυσε ο ΕΛΑΣ με τη συμμετοχή ανταρτών και ανταρτισσών κατά την περίοδο της εθνικής αντίστασης (ΘτΝΚ). Επίσης, η επέτειος των εκατό χρόνων από την Επανάσταση του 1821 έφερε στη σκηνή διαφόρων ειδών εγχειρήματα προσέγγισης των εθνικών και ιστορικών μύθων, από την παράσταση ντοκουμέντων, μαρτυριών και μυθοπλασίας "Εθνικό ντεφιλέ" του Παντελή Φλατσούση μέχρι την επιθεώρηση των Φοίβου Δεληβοριά-Δημήτρη Καραντζά "Το 1821 – Η επιθεώρηση".
Το ξένο ρεπερτόριο αφορά ιδιαιτέρως έργα που διερευνούν το φαινόμενο και την άνοδο του ναζισμού, με πιο πρόσφατα τα "Berlin Alexanderplatz" του Ντέμπλιν, "Ο καθένας πεθαίνει μόνος του" του Φάλαντα και "Η άνοδος του Αρτούρο Ούι" του Μπρεχτ, σε παραστάσεις που συνεχίζονται φέτος, από τον Στάθη Λιβαθινό, τον Φώτη Μακρή και τον Άρη Μπινιάρη, αντίστοιχα. Άλλωστε, ο Μπρεχτ δεν έφυγε από το προσκήνιο καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (το 2013 ανέβαιναν τρία έργα του, μεταξύ των οποίων η αντικαπιταλιστική "Αγία Ιωάννα των σφαγείων" από τον Νίκο Μαστοράκη), ενώ ο αλληγορικός "Ρινόκερος" του Ιονέσκο, που αναφέρεται στο φαινόμενο της αγέλης και της συλλογικής αποκτήνωσης, ξαναήρθε στην επικαιρότητα από τον Θωμά Μοσχόπουλο (2014) και τον Γιάννη Κακλέα (2019).
Πάντως, καθώς διανύουμε ήδη την τρίτη δεκαετία του νέου αιώνα, το πεδίο προβληματισμού των παραστάσεων διευρύνεται καθώς εισάγονται γενικότερα κοινωνικά θέματα που δεν βρίσκουν (επαρκή) θέση στον δημόσιο διάλογο: οι έμφυλες ταυτότητες, οι διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, η πατριαρχία, ο ρατσισμός. Αυτοί οι προβληματισμοί αποτυπώνονται σε ποικίλες παραστάσεις καταξιωμένων και κυρίως νέων καλλιτεχνών (ενδεικτικό το φετινό πρόγραμμα της Πειραματικής Σκηνή του Εθνικού, με υπεύθυνη την Κατερίνα Γιαννοπούλου) αλλά και στη δραματουργία, τόσο τη διεθνή (όπως η φετινή περίπτωση του "The doctor", που σκηνοθετεί σε πανελλήνια πρεμιέρα η Κατερίνα Ευαγγελάτου και ασχολείται και με ζητήματα έμφυλης βίας) όσο και την ελληνική: σημαντικότεροι εκπρόσωποι καθόλη τη διάρκεια του 21ου αι. ο Βασίλης Κατσικονούρης (με το εμβληματικό "Γάλα", αλλά και άλλα έργα, όπως το "Καγκουρώ") και κυρίως ο Γιάννης Τσίρος, που ασχολείται συστηματικά με τις κοινωνικοπολιτικές παθογένειες της σύγχρονης Ελλάδας, από τα "Αξύριστα πηγούνια" του 1996, στην "Αόρατη Όλγα" του 2009 και το "Αράφ" του 2023˙ επίσης, ο Θανάσης Τριαρίδης, μια ιδιάζουσα περίπτωση συγγραφέα, στα τελευταία του έργα ασχολείται συστηματικά με τον εκφασισμό της κοινωνίας (όπως στο "Τηλεφώνημα" που ανεβαίνει αυτήν τη σεζόν από τον Κώστα Φιλίππογλου) και, βέβαια, η Λένα Κιτσοπούλου που αποτυπώνει πότε με φαιδρότητα και πότε με βιαιότητα τα συντηρητικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης Ελλάδας.
Ευχαριστούμε την κα Τζένη Κόλλια για την παραχώρηση των φωτογραφιών του "Μεγάλου μας τσίρκου" από το προσωπικό αρχείο του Κώστα Καζάκου.