Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που κέρδισε το κοινό στο "Φοβάμαι, ταυρομάχε" του Πέδρο Λεμεμπέλ που επαναλαμβάνεται στο Θέατρο Μεταξουργείο;
Είναι τολμηρό το θέμα του έργου καθώς μιλά για τη σχέση ανάμεσα σε μία τραβεστί, την "Τρελή", και έναν νεαρό επαναστάτη, τον Κάρλος, την εποχή της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή. Όταν αποφάσισα να το ανεβάσω είχα κάποιες ανησυχίες γιατί το δικό μου κοινό κινείται σε έναν άλλο χώρο. Δεν είναι "ανατρεπτικό", είναι πιο συντηρητικό. Παραξενεύτηκα πάρα πολύ από την τόσο θετική αντίδραση του κόσμου. Σκέφτηκα ότι αυτό που τους συντάραξε ήταν αυτό που συντάραξε και μένα όταν διάβασα το βιβλίο. Ο ανθρωπισμός του κειμένου και το γεγονός ότι μιλάει για την ανάγκη όλων μας για τρυφερότητα, στοργή και συντροφικότητα.
Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που καθιστά το έργο βαθιά πολιτικό;
Ό,τι είναι βαθιά ανθρώπινο για μένα είναι και βαθιά πολιτικό. Ο άνθρωπος είναι το επίκεντρο κάθε πολιτικής. Το έργο μιλάει πρωτίστως για την διαφορετικότητα και ουσιαστικά λέει ότι κανένα πολιτικό κόμμα και καμία πολιτική κίνηση δεν είναι πραγματικά προοδευτική αν δεν μπορεί να αποδεχθεί το διαφορετικό. Αυτός ο έρωτας ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους είναι "ανάρμοστος" για τα κοινωνικά δεδομένα και πόσο μάλλον εκείνης της εποχής, το 1986, στο πλαίσιο μιας από τις σκληρότερες δικτατορίες που έχουν περάσει από την παγκόσμια ιστορία. Ο Λεμεμπέλ αυτοπροσδιοριζόταν ως φτωχός, αδερφή και κομμουνιστής επί Πινοσέτ. Αυτό τα λέει όλα. Η σχέση των δύο ηρώων είναι μία τεράστια απάντηση προς όλα τα καθεστώτα, αυταρχικά και μη, για το πώς αντιμετωπίζουν το διαφορετικό. Δεν μιλάμε μόνο για τα καθεστώτα που εμφανίζονται ως απολυταρχικά από την αρχή, αλλά και τα "φιλελεύθερα", που ειρωνεύονται ή χρησιμοποιούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Αναγνωρίζετε στοιχεία από την εποχή του Πινοσέτ στη δική μας πραγματικότητα;
Υπάρχει μία μορφή καλυμμένης δικτατορίας στην Ελλάδα του σήμερα. Υπάρχει ένα καθεστώς που ελέγχει κατά 90%, μην πω και παραπάνω, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτή είναι η πιο ύπουλη μορφή απολυταρχικού καθεστώτος. Έχω ζήσει τη δικτατορία των συνταγματαρχών και ξέρω τις μορφές της. Δεν είναι απαραίτητο να απαγορεύσεις την κυκλοφορία κάποιων εφημερίδων, μπορείς να τις εξουδετερώσεις με άλλο τρόπο.
Με βάση ποια κριτήρια επιλέγετε να ανεβάσετε ένα έργο και γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο;
Τα κριτήρια είναι εντελώς προσωπικά. Λειτουργώ σαν μέσος θεατής και έχω και ένα πάρα πολύ δυνατό ένστικτο, το οποίο πιστεύω ότι με έχει οδηγήσει σωστά όλα αυτά τα χρόνια. Το έργο με συγκλόνισε πέρα από το ιδεολογικό του περιεχόμενο και για την λογοτεχνική του αξία. Έχει μία ποίηση μέσα του. Χρησιμοποιεί μία ιδιαίτερη γλώσσα ο Λεμεμπέλ. Επίσης η μετάφραση του Κώστα Αθανασίου είναι εξαιρετική. Έχει συγκίνηση, αλλά και σασπένς, καθώς παρακολουθούμε παράλληλα με τη σχέση του ζευγαριού μια απόπειρα δολοφονίας κατά του Πινοσέτ από το πατριωτικό μέτωπο Μανουέλ Ροντρίγκεζ, του οποίου είναι μέλος ο νεαρός επαναστάτης.
"Οι άνθρωποι ζούνε πια μέσα από τα κινητά τους και την εικόνα που παρουσιάζουν μέσα από τις διαδικτυακές πλατφόρμες. Προτιμούν να καταγράψουν ένα θάνατο παρά να πέσουν στη θάλασσα να βοηθήσουν τον άνθρωπο που πνίγεται".
Υπάρχει όμως και ο ίδιος ο Πινοσέτ ως χαρακτήρας μέσα στο έργο.
Δεν θα μπορούσε να λείπει ο Πινοσέτ από το έργο. Είναι βέβαια πολύ ιδιαίτερος ο τρόπος που τον τοποθετεί μέσα σε αυτό ο συγγραφέας από κοινού με τη γυναίκα του. Το ζευγάρι αυτό που θεωρείται "κανονικό" και είναι μάλιστα το πρώτο ζευγάρι της χώρας παρουσιάζεται με γκροτέσκο τρόπο, με επιρροές από τα σίριαλ της εποχής όπως η "Δυναστεία”, όπως λέει ο Λεμεμπέλ στις σημειώσεις του για το βιβλίο. Έτσι, δημιουργείται μια αντίστιξη με το ζευγάρι της Τρελής και του Κάρλος που είναι ρεαλιστικά απεικονιζόμενο, και παρότι περιθωριακό για την κοινωνία, αποτελεί το πραγματικά υγιές ζευγάρι. Αυτό το σημείο το κράτησα, θα μπορούσα να το αφαιρέσω. Υπάρχει μια πάρα πολύ ωραία χιλιανή ταινία που ονομάζεται "Τρυφερέ μου ταυρομάχε”, σε σκηνοθεσία του Ροντρίγκο Σεπούλβεδα, όπου αυτό το κομμάτι έχει αφαιρεθεί. Ο κινηματογράφος όμως λειτουργεί διαφορετικά. Το θέατρο αντέχει την παρουσίαση των δύο αυτών ιστορικών προσώπων σε μια τέτοια εκδοχή τους.
Τι σας ανησυχεί περισσότερο αυτή τη στιγμή;
Με ανησυχεί η αδιαφορία του κόσμου. Από τα φαινόμενα που μας συντάραξαν αυτό το καλοκαίρι εγώ στέκομαι στη δολοφονία του Αντώνη Καργιώτη, που τον έσπρωξαν από τον καταπέλτη του πλοίου και τον άφησαν να πνίγεται μπροστά στα μάτια τους. Οι άνθρωποι ζούνε πια μέσα από τα κινητά τους και την εικόνα που παρουσιάζουν μέσα από τις διαδικτυακές πλατφόρμες. Προτιμούν να καταγράψουν ένα θάνατο παρά να πέσουν στη θάλασσα να βοηθήσουν τον άνθρωπο που πνίγεται. Η ζωή μας δεν είναι ρεπορτάζ, είναι για να τη ζούμε και να παρεμβαίνουμε. Εγώ αυτό πιστεύω ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας. Το λέω και στους νέους ανθρώπους "Ζήστε αυτό που συμβαίνει τώρα”. Η τεχνολογία αυτή είναι πολύ χρήσιμη και ωφέλιμη αλλά είναι επικίνδυνο το πόσο κυριαρχεί στη ζωή μας και πόσο μας αλλοτριώνει. Και πώς να αντισταθεί κανείς όταν όλοι γύρω του είναι έτσι κι όταν η κοινωνία ζει έτσι;
Στο Θέατρο Μεταξουργείο αντιμετωπίζετε θέματα με τα κινητά τηλέφωνα;
Βεβαίως. Και το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο όταν πρόκειται για ένα μικρό θέατρο όπως το δικό μας, όπου οι ανάσες των ηθοποιών και των θεατών αναμειγνύονται. Όταν ανάβει κάποιος την οθόνη ενός κινητού εν ώρα παράστασης, εμένα τουλάχιστον με διαλύει, με προσβάλλει μες στην ψυχή μου.
Πιστεύετε ότι ο κόσμος βρίσκει αποκούμπι στο θέατρο;
Ναι είμαι σίγουρη για αυτό, ακόμα και γι’ αυτούς που δεν το κάνουν συνειδητά. Είναι από τις λίγες λειτουργίες που έχουν απομείνει που σχετίζονται παράλληλα με την ψυχή και το μυαλό.
