Ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς φαίνεται εκ πρώτης όψεως να πήρε μια "εύκολη συνταγή", αλλά αυτό που δημιούργησε μαζί με τους συνεργάτες του ξεπέρασε κατά πολύ το επίπεδο μιας απλής βιωματικής παράστασης. Ναι, οι site specific παραστάσεις, που δημιουργούνται για να παρουσιαστούν σε ένα συγκεκριμένο χώρο, συνήθως μη θεατρικό, έχουν σχεδόν πάντα τη γοητεία τους, καθώς ανανοηματοδοτούν χώρους που προσπερνάει το καθημερινό βλέμμα και μας (επανα)συνδέουν μέσω της θεατρικής διαπραγμάτευσης με περασμένα ή/και άγνωστα γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις.
Η ιδέα του -πολλάκις δραστηριοποιούμενου στη χώρα μας- Σέρβου σκηνοθέτη να παρουσιάσει τους αισχύλειους "Πέρσες" -δηλαδή την πρώτη σωζόμενη τραγωδία, που αφηγείται την ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα- ως περιπατητική παράσταση στον τόπο όπου διεξήχθη η ιστορική ναυμαχία, ακούγεται από αυτή την άποψη "αβανταδόρικη"˙ ένας έξυπνος τρόπος να προσελκυθεί το ενδιαφέρον και η συναισθηματική ανταπόκριση του κοινού. Πόση δουλειά όμως, πόση τέχνη, τι υπέροχες ιδέες και πόσο αξιέπαινη εκτέλεση έκρυβε αυτό το "ταξίδι στο πεδίο των ψυχών"!
Η περφόρμανς ξεκίνησε με τη δύση του ήλιου από το λιμανάκι του Περάματος Μεγαρίδος, απέναντι από το νησί της Σαλαμίνας, όπου ο οχταμελής Χορός (Γιώργος Ζυγούρης, Νίκος Ιατρού, Δημήτρης Καραμάνος, Εμμανουήλ Κοντός, Νικόλας Μακρής, Νικόλας Ντούρος, Θανάσης Ραφτόπουλος) με κορυφαία τη Μυρτώ Αλικάκη περιμένει μια είδηση για την έκβαση της εκστρατείας του Ξέρξη. Δεν βρισκόμαστε στα Σούσα, ούτε ο Χορός είναι οι γέροντες Πέρσες που έχουν μείνει εκεί, παροπλισμένοι καθώς είναι από την ηλικία τους. Είναι άνδρες στην ακμή τους, νέοι στρατιώτες, φαντάσματα αυτών που χάθηκαν, είναι οι μητέρες και οι γυναίκες τους, σε μια τελευταία επιστροφή στον τόπο του αφανισμού τους.
Γι’ αυτό όταν φτάσει το φέρι που θα τους περάσει απέναντι -μαζί και τους θεατές/συνοδοιπόρους σε αυτή την επιστροφή-, θα τους υποδεχτεί στην μπουκαπόρτα το "νεκρό" σώμα του Ξέρξη (Δημήτρης Ήμελλος), σαν το φάντασμα αυτού που αναζητούσαν. Κι όταν όλοι μαζί επιβιβαστούμε στο καράβι, μας περιμένει η Άττοσα (Μαρία Ζορμπά), που ανήσυχη από το όνειρό της μοιράζεται την αγωνία της με το Χορό για την τύχη του γιου της. Και όσο αυτό το επεισόδιο εκτυλίσσεται, και ο Χορός πότε με τα μάτια στραμμένα ψάχνει τη Σαλαμίνα απέναντι και πότε αντιδράει στα λόγια της Άττοσας, το φέρι στροβιλίζεται, μεταφέροντας τη δίνη μιας ταραγμένης συναισθηματικής κατάστασης και μιας παρελθούσας καταστροφής και παίρνει μέρος στην κινησιολογικη δουλειά που υπογράφει η Αμάλια Μπένετ.
