Η ομάδα The Young Quill, επιστρέφει τη νέα θεατρική σεζόν ανεβάζοντας στο Θέατρο "Μπέλλος" από τις 27 Οκτωβρίου το έργο του σύγχρονου Ρουμάνου συγγραφέα Ματέι Βίζνιεκ "Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα", σε σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου.
Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Μάνια Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πετρόπουλος και Ελίζα Σκολίδη πρωταγωνιστούν στο έργο που έθεσε στις αρχές του 2000 θέτοντας το νευραλγικό ερώτημα: Τι θεωρούμε "πρόοδο" τον 21ο αιώνα και τι γίνεται με την "ανθρώπινη ψυχή" όταν βάλλεται από εθνικές έριδες, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και διεθνή οικονομικά συμφέροντα;
Επίσης, η επιλογή του έργου δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς μετά την επιτυχημένη πρώτη χρονιά (2022-23) επαναλειτουργίας του ιστορικού θεάτρου της Πλάκας, η οποία ήταν αφιερωμένη στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία, η ομάδα επέλεξε ο φετινός καλλιτεχνικός προγραμματισμός να εστιάσει σε ελληνικά και ξένα έργα που γράφτηκαν τον 21ο αιώνα.
Λίγα λόγια για το έργο
Μέσα από ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο που όλα μοιάζουν να είναι φάλτσα, διαδραματίζεται μια απόλυτα ρεαλιστική ιστορία ενός οποιουδήποτε πολέμου του τώρα, του τότε ή του μετά. Ο συγγραφέας εμπνέεται από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και μέσα από το έργο του, δίνει χώρο στην ανθρώπινη ψυχή να πενθήσει την ύπαρξη της που ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να χαθεί, αν "ο ισχυρός" το θελήσει. Στο έργο, ο Βίγκαν και η Γιάσμινσκα επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιού που πολεμούσε. Η τοπική κοινωνία τους αντιμετωπίζει με καχυποψία αναζητώντας τρόπους να εκμεταλλευτεί οικονομικά το πένθος τους. Οι άνθρωποι, ζωντανοί ή νεκροί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέσα εκμετάλλευσης για την παραγωγή κέρδους. Η μοναδική πηγή εσόδων του ζευγαριού είναι η κόρη τους, Ίντα, η οποία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μπλέχτηκε σε κύκλωμα σωματεμπορίας και πλέον εκπορνεύεται στην κεντρική Ιταλία. Η Ίντα βιώνει μια παράλληλη ιστορία εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεχασμένο από όλους -από το κράτος, τους διεθνείς φορείς, τους φίλους, τους συγγενείς ακόμα και από την ίδια τη ζωή- και μη έχοντας δικαίωμα διεκδικήσεων, καθώς στερείται οικονομικών πόρων, το ζευγάρι αποφασίζει να ανακαλύψει μόνο του το νήμα της οικογενειακής του ιστορίας. Μέσα από την προσωπική τους διαδρομή, προκύπτει η ιστορία της πολεμικής φρίκης ολόκληρου του 20ου αιώνα.
Η ομάδα The Young Quill καταπιάνεται με το έργο αυτό είκοσι χρόνια αφότου γράφτηκε, επικαιροποιεί το ερώτημα και αναρωτιέται αν η "πρόοδος" είναι τελικά η αξία που πρέπει να καθορίζει την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, ακόμα και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ματέι Βίζνιεκ γεννήθηκε το 1956 στη Ρουμανία. Μεγαλώνοντας υπό τον σκιώδη φόβο ενός καταπιεστικού καθεστώτος, από πολύ νέος παθιάζεται με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Το 1984 δημοσιεύει και βραβεύεται για τα ποιήματα του. Ωστόσο, τα θεατρικά του έργα λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκαν, καθώς δεν θέλησε να μείνει σιωπηλός απέναντι στο καθεστώς. Τον Σεπτέμβριο του 1987 ζήτησε πολιτικό άσυλο στο Παρίσι και έκτοτε ζει στη Γαλλία, όπου και εργάζεται ως δημοσιογράφος και γράφει θεατρικά έργα στα γαλλικά. Η θαρραλέα λογοτεχνική του προσέγγιση και η στάση του απέναντι σε πολιτικοκοινωνικά θέματα έχουν αποσπάσει αναγνώριση και θαυμασμό παγκοσμίως. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν παρουσιαστεί σε θέατρα σε όλο τον κόσμο. Στη Ρουμανία, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος έγινε ένας από τους πιο πολυπαιγμένους συγγραφείς της χώρας, με τριάντα και πλέον έργα του ανεβασμένα στο Βουκουρέστι και σε άλλες πόλεις της χώρας. Το 2009, το έργο του "Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα" απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου της Αβινιόν.
Προπώληση εισιτηρίων: more.com
Περισσότερες πληροφορίες
Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα
Μέσα από ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο διαδραματίζεται η ρεαλιστική ιστορία του Βίγκαν και της Γιάσμινσκα, που επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιού που πολεμούσε. Η τοπική κοινωνία τους αντιμετωπίζει με καχυποψία αναζητώντας τρόπους να εκμεταλλευτεί οικονομικά το πένθος τους. Οι άνθρωποι, ζωντανοί ή νεκροί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέσα εκμετάλλευσης για την παραγωγή κέρδους. Η μοναδική πηγή εσόδων του ζευγαριού είναι η κόρη τους, Ίντα, η οποία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μπλέχτηκε σε κύκλωμα σωματεμπορίας και πλέον εκπορνεύεται στην κεντρική Ιταλία. Η Ίντα βιώνει μια παράλληλη ιστορία εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.