Τι σας κάνει να επιστρέφετε στην "Αγγέλα Παπάζογλου" και τη "Λωξάντρα", δύο ηρωίδες με τις οποίες έχετε συνδεθεί και θα ερμηνεύσετε ξανά φέτος στο θέατρο Αλάμπρα, από 28 και 29/10 αντίστοιχα;
Αγαπώ όλες τις ηρωίδες μου αλλά αυτές τις δύο ιδιαίτερα. Με την "Αγγέλα Παπάζογλου" για παράδειγμα που κλείνει σύντομα 25 χρόνια, ένα τέταρτο του αιώνα (!), είναι σαν να μιλάω εγώ μέσα από εκείνη.
"Με την Αγγέλα Παπάζογλου και τη Λωξάντρα μας συνδέει η βαθιά ουσιαστική αγάπη για την πατρίδα και τον άνθρωπο, όπως και η αίσθηση του χιούμορ. Εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το χιούμορ, και αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό και των δύο ηρωίδων".
Τι χαρακτηρίζει την κάθε μία από τις δύο ηρωίδες;
Και οι δύο ήταν πραγματικές γυναίκες προερχόμενες από τον ελληνικό πολιτισμό της Ανατολής και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Δεν είναι διανοητικές κατασκευές ενός συγγραφέα. Η Αγγέλα από τη Μικρά Ασία και η Λωξάντρα από την Κωνσταντινούπολη. Ένας μεγάλος πλούσιος πολιτισμός, που δυστυχώς χάθηκε και αυτός μαζί με τις χαμένες πατρίδες. Δεν είναι αριστοκράτισσες, προέρχονται από την αστική λαϊκή τάξη. Έχουν κι οι δυο μεγάλη καρδιά, παλεύουν, λένε τα πράγματα με το όνομα τους και δίνονται στη ζωή μέχρι την τελευταία στιγμή τους. Η Αγγέλα είναι πιο δωρική θα έλεγε κανείς, περιγράφει βέβαια τραγικά γεγονότα όπως είναι ο ξεριζωμός και η σφαγή στη Σμύρνη. Η Λωξάντρα φαίνεται να έχει μία πιο εύκολη ζωή. Δεν πέρασε τέτοιες τραγικές στιγμές. Είναι και λίγο πιο ανάλαφρη χωρίς να χάνει και αυτή όπου πρέπει τη σοβαρότητα και την πυγμή της. Τις αγαπώ πολύ και τις δύο και θα ήθελα να με συντροφεύουν όσα χρόνια ακόμα θα παίζω. Είναι σαν δικοί μου άνθρωποι.
Έχετε κοινά στοιχεία μαζί τους;
Σίγουρα έχουμε κοινή τη λαχτάρα για ζωή και τη χαρά με τα απλά καθημερινά πράγματα. Το ότι λέω και εγώ τα πράγματα με το όνομα τους, γεγονός που μου έχει κοστίσει πάρα πολλές φορές. Επίσης, μας συνδέει η βαθιά ουσιαστική αγάπη για την πατρίδα και τον άνθρωπο, όπως και η αίσθηση του χιούμορ. Εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το χιούμορ, και αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό και των δύο ηρωίδων.
Με αφορμή τη φράση της Αγγέλας Παπάζογλου "Μην ξεχνάς, είναι αμαρτία να ξεχνάς", πιστεύετε ότι έχουμε μάθει να ξεχνάμε;
Αυτό είναι το μότο της Αγγέλας Παπάζογλου, η οποία δεν θα δεχόταν την αφασία της σημερινής κοινωνίας. Θα ήθελε να μας ξυπνήσει.
Η προσφυγιά και ο ξεριζωμός είναι θέματα που σας απασχολούν ιδιαίτερα τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως άνθρωπο;
Είναι μια κατάσταση που διαρκώς επαναλαμβάνεται. Βέβαια στις μέρες μας έχει προστεθεί και ο ξεριζωμός από την κλιματική αλλαγή και τη φτώχεια. Όπως συνέβη στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τη Θεσσαλία, όπου βρέθηκαν άνθρωποι στο δρόμο από τη μία στιγμή στην άλλη σαν τους πρόσφυγες μόνο με τα ρούχα που φορούσαν.
Όντας Λαρισαία αλλά και πρώην βουλευτής θα μας κάνετε ένα σχόλιο για τον μέχρι τώρα χειρισμό της κυβέρνησης προς αυτούς τους ανθρώπους;
Το πρόβλημα είναι τεράστιο γιατί το καλοκαίρι δεν υπάρχει νερό, ξεραίνεται ο Κάμπος και ανοίγει σαν έρημος, και το χειμώνα πάρα πολλές φορές πνίγεται. Τα έργα που γίνονται γίνονται αποσπασματικά, πρόχειρα, με αδιαφανείς πολλές φορές αναθέσεις. Έχουν ξοδευτεί δισεκατομμύρια και ουσιαστικά δεν έχει γίνει κάτι, ενώ μας είχε επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνουν μελέτες αποτροπής και διαχείρισης των υδατικών πόρων. Εμείς ως κυβέρνηση είχαμε ετοιμάσει αυτή τη μελέτη και δεν την χρησιμοποίησε ποτέ η επόμενη κυβέρνηση. Να που τώρα αποδείχτηκε πόσο απαραίτητη ήταν αυτή η μελέτη. Στη Θεσσαλία κατέρρευσαν οι γέφυρες σαν χάρτινες, άνοιξαν δρόμοι που είχαν γίνει πρόσφατα. Δυστυχώς μάθαμε σε μία προχειρότητα, σε ένα κουκούλωμα, σε μία αρπαχτή, στην ελληνική πατέντα. Οι υποδομές είναι πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση. Το λέει και η λέξη κάτω από τη δομή πρέπει να βάλεις γερά θεμέλια. Το άσχημο είναι μιλώντας και με ανθρώπους που ασχολούνται με τη γη ότι δεν καλλιεργούνται ξανά εύκολα αυτά τα χωράφια. Η καταστροφή είναι τεράστια οικονομικά αλλά και για τη φύση, για όλα αυτά τα ζώα που χάθηκαν. Τα πονάω αυτά τα μέρη, τα έχω ζήσει και επί οκτώ χρόνια ως βουλευτής, δεν είναι απλώς ένα σημείο στο χάρτη για μένα. Γι’ αυτό ξεκινήσαμε και το Θεσσαλικό Θέατρο το 1975, για να μπορούν να βλέπουν οι άνθρωποι στα χωριά καλό θέατρο.
Θα θέλατε να μας κάνετε ένα σχόλιο για τις αλλαγές στον ΣΥΡΙΖΑ;
Θα επαναλάβω αυτό που είπα και το βράδυ των εκλογών, ότι ο Στέφανος Κασσελάκης έδωσε το φιλί της ζωής στον ΣΥΡΙΖΑ. Ανέτρεψε τα πολιτικά πράγματα μέσα σε λίγες μέρες και ξεβόλεψε όσους βολεύονταν ένθεν και ένθεν με έναν ΣΥΡΙΖΑ του 3%. Το μέλλον είναι δύσκολο αλλά τώρα τουλάχιστον υπάρχει κάποια ελπίδα.
Πώς ήταν η εμπειρία της συναυλίας "Σ'ευχαριστώ Λουκιανέ” στο Λυκαβηττό;
Ήταν μια πάρα πολύ όμορφη βραδιά για μένα και για την οικογένειά μου που την σκηνοθετήσαμε και τη στήσαμε όλοι μαζί. Η ικανοποίηση είναι ότι θα ήταν μια βραδιά που θα άρεσε και στον Λουκιανό. Προσωπικά χαίρομαι πάρα πολύ κάθε φορά που γίνεται κάτι τέτοιο γιατί θέλω να είναι ζωντανή η εικόνα του Λουκιανού και στις νεότερες γενιές. Από την άλλη όμως είναι μια συναισθηματική δοκιμασία γιατί κάναμε μαζί όλες τις συναυλίες του στον Λυκαβηττό, τις είχαμε οργανώσει μαζί και είχα ζήσει κάθε στιγμή τους. Επομένως καταλαβαίνετε τις μνήμες που ήρθαν εκείνο το βράδυ στην ψυχή μου και στο μυαλό μου.