Το φέρι θα φτάσει απέναντι και εκεί ο Αγγελιαφόρος (Θοδωρής Αντωνιάδης) θα μεταφέρει την κακή είδηση: "Ξεκληριστήκαμε" είναι η πρώτη λέξη του, και ο ήλιος έχει πια δύσει, ο ουρανός έχει βαφτεί κόκκινος. Όλη αυτή την ώρα, καθώς και όση θα ακολουθήσει, η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού (εκτελεσμένη από μουσικούς που μπλέκονται με τους ηθοποιούς και άλλους ακροβολισμένους στο φυσικό τοπίο) γράφει το δικό της έργο, υπογραμμίζοντας το συναίσθημα του αισχυλικού πρωτότυπου. Εδώ θα ειπωθεί το περίφημο "ίτε παίδες Ελλήνων" χωρίς ίχνος πατριωτικής ρητορικής ή συναισθηματικής έξαρσης, χαμηλόφωνα, σχεδόν ξέπνοα˙ γιατί οι "Πέρσες" δεν είναι μια τραγωδία για την υπεροχή των Ελλήνων αλλά μια τραγωδία από την πλευρά των ηττημένων για τη συντριβή που φέρνει η αλαζονεία.
Κι έπειτα όλα θα πάρουν το δρόμο τους. Περπατώντας μαζί με τους ηθοποιούς, στα αριστέρα μας βρίσκεται η θάλασσα, στα δεξιά ένα πευκοδάσος: εκεί θα τελεστεί η επίκληση στον Δαρείο (Γιώργος Μπινιάρης), τον κραταιό τέως βασιλιά των Περσών, που μεγάλωσε τη χώρα και ισχυροποίησε τη δύναμή της. Το φάντασμά του θα αποκαλυφθεί από ψηλά, πάνω σε ένα δέντρο, όμως το ρούχο του φτάνει στο χώμα (κοστούμια: Κένι Μακ Λέλαν). Αυτός θα υπενθυμίσει στους πολίτες της χώρας του πως όταν ανθίζει η αλαζονεία, καρποφοράει ο όλεθρος και θερίζουν τα δάκρυα. Θα τον συνοδεύσουν στη γλώσσα τους δύο σερβίδες ερμηνεύτριες (Mia Simonović, Bojana Milanović). Ο θρήνος δεν έχει πατρίδα.
Η νύχτα έχει πια πέσει για τα καλά, καθώς κατευθυνόμαστε στο χώρο όπου θα διεξαχθεί η τελευταία πράξη της τραγωδίας. Μπροστά σε μερικές καρέκλες που έχουν τοποθετηθεί δίπλα στη θάλασσα, στα στενά της Σαλαμίνας, έχει στηθεί μία αυτοσχέδια δεξαμενή γεμάτη νερό και κομμάτια ξύλων, ό,τι απέμεινε από τα περσικά καράβια (σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς). Ο υγρός τάφος των Περσών, που αναβλύζει τις φωνές όσων χάθηκαν. Μια λίμνη από τα δικά τους δάκρυα κι όσων έμειναν πίσω. Ο Χορός αλλά και άλλοι άνδρες επιστρέφουν εκεί, ίσα για να ανταμώσουν τον Ξέρξη που καταφτάνει όχι απλώς ηττημένος αλλά σαλεμένος υπό το βάρος του ολοκληρωτικού αφανισμού μιας ολόκληρης γενιάς ανδρών. Δεν θα βρει τρυφερό καταφύγιο στο παλάτι, δεν τον περιμένει η Άττοσα με καθαρά, βασιλικά ρούχα. Οι άνδρες φεύγουν, μένει μόνος να ακούει τον απόηχό τους. Σκοτάδι.
Περισσότερες πληροφορίες
Πέρσες - Το ταξίδι στο πεδίο των ψυχών
Η περφόρμανς ξεκινά από το λιμάνι του Περάματος Μεγαρίδος, με τη δύση του ήλιου. Συνεχίζεται σε ένα πλοίο που μεταφέρει το κοινό στη Σαλαμίνα και τέλος, αφού έχει πέσει η νύχτα, σε μια έρημη περιοχή του νησιού που βλέπει στον τόