Του αρέσουν τα ταβερνάκια που δεν έχουν σεβίτσε και τα εστιατόρια που μοιάζουν με τις παραστάσεις του: "σα να ήταν από πάντα εκεί". Και λίγο πριν την πρεμιέρα του "The Humans" στο θέατρο Μουσούρη (Πλ. Καρύτση, Αθήνα, 2103310936), κι αμέσως μετά τη σκηνοθεσία της τελετής απονομής των 30ων Χρυσών Σκούφων, αλλά και αυτή των Top Notch, παρέα με τη μεγάλη γιορτή για τις τρεις δεκαετίες ζωής του σημαντικότερου γαστρονομικού θεσμού της χώρας, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μας μιλά για το θέατρο, τη γαστρονομία, την τηλεόραση, τη ζωή και τον κόσμο, σα σε μια χαλαρή κουβέντα γύρω απ’ το οικογενειακό δείπνο της Ημέρας των Ευχαριστιών. Έστω κι αν ο ίδιος δεν μαγειρεύει παρά μόνο βραστά αυγά…
Πριν από μερικές εβδομάδες σκηνοθετήσατε την τελετή απονομής των 30ών Χρυσών Σκούφων, ενώ την περασμένη Δευτέρα επιμεληθήκατε τη σκηνοθεσία των βραβείων Top Notch, αλλά και της μεγάλης γιορτής για τις τρεις δεκαετίες ζωής του πιο σημαντικού γαστρονομικού θεσμού της χώρας. Εσείς προσωπικά πώς τα πάτε με τη γαστρονομία;
Μου αρέσει τα πράγματα, είτε είναι παραστάσεις, είτε σπίτια, φαγητά, ή εστιατόρια, ή ακόμη και τα ίδια μου τα ρούχα, να αποπνέουν την αίσθηση ότι ήταν από πάντα εκεί.
Ιδιωτικά δεν έχω καμία σχέση· μαγειρεύω μόνο αβγά βραστά. Κοινωνικά, βγαίνω σε εστιατόρια, αλλά προτιμώ εκείνα που μου δίνουν πιο οικείες γεύσεις. Μου αρέσει τα πράγματα, είτε είναι παραστάσεις, είτε σπίτια, φαγητά, ή εστιατόρια, ή ακόμη και τα ρούχα, να αποπνέουν την αίσθηση ότι ήταν από πάντα εκεί. Θα απολαύσω φυσικά και μια γαστρονομική εμπειρία υψηλού επιπέδου, αλλά δεν θα την επιζητήσω. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έχει αρχίσει να με ενοχλεί η τόσο έντονη και διαρκής συζήτηση για το φαγητό: όλη αυτή η κουλτούρα των foodies, δηλαδή, όπως κι όλο αυτό που φέρνει μαζί της. Για να το πω διαφορετικά, θα μου άρεσε πάρα πολύ να μπορώ να πάω σε μια ταβέρνα σε ένα νησί και να μην έχει σεβίτσε. Θεωρώ δε ότι, όπως στο θέατρο έτσι και στην κουζίνα, το να φτιάξεις κάτι το αναγνωρίσιμο, αλλά να το κάνεις τέλειο, είναι απείρως δυσκολότερο από το να κάνεις ένα επιτυχημένο γαστρονομικό πείραμα. Γιατί αν κάνεις το καλύτερο κοτόπουλο με πατάτες, είναι κάτι που μπορεί ο οποιοσδήποτε να το αντιληφθεί και να σε βγάλει ψεύτη αν δεν το πετύχεις. Ενώ ποιος θα το καταλάβει αν πάει στραβά ένα γαστρονομικό πείραμα; Μόνο ο γευσιγνώστης του "αθηνοράματος"… Αντίστοιχα, στο θέατρο μπορείς να ακολουθήσεις διάφορες φόρμες, μία εκ των οποίων είναι και ο ρεαλισμός. Μόνο που επειδή είναι μια φόρμα πολύ αναγνωρίσιμη, ο θεατής μπορεί πολύ γρήγορα να καταλάβει αν αυτό που βλέπει είναι αλήθεια ή όχι.
Φέτος επιστρέφετε στο θέατρο με το έργο "The Humans" του Στίβεν Κάραμ, που ξεκινά παραστάσεις στις 11 Οκτωβρίου. Αυτό σε ποιο είδος θεατρικής… κουζίνας εμπίπτει;
Η προσωπική μου αίσθηση για το έργο είναι ότι πρόκειται για αριστούργημα. Είναι ένα έργο που θα μπορούσε να είχε γράψει ο Τσέχοφ, αν το Τσέχοφ έγραφε θέατρο στον 21o αιώνα. Κι αυτό επειδή η φόρμα του θυμίζει πάρα πολύ νατουραλισμό, με πρόσθετο χαρακτηριστικό τον τρόπο με τον οποίο έχουν δημιουργηθεί οι διάλογοι, καθώς ουσιαστικά οι ρόλοι μιλούν ο ένας πάνω στον άλλο.
Κάτι σαν ταινία του Γούντι Άλεν δηλαδή…
Ακριβώς, δίνει πάρα πολύ την αίσθηση παλιάς ταινίας του Γούντι Άλεν, από τον νεοϋορκέζικο κύκλο του: τραπέζια με φίλους –ή, σ’ αυτή την περίπτωση, με την οικογένεια– όπου ο ένας μιλά πάνω στον άλλο, χωρίς να αισθάνεσαι πουθενά το φορμαλισμό ενός στημένου θεάματος. Αυτή είναι και η σκηνοθετική αποστολή: να δημιουργήσεις ένα έργο που να μοιάζει σχεδόν μη σκηνοθετημένο. Να μοιάζει, δηλαδή, με ζωή, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο… Είμαι, όμως, μεγάλος θιασώτης της φράσης που αποδίδεται στον Γκαίτε, ότι "ένα βιβλίο πρέπει να γράφεται δύσκολα και να διαβάζεται εύκολα".
Και ως προς το περιεχόμενο της φόρμας, την υπόθεση δηλαδή;
Μπορείς να κάνεις πολλές παραστάσεις, να ανεβάσεις διάφορα έργα, όμως το θέμα είναι το εξής: με ποια ματιά θέλεις να δείξεις στους θεατές τον κόσμο;
Αυτή είναι που κάνει το έργο πολύ ξεχωριστό. Η ιστορία είναι πάρα πολύ απλή: Μια οικογένεια, που αποτελείται από τον πατέρα (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) και τη μητέρα (Θέμις Μπαζάκα), τη μάνα του πατέρα (Ξένια Καλογεροπούλου) που είναι σε κατάσταση άνοιας, τις δύο κόρες (Μαρία Πετεβή και Ειρήνη Μακρή) και το σύντροφο της μικρής (Κωνσταντίνος Ασπιώτης), συναντιούνται για να γιορτάσουν τις Ευχαριστίες. Η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι όπου έχουν μόλις μετακομίσει η μικρή κόρη και ο σύντροφός της, στην Τσάιναταουν του Μανχάταν, ενώ οι γονείς έρχονται απ’ τη μικρή πόλη όπου βρίσκεται το πατρικό. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, μαζεύονται εκεί, και στο έργο δε συμβαίνει απολύτως τίποτε, μέχρι το φινάλε. Είναι όμως μια σειρά από φοβερά καλογραμμένους χαρακτήρες και μέσα από τις συνομιλίες και τις πράξεις τους ξετυλίγονται τα θέματα που κουβαλάνε, τα οποία είναι όλα τα θέματα που απασχολούν τη ζωή ενός σύγχρονου δυτικού ανθρώπου· εκεί είναι το ζουμί.
Εκεί εντοπίζετε τον Τσέχοφ; Στην πλοκή μέσα από τη δραματουργία;
Ναι, όταν η πλοκή προκύπτει μέσα από τη δραματουργία, χωρίς τα επεισόδια της δράσης να είναι καθοριστικά. Όμως, δεν είναι ένα έργο που χρειάζεται πλοκή για να σε ιντριγκάρει. Το παρακολουθείς για το πόσο ζωντανοί είναι οι χαρακτήρες του, το πόσο τους αγαπάει ο συγγραφέας –επίσης ένα στοιχείο στο οποίο διαφαίνεται ο Τσέχοφ–, το πόσο μας κάνουν να αναμετρηθούμε τελικά με αυτό που βλέπουμε στον καθρέφτη. Υπάρχει μια προμετωπίδα στο έργο, την οποία είχε γράψει ο Ναπόλεον Χιλ: "Κάθε άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα συναντηθεί με τους παρακάτω φόβους: της φτώχειας, της αποτυχίας, του θανάτου, της αρρώστιας, του να χάσεις την αγάπη κάποιου". Αυτοί λοιπόν οι φόβοι είναι οι φόβοι των περισσότερων ανθρώπων στο Δυτικό κόσμο σήμερα. Επιπλέον, το έργο ασχολείται γενναία με το πρόβλημα των χρημάτων, το οποίο στο σύγχρονο θέατρο συνήθως δεν το πιάνουμε. Όμως εδώ ο Κάραμ μιλά για το πώς ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων έμειναν πίσω από μια εποχή υψηλής εξειδίκευσης και εφοδίων που πάρα πολλοί δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν, τα οποία άφησαν πίσω ολόκληρη την τάξη που λέμε lower middle class. Κι έτσι μιλά γι’ αυτό που πολύ έχουμε νιώσει, ότι ενώ πιστεύαμε πώς τα πράγματα θα πηγαίνουν προς τα μπρος, ξαφνικά καταλαμβανόμαστε από μια αίσθηση καθήλωσης, ή ακόμη χειρότερα, οπισθοδρόμησης.
Δεν ακούγεται ακριβώς ως έργο για μια χαλαρή έξοδο Παρασκευής, πάντως…
Κι όμως, είναι κωμωδία! Έχει αυτό το χαρακτηριστικό των αγγλοσαξονικών έργων που μου αρέσει τρομερά, δηλαδή μπορεί να παρουσιάσει αυτόν τον κόσμο σε όλη τη δραματική του διάσταση, αλλά και από την κωμική του πλευρά. Είναι κωμωδία με τον τρόπο που είναι και ο "Θεός της Σφαγής": όταν το διαβάζεις δεν είναι καθόλου κωμικό, όμως λειτουργεί πάρα πολύ σαν κωμωδία, ακριβώς λόγω του πόσο καλογραμμένο είναι. Έτσι και στο "The Humans" οι χαρακτήρες είναι τόσο δυνατοί, που αποκλείεται να μη βρεις αυτόν με τον οποίο θα ταυτιστείς. Κι αυτό που είναι πολύ σημαντικό, είναι το πόσο πολύ αγαπιέται αυτή η οικογένεια. Η αγάπη είναι που της δίνει τη δύναμη να περνάει μέσα απ’ όλη αυτή τη θάλασσα των προβλημάτων και των φοβιών σαν ένα ταχύπλοο, που δεν βυθίζεται από τα κύματα, αλλά περνάει από πάνω τους.
Η Αθήνα, και η Ελλάδα ευρύτερα, μπαίνει στο φθινόπωρο με δικά της κύματα να την περιτριγυρίζουν. Πώς βλέπετε να πηγαίνει το θέατρο φέτος, θα επαναληφθεί η θεαματική περσινή χρονιά;
Δυστυχώς με το θέατρο δεν μπορείς να κάνεις προβλέψεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βρεις κάτι που να σου μιλήσει εσωτερικά και να το φέρεις όσο καλύτερα μπορείς στη σκηνή.
