Δώστε μας με λίγα λόγια μια ιδέα για το τι θα δούμε στο "Σπίτι" (από τις 30/9 στη Μικρή Σκηνή της Στέγης).
Φιντέλ Ταλαμπούκας: Σαν πρώτη εικόνα έχουμε ένα σύγχρονο και απρόσωπο διαμέρισμα, όπου δύο ανθρώποι (που δεν καταλαβαίνουμε τι σχέση έχουν μεταξύ τους), κάνουν τις καθημερινές τους πράξεις, βάζουν πλυντήριο, φέρνουν τα ψώνια τους. Σταδιακά, όμως, αντιλαμβάνονται ότι μέσω ενός παραθύρου η βία αρχίζει και εισχωρεί με ύπουλο τρόπο μέσα στο σπίτι τους.
Αλεξία Καλτσίκη: Όσο προσπαθούν να αγνοήσουν τις ακραίες εικόνες που προβάλλονται, ολοένα και περισσότερο δεν μπορούν να παραβλέψουν την εισβολή του "έξω".
Μέσα από το παράθυρο του "Σπιτιού", εικόνες βίας εισβάλλουν εντός του χώρου των δύο ηρώων. Πώς πιστεύετε ότι επιδρά η καταιγιστική προβολή τέτοιων εικόνων στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου;
Α.Κ.: Το πρώτο πράγμα που έχω ως σκέψη για το ζήτημα αυτό είναι ότι κάθε φορά που κάτι πολύ ισχυρό φέρνει μια μετακίνηση στην καθημερινότητα των ανθρώπων, όπως συνέβη με την εμφάνιση του τηλεφώνου ή της τηλεόρασης, πάντα ξεκινούσε μια περίοδος όπου η ανθρωπότητα δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό. Επομένως, δεν το αντιμετωπίζουμε για πρώτη φορά. Ίσως η μεγάλη διαφορά είναι η ταχύτητα: πλέον οι αλλαγές εισβάλλουν στη ζωή μας με ιλιγγιώδη τρόπο.
Υπάρχουν συνέχεια ενδιάμεσοι ανάμεσα σε εμάς και την αλήθεια. Για παράδειγμα, είναι τρομακτικό το πώς πλέον κανείς διαμορφώνει γνώμη από τις εντυπώσεις των άλλων -ούτε καν τις δικές του.
-Αλεξία Καλτσίκη
Φ.Τ.: Είχα μια διαφωνία με την Αλεξία σε μια άλλη συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα. Δεν ξέρω αν οι εικόνες βίας που βλέπουμε τώρα είναι περισσότερες από ό,τι εκείνες που βλέπαμε παλιά μέσω των εφημερίδων ή των (λιγότερων) καναλιών. Και μιλάμε για εικόνες που πια δεν έχουμε τόσο πολύ. Εγώ θυμάμαι πρωτοσέλιδα με δολοφονημένους ανθρώπους μέσα στα αίματα ή σκηνές από πολέμους, όπως το κορίτσι από το Βιετνάμ στις ΗΠΑ.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι μαθαίνουμε ή διαβάζουμε κάτι για ένα περιστατικό και εμείς το φανταζόμαστε. Αυτή η διαδικασία λειτουργεί παράξενα στον ψυχισμό μας. Φτάνουμε να νιώθουμε ότι ζούμε σε έναν τρελό κόσμο. Αυτή η σκέψη, αν και όχι τελείως λάθος, αποτελεί "παγίδα": σε έναν τρελό κόσμο κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Έτσι, γινόμαστε ανήμποροι να αντιδράσουμε και αποκτάμε μια τάση να κλεινόμαστε, στον εαυτό, στην οικογένεια, στο σπίτι μας.
Θεωρείτε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τόσο εθισμένος στην εικόνα ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ζει σε μία "διαμεσολαβημένη πραγματικότητα";
Α.Κ.: Σίγουρα, δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί αυτό. Υπάρχουν συνέχεια ενδιάμεσοι ανάμεσα σε εμάς και την αλήθεια. Για παράδειγμα, είναι τρομακτικό το πώς πλέον κανείς διαμορφώνει γνώμη από τις εντυπώσεις των άλλων -ούτε καν τις δικές του. Την ίδια στιγμή, όμως, αν και είμαι συχνά, δεν θέλω να είμαι και τώρα φοβική. Θεωρώ, λοιπόν, ότι ένα κομμάτι της αντίστασης σε όλο αυτό που συμβαίνει είναι να επιτρέψεις στον εαυτό σου να μπορέσεις να πιστέψει και σε άλλες διεξόδους, να διατηρήσεις την κρίση σου και να καθαρίζεις τη σκέψη σου, με μουσική ή ένα βιβλίο ή ό,τι ταιριάζει στον καθένα. Όλα αυτά θέλουν δουλειά, όμως είναι πολύ εύκολο αυτό τον καιρό να απελπιστείς. Άλλωστε, δεν ωφελεί να αρνείται ή να απέχει κανείς από την πραγματικότητα, γιατί αυτή είναι μέσα στην οποία ζει στο τώρα.