Είναι πολύ όμορφο το γεγονός ότι έχετε αφήσει μια μεγάλη παρακαταθήκη η οποία συνεχίζεται και από τις κόρες σας, τη Γιασεμί και τη Μαρία Κηλαηδόνη.
Βέβαια, αυτό είναι τεράστιο πράγμα.
Ολοκληρώνοντας, θα θέλατε να μας πείτε δύο λόγια για το σεμινάριο δραματικής αφήγησης που κάνετε;
Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό. Ήθελα πάντα να κάνω μαθήματα στους νεότερους, και ηθοποιούς αλλά και ανθρώπους που ενδιαφέρονται να εκφραστούν μέσα από το θέατρο. Όλα αυτά τα χρόνια που ήμουν βουλευτής δεν είχα το χρόνο να το κάνω. Είχα κάνει πριν από πολλά χρόνια ακόμη ένα σεμινάριο που είχε μεγάλη επιτυχία. Ο πρώτος κύκλος που γίνεται τώρα θα είναι πάνω στο αφηγηματικό θέατρο και στο μονόλογο, ένα είδος που το γνωρίζω καλά. Η "Αγγέλα Παπάζογλου” και η "Λωξάντρα”, που αναφέραμε πριν, βασίζονται και οι δύο πάνω σε λογοτεχνικά κείμενα, των οποίων υπογράφω τις διασκευές. Το πρώτο από κοινού με τον Λάμπρο Λιάβα. Όπως και το "Φοβάμαι, ταυρομάχε" βασίζεται σε διασκευή λογοτεχνικού έργου. Μου αρέσει να μετατρέπω λογοτεχνικά κείμενα σε θεατρική πράξη. Θέλω να συνεχίσει αυτό το εγχείρημα και όχι μόνο με μένα. Θέλω και άλλοι συνάδελφοι που ασχολούνται με θεατρικά σεμινάρια να βρουν στέγη στο θέατρο Μεταξουργείο. Είναι κάτι καινούργιο για εμάς αλλά τώρα πραγματικά θα το επιδιώξω γιατί μου αρέσει, το αγαπάω και είναι και πολύ χρήσιμο.
Περισσότερες πληροφορίες
Αγγέλα Παπάζογλου
Η Άννα Βαγενά συνεχίζει να υποδύεται σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας τον εμβληματικό ρόλο της τυφλής ρεμπέτισσας Αγγέλας Παπάζογλου, τον οποίο ερμηνεύει τα τελευταία είκοσι τέσσερα χρόνια, σε ένα έργο-μαρτυρία που διατρέχει την ιστορία της Σμύρνης, τους Έλληνες που κυριαρχούσαν στη ζωή της, τις μαγευτικές ομορφιές της κι έπειτα την καταστροφή, τον ξεριζωμό, την εγκατάσταση των προσφύγων στην πατρίδα Ελλάδα. Πρόκειται για τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου «Ονείρατα της άκαυτης και της καμένης Σμύρνης» του Γιώργη Παπάζογλου, ο οποίος κατέγραψε τις μνήμες της σπουδαίας Μικρασιάτισσας, γυναίκας του ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου και μητέρας του.
Φοβάμαι, ταυρομάχε
Για πρώτη φορά ανεβαίνει στην Ελλάδα το πολιτικό μυθιστόρημα για την αποδοχή της διαφορετικότητας, όπου ένας μεσήλικας ομοφυλόφιλος, η «Τρελή», ερωτεύεται έναν νεαρό φοιτητή, μέλος επαναστατικής οργάνωσης, επί δικτατορίας Πινοτσέτ. Τους δύο αυτούς «αταίριαστους» χαρακτήρες φέρνει κοντά η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Πινοσέτ το 1986. Κάτω από τον συνεχή φόβο της σύλληψής τους, θα δεθούν συναισθηματικά και ο ένας θα αλλάξει τη ζωή του άλλου. Την ίδια στιγμή παρακολουθούμε και ένα ακόμη ζευγάρι, το οποίο εκφράζει έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, τον ίδιο τον Πινοσέτ και τη γυναίκα του. Αυτή είναι κοντολογίς η υπόθεση του βαθιά πολιτικού κειμένου-ύμνος στον άνθρωπο και τους αγώνες για ελευθερία, που μέσα από την αποδόμηση του δικτατορικού καθεστώτος, αποδομεί κάθε μορφή απολυταρχικής εξουσίας.