Πρέπει να σου πω το εξής: εγώ που είμαι ένας γενικά πολύ αισιόδοξος άνθρωπος και αρκετές φορές την πατάω γι’ αυτό, πέρσι ήμουν απαισιόδοξος, περίμενα ότι θα είναι μια δύσκολη σεζόν. Ότι θα ξανάρθει κάποιο στέλεχος του ιού, ότι θα έχουμε την ακρίβεια και τον πληθωρισμό λόγω πολέμου στην Ουκρανία κ.ο.κ. Κι αυτός ήταν ένας πολύ ισχυρός λόγος για τον οποίο δεν έκανα καθόλου θέατρο πέρσι, παρά μόνο τις επαναλήψεις της παράστασης "Το Σώσε" για ένα μήνα. Αποδείχθηκα τελείως λάθος, γιατί το θέατρο έσκισε. Δυστυχώς με το θέατρο δεν μπορείς να κάνεις προβλέψεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βρεις κάτι που να σου μιλήσει εσωτερικά και να το φέρεις όσο καλύτερα μπορείς στη σκηνή. Δεν σου κρύβω πως όταν αποφάσισα να κάνω παράσταση φέτος – γιατί δεν το είχα στο μυαλό μου – άρχισα να ψάχνω έργα κι έπιασα να ξανακοιτάζω όλα όσα είχα στο συρτάρι, κλασικό ρεπερτόριο, σύγχρονο ρεπερτόριο κλπ. Στο ένα κάτι μου έλειπε, στο άλλο κάτι δεν μου κολλούσε… Γενικά τα τελευταία χρόνια είχα, για διάφορους λόγους, μια ψυχική και πνευματική απομάκρυνση και κούραση. Ύστερα, όμως, θυμήθηκα το "The Humans" και, ξαναδιαβάζοντάς το, ήταν σα να ξαναβρήκα την πίστη μου ότι το θέατρο μπορεί να πει κάτι.
Είναι ένα έργο που μιλά που πάρα πολύ για την εποχή μας και πάρα πολύ καίρια, αλλά μιλά με αγάπη. Γιατί, ξέρεις, μπορείς να κάνεις πολλές παραστάσεις, να ανεβάσεις διάφορα έργα, όμως το θέμα είναι το εξής: με ποια ματιά θέλεις να βάλεις τους θεατές σου να δουν τον κόσμο; Εγώ ξέρω ότι η δική μου ματιά ήταν πάντα – ακόμη και σε δύσκολες στιγμές – αγαπητική προς τους ανθρώπους. Έτσι αισθάνθηκα ότι, κάνοντας το "The Humans", μπορώ να πω στους θεατές ακριβώς αυτό που νιώθω εγώ για τον κόσμο σήμερα.
Το διάλειμμά σας από το θέατρο, πάντως, ήταν ευτύχημα για την τηλεόραση: πριν από λίγο καιρό σας είδαμε να παρουσιάζετε τους "Προδότες" και ήδη έχει αρχίσει να προβάλλεται ο "Γιατρός". Πώς αισθάνεστε για αυτή την επιστροφή, σε μια περίοδο μάλιστα όπου η τηλεοπτική μυθοπλασία γνωρίζει πιένες;
Οι "Προδότες" ήταν κάτι που διασκέδασα πάρα, μα πάρα πολύ. Είχε πολύ πλάκα κι ήταν ένα παιχνίδι που έλεγε από την αρχή ότι είμαι παιχνίδι, τίποτε παραπάνω, ενώ καλούσε τους παίκτες να είναι ρόλοι, κι έτσι δεν χρειαζόταν να παριστάνουν ότι δεν παριστάνουν κάτι. Ο "Γιατρός", απ’ την άλλη, είχε έναν ρόλο – ρολάρα, κι αυτό ήταν που με κινητοποίησε. Πρόκειται για ιταλικό φορμά, βασισμένο στην αληθινή ιστορία ενός γιατρού που λόγω ενός τραύματος στον προμετωπιαίο λοβό, έχασε 12 χρόνια από τη μνήμη του. Βρίσκεται, δηλαδή, 12 χρόνια πίσω στη ζωή του, έχοντας χάσει πολύ σημαντικά κεφάλαια. Πολύ ενδιαφέρων ρόλος, σε πάρα πολύ υψηλού επιπέδου παραγωγή, με εξαιρετικό σκηνοθέτη κι εξαιρετικό διευθυντή φωτογραφίας. Ξέρεις, με την εξαίρεση του "Λόγω Τιμής", που ήταν μια συνέχεια του αρχικού, κι ένα cameo στο "Έτερος Εγώ", είχα να πω "ναι" στην τηλεόραση πάρα πολλά χρόνια - από το 2007. Και δεν μου είχε λείψει καθόλου. Όταν είδα τον "Γιατρό", όμως, αισθάνθηκα ότι μπορούσε να γίνει κάτι εξαιρετικό και πιστεύω ότι αυτό ακριβώς καταφέραμε.
Τι είναι αυτό που έχει πυροδοτήσει την έκρηξη της ελληνικής μυθοπλασίας στο τηλεοπτικό σκηνικό;
Οφείλεται σε πάρα πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων η δράση του ΕΚΟΜΕ και η ευγενής άμιλλα των καναλιών. Και βέβαια, στις πλατφόρμες, οι οποίες αποτελούν πια ένα 25-30% της καθημερινής τηλεθέασης (ποσοστό μάλιστα το οποίο δεν καταγράφεται στα νούμερα της AGB), προσφέροντας πρόσβαση σε τελείως άλλα προϊόντα, τα οποία καλλιεργούν ένα διαφορετικό τηλεοπτικό κοινό, με μεγαλύτερες απαιτήσεις. Με την έννοια αυτή, όταν θα σερβίρεις πλέον κάτι στην ελεύθερη τηλεόραση, πρέπει να έχει σαφώς ανώτερη ποιότητα κατασκευής κι αυτό είναι μόνο θετικό.
Επίσης, χάρη σε εμπνευσμένους 'Έλληνες creators, τα κανάλια άρχισαν να απευθύνονται σε σημαντικούς ηθοποιούς του θεάτρου, τους οποίους δύσκολα θα έπαιρναν παλιότερα, από φόβο ότι δεν τους ξέρει το τηλεοπτικό κοινό. Τους έβαλαν, όμως, σε σωστούς ρόλους κι είδαν ότι το σύστημα λειτούργησε. Τη συγκεκριμένη τακτική, ξέρεις, εγώ την ακολουθώ στα cast που συγκεντρώνω στο κέντρο της Αθήνας εδώ και αρκετά χρόνια: διαλέγοντας δηλαδή ηθοποιούς που δεν ανήκουν απαραίτητα στο αμιγώς εμπορικό θέατρο, αλλά είναι ηθοποιοί με κύρος και ικανότητα. Και ξέρω ότι όταν φτιάξεις μια ενδιαφέρουσα παράσταση με τους ηθοποιούς αυτούς, ο κόσμος θα πάει να τους δει.
*Το βραβευμένο με Tony Award "The Humans" του Στίβεν Κάραμ, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, με τους Λάζαρο Γεωργακόπουλο, Θέμις Μπαζάκα, Κωνσταντίνο Ασπιώτη, Μαρία Πετεβή, Ειρήνη Μακρή και Ξένια Καλογεροπούλου θα παίζεται στο θέατρο Μουσούρη από 11 Οκτωβρίου.
Περισσότερες πληροφορίες
The Humans
Η συναρπαστική, βραβευμένη με Τόνι τραγικωμωδία βουτά στην ανθρώπινη ψυχή, καθώς ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της οικογένειας Μπλέικ, προσκαλώντας το κοινό να παρακολουθήσει από κοντά τις αγωνίες, τα όνειρα και τους ανομολόγητους φόβους τους. Το έργο του καταξιωμένου Αμερικανού συγγραφέα που γράφτηκε το 2014, αποτυπώνει την ουσία και τις ατέλειες της ανθρώπινης ύπαρξης με ακρίβεια, συμπόνια και απαράμιλλη αυθεντικότητα, διεισδύοντας στις σχέσεις και τα συναισθήματα. Η υπόθεση εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια ενός απογεύματος την ημέρα των Ευχαριστιών. Οι γονείς, Έρικ και Ντίντρι, μαζί με τη μητέρα του πρώτου, Μόμο, που είναι σε αναπηρικό καροτσάκι και πάσχει από άνοια, και τη μεγάλη τους κόρη Έιμι, επισκέπτονται τη μικρότερη Μπρίτζετ και τον σύντροφό της Ρίτσαρντ στο διαμέρισμα τους στην Τσάιναταουν της Νέας Υόρκης.