Φ.Τ.: Δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα σε αυτό. Είναι σίγουρο ότι η εικόνα έχει μπει μες στη ζωή μας και ότι πολλά πράγματα τα αντιλαμβανόμαστε μέσω αυτής. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι ο κόσμος είναι έτσι. Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες μπορεί να είναι έτσι, αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε γενικά. Έχουμε μια τάση να μιλάμε πάντα για όλο τον κόσμο μέσω από το πώς κινείται ο δυτικός, όμως υπάρχουν και δισεκατομμύρια άνθρωποι εκτός του πλαισίου αυτού.
Τελικά, οι ρουτίνες μας και οι μικρόκοσμοι που τόσο επιμελώς προσπαθούμε να διατηρήσουμε, όπως οι χαρακτήρες που ερμηνεύετε, είναι καταφύγια προστασίας ή βολικά μέσα για να αποφύγουμε την πραγματικότητα;
Α.Κ.: Είναι και τα δύο. Οι ήρωες του έργου, για παράδειγμα, φέρονται στο "Σπίτι" ως καταφύγιο, εφόσον υπάρχει κάτι να τους απειλεί. Αναρωτιέμαι, βέβαια, πόση αντίληψη έχουμε επί της πραγματικότητας. Είναι μια μεγάλη ιστορία το κατά πόσο έχουμε πραγματικά επαφή με αυτό που συμβαίνει -όχι μόνο ενημέρωση αλλά "απτή" επαφή. Το να έχεις αντίληψη της πραγματικότητας θέλει μια ισχυρή σκέψη, να μπορείς να δεις τα πράγματα και "από έξω". Όταν κατακλύζεσαι συνέχεια από πληροφορία, δεν είσαι σε θέση να δεις την πιο μεγάλη εικόνα.
Φ.Τ.: Ναι, συμφωνώ με τη Αλεξία -είναι και τα δύο. Σίγουρα η ρουτίνα μάς βοηθάει να διατηρήσουμε μια ψυχραιμία και να αντιμετωπίσουμε προσωπικά ή κοινωνικά προβλήματα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι και ένα καταφύγιο που δεν σε αφήνει να ξεφύγεις προς κάπου αλλού. Άρα το θέμα είναι το πώς τη χρησιμοποιείς, όπως στα πάντα.
Λόγω της ύπαρξης αυτών των σκηνών από ακραία περιστατικά, υπήρξαν δύσκολες ή έντονες στιγμές κατά τη διάρκεια των προβών;
Δεν γίνεται να υπήρχαν τόσες πυρκαγιές και αυτό το καλοκαίρι και να μη σκεφτώ: "Το παιδί μου θα προλάβει το δάσος; Θα επιβιώσει σε ένα καυτό κλίμα;"
-Φιντέλ Ταλαμπούκας
Α.Κ: Υπήρξαν, όμως δεν ήταν οι εικόνες βίας ο λόγος, γιατί δε βλέπουμε ένα μεγάλο μέρος του βίντεο, το οποίο προβάλλεται στο παράθυρο. Εμείς είμαστε σε μια άλλη διαδικασία μέσα στο σπίτι. Το κοιτάμε βέβαια, αλλά δεν έχουμε συνολική αντίληψη. Το βίντεο αυτό είναι φτιαγμένο από μοντάζ πραγματικών στιγμών. Έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά η Γκέλυ (ΣτΣ: Καλαμπάκα, η δημιουργός του βίντεο) πολυσύνθετη, αλλά και επίπονη για την ίδια, γιατί έπρεπε να κοιτάζει ένα υλικό που όλοι αποφεύγουμε να δούμε.
Φ.Τ.: Ναι, πράγματι υπήρξαν. Η Γκέλυ, φτιάχνοντας αυτό το καταπληκτικό βίντεο, δοκίμαζε διάφορες εικόνες ψάχνοντας να δει μέχρι ποιο σημείο μπορεί να πάει. Έτσι, ενώ κάναμε πρόβα, ξαφνικά είδα μια εικόνα ακραίας βίας (η Αλεξία δεν την είδε γιατί είχε έναν μονόλογο τότε) και απλά έκλεισα τα μάτια μου σε μια προσπάθεια να κρυφτώ. Η φράση "μου σηκώθηκε η τρίχα" είναι μικρή. Δεν είναι έτσι πια, όμως. Η Γκέλυ προσπάθησε να δοκιμάσει διάφορα πράγματα και όλα είναι τώρα πιο πειραγμένα και όχι τόσο in-yer-face.
Ολοένα και περισσότερες παραστάσεις ασχολούνται με το ζήτημα της βίας. Είναι, τελικά, αυτό ένα σύμπτωμα της εποχής μας;
Α.Κ.: Όχι, δεν είναι ένα σύμπτωμα της εποχής μας. Η βία υπάρχει μέσα στη φύση του ανθρώπου από τότε που εμφανίστηκε. Πιστεύω ότι η τάση του ανθρώπου είναι να είναι βίαιος, αυτή είναι η φύση μας, έτσι πρωτοεμφανιστήκαμε. Αλλά, επειδή δεν είμαστε μόνο ζώα έχουμε βρει τον τρόπο να διαχειριστούμε αυτά τα ένστικτα, που είναι το πιο σημαντικό. Αυτό, λοιπόν, που τώρα μας προβληματίζει είναι ότι αυτοί οι τρόποι υποχωρούν και ότι πιο εύκολα κάποιος ακολουθεί το δρόμο της βίας και της αυτοδικίας παρά της σκέψης, της συγκράτησης της ή της μεταμόρφωσης της βίας σε κάτι που μπορεί να είναι ωραίο.
Φ.Τ.: Εάν ρωτήσουμε έναν ιστορικό -και το έχω ακούσει προσωπικά- είμαι σίγουρος ότι θα μας πει πως η εποχή που ζούμε είναι η εποχή με τη λιγότερη βία. Η γενιά του '40 έχει ζήσει έναν παγκόσμιο πόλεμο. Πριν από αυτόν υπήρχαν αποικίες με βία που δεν μπορεί να φανταστεί άνθρωπος -το Βέλγιο έκοβε χέρια ανθρώπων στο Κονγκό. Στατιστικά, πιστεύω, έχουμε λιγότερη βία (χωρίς να σημαίνει αυτό επ’ ουδενί ότι είναι "όλα καλά"). Δεν ξέρουμε πώς να τη διαχειριστούμε; Τη μαθαίνουμε πιο πολύ; Μας την προβάλλουν περισσότερο; Δεν είμαι σίγουρος.
Έχετε νιώσει ποτέ το δικό σας "σπίτι" να γίνεται αφιλόξενο, όπως συμβαίνει στους ήρωες του έργου;
Φ.Τ.: Φυσικά, όλοι μας το έχουμε νιώσει, ειδικά με τα τελευταία γεγονότα. Είτε αυτά είναι φυσικές καταστροφές, είτε απουσία του κράτους που τις εντείνει, νιώθεις ότι η βία εισέρχεται και μέσα σε εσένα, στον οικείο σου χώρο. Το ίδιο συμβαίνει και όταν βλέπεις ή ακούς ή διαβάζεις για αυτό που έγινε με τον Αντώνη και το καράβι της Blue Star ή όταν διαβάζεις ένα εργατικό νομοσχέδιο, που ουσιαστικά επιτρέπει τις 13 ώρες εργασίας την ημέρα. Όλα αυτά είναι φρικτά και επεμβαίνουν σε οποιοδήποτε χώρο ασφάλειάς μου. Δεν γίνεται να πάω σπίτι και να μη σκεφτώ ότι σε 10-15 χρόνια που θα βγει στην αγορά εργασίας το παιδί μου θα έχει να αντιμετωπίσει αυτό τον κόσμο. Δεν γίνεται να υπήρχαν τόσες πυρκαγιές και αυτό το καλοκαίρι και να μη σκεφτώ: "Το παιδί μου θα προλάβει το δάσος; Θα επιβιώσει σε ένα καυτό κλίμα;"
Α.Κ.: Για μένα το σπίτι δεν γίνεται αφιλόξενο, απλά λιώνει, καταστρέφεται, όπως και οι ίδιοι οι χαρακτήρες. Αυτοί είναι το σπίτι και το σπίτι είναι αυτοί. Βέβαια, αν το δούμε και πιο μεταφορικά και όχι απαραίτητα για τη βία, όλοι οι άνθρωποι φτιάχνουμε τις μυθολογίες μας στη ζωή, που μας είναι αναγκαίες για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Όταν, ωστόσο, αυτές οι μυθολογίες σε αποκόπτουν από αυτό που συμβαίνει ή γίνονται η "πανοπλία" σου, κάποια στιγμή έρχεται η πραγματικότητα και σου λέει ότι δεν μπορείς να γλυτώσεις από αυτήν. Επίσης, θεωρώ ότι οι άνθρωποι αλλάζουμε τις μυθολογίες μας. Ματαιωνόμαστε από κάτι που συμβαίνει και σιγά σιγά στεκόμαστε ξανά στα πόδια μας και φτιάχνουμε ένα καινούργιο σύστημα στο οποίο πιστεύουμε για τον εαυτό μας και για τους άλλους.
Το έχετε νιώσει κι εσείς αυτό το συναίσθημα της ματαίωσης;
Α.Κ.: Εκατοντάδες φορές.
Το έργο εστιάζει κυρίως στη δράση μέσα στη σιωπή. Τι προκλήσεις και τι πλεονεκτήματα συναντά ο ηθοποιός όταν καλείται να χρησιμοποιήσει τόσο λίγο τον λόγο;
Α.Κ.: Καταρχάς, δεν μιλάμε για ένα έργο που είναι στην απόλυτη σιωπή. Υπάρχει λόγος, ο οποίος, όμως, είναι υποτυπώδης, και αυτό μου αρέσει πολύ. Γιατί, μιας και μιλάμε και για κλονισμούς, και το θέμα της σκηνής και του θεάτρου είναι σε μια πολύ μεγάλη ρευστότητα -και πώς να μην είναι εφόσον αλλάζουμε όλοι και το θέατρο συνομιλεί απόλυτα με το τώρα. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό που δεν έρχεται να ακολουθήσει σκληροπυρηνικά μια συγκεκριμένα φόρμα.
Ο δρόμος που έχει επιλεγεί είναι κάτι ενδιάμεσο που δεν μπορεί εύκολα να κατηγοριοποιηθεί στο δίπολο "απόλυτη σιωπή-θεατρικό κείμενο". Το ερώτημα για μένα ως ηθοποιό είναι το πώς μπορείς να είσαι πάνω στη σκηνή δημιουργώντας κάτι με σκηνική αξία, χωρίς να φαίνεται στο κοινό ο λόγος που έχει σκηνική αξία. Οι κώδικές σου, δηλαδή, να είναι τόσο απλοί, ώστε να μη γίνονται φανεροί, σαν να μας βλέπουν οι θεατές μέσα από την κλειδαρότρυπα. Αυτό ισχύει για τον λόγο αλλά και τη δράση στο "Σπίτι".
Φ.Τ.: Δεν έχει καμία διαφορά αν έχει πολύ ή καθόλου λόγο ή μόνο κίνηση. Είναι το ίδιο σε προσωπικό επίπεδο. Αλλά και κάθε ηθοποιός μπορεί να πει ότι και ο λόγος βγαίνει σωματικά, δεν "κάθεσαι" και αυτός απλώς συμβαίνει. Συμφωνώ, πάντως, με την Αλεξία: προσπαθήσαμε να διώξουμε από την κίνηση μας, όσο μπορούσαμε, κάθε θεατρικότητα, ακόμα και με τον κίνδυνο να γίνουμε "βαρετοί", ώστε να είμαστε σε μια ισοτιμία με τον χώρο, σχεδόν να ξεχαστούμε από το μάτι του θεατή -ιδίως στην αρχή.
Μιλήστε μας και για τη συνεργασία σας με τον Δημήτρη Καραντζά, που όχι μόνο σκηνοθετεί το έργο αλλά είναι και ο συγγραφέας του, αυτή τη φορά.
Α.Κ.: Με τον Δημήτρη πρωτογνωριστήκαμε το 2014. Εξαρχής μου είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο διάβαζε τα κείμενα και αναγνώριζε τις δομές τους. Αυτό που με συγκινεί σε αυτόν είναι ότι δεν διστάζει να αμφισβητήσει κεκτημένα του. Ελπίζω να συνεχίσει έτσι!
Όσον αφορά αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά, καταρχάς να πω ότι ξεκίνησε από τον Δημήτρη που είχε την πρόθεση να ασχοληθεί με την "Παρέλαση" της Λούλας Αναγνωστάκη και ένα διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ, χωρίς να υπάρχει κείμενο, μόνο κάποια ζητούμενα που άρχισαν να γίνονται πιο έντονα στην πορεία. Εκείνος μαζί με την υπόλοιπη ομάδα (τη Γκέλυ Καλαμπάκα στο βίντεο, τον Γιώργο Ραμαντάνη στη μουσική, τον Τάσο Καραχάλιο στην κίνηση και την Κλειώ Μπομπότη στη σκηνογραφία) συναντήθηκαν και έστησαν τον κόσμο αυτό πριν έρθουμε ο Φιντέλ και εγώ.
Εγώ δεν είχα ξανά υπάρξει σε τέτοια τέτοιου είδους συνάντηση, δεν είχα ξαναδουλέψει έτσι. Πρόθεσή μου ήταν να κολυμπήσω μαζί με τους υπόλοιπους και όπου πάμε. Και να πω ότι, επειδή το κείμενο γράφτηκε μετά και ξέρω πόσο ιδιαίτερη είναι η έκθεση του να γράφεις και να σκηνοθετείς, εμένα με ενδιαφέρει πολύ όταν κάποιος επιλέγει να εκτεθεί προσωπικά. Και να προσθέσω ότι, όσο περνάνε τα χρόνια (και λόγω των εποχών που ζούμε) παίζει πολύ μεγάλο ρόλο να μην υπάρχει τοξικότητα στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόμαστε. Είναι πολύ άγριο το τοπίο που συναντάμε έξω, είτε είναι "έξω" στο κινητό μας, είτε έξω στο δρόμο, οπότε παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η ανθρώπινη συμπεριφορά. Τέτοιες είναι οι δουλειές του Δημήτρη.
Φ.Τ.: Ο Δημήτρης, άλλωστε, ως σκηνοθέτης καταφέρνει να σε πείσει για την ιδέα του με πολύ ήπιο, γλυκό τρόπο χωρίς τάση εξουσίας. Και τον ακολουθείς γιατί ξέρει ακριβώς τι θέλει και πώς θα το πάει, ξέρει πού θα αφήσει τον χώρο στον ηθοποιό και πού θα του κλείσει τον χώρο για να βρει εκείνος την ελευθερία του μέσα στο κλείσιμο. Και καταφέρνει να δημιουργεί καλλιτεχνικές συνθήκες οι οποίες είναι δημιουργικές και ευχάριστες.
Η έκπληξη ήταν τα κείμενα που έγραψε και συμπεριλήφθηκαν στο έργο αυτό. Εγώ δεν είχα ξαναδιαβάσει κείμενα του Δημήτρη και πραγματικά με εξέπληξαν όσον αφορά τον τρόπο γραφής. Μου φάνηκε πολύ σύγχρονος και ότι είχε μια ανθρωπιά και μια ανοιχτωσιά ενός ανθρώπου που λέει κάτι που τον έχει πληγώσει στον κόσμο όπου ζει. Πέρα από το ότι ήταν τεχνικά πολύ ωραιά, αυτό που με συγκίνησε ήταν η ειλικρίνειά τους.
Περισσότερες πληροφορίες
Το σπίτι
Δύο πρόσωπα (αδέρφια; συγκάτοικοι; σύντροφοι;) περνούν μια ημέρα στο σπίτι τους, σε μια οποιαδήποτε μεγαλούπολη από αυτές όπου οι άνθρωποι ζουν σε σπίτια-κελιά. Η καθημερινή ρουτίνα των ηρώων εισβάλει στους αρμούς της σκέψης τους και καταλαμβάνει τη σκηνή. Οι δυο τους περιχαρακώνονται για να μην αναμετρηθούν με την πραγματικότητα, όμως, όσο συνεχίζεται η ημέρα τους, ένα παράθυρο μεταμορφώνεται σε μια χοάνη, ένα εφιαλτικό καλειδοσκόπιο, από το οποίο παρελαύνουν διαφορετικές εκφάνσεις της βίας της εποχής μας και ακραίες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του 21ου αιώνα. Τα δύο πρόσωπα, παθητικοί δέκτες της βίας των εικόνων, προσπαθούν να συνεχίσουν τη φροντίδα του μικρόκοσμού τους μέχρι η βία να εισβάλει στο καταφύγιό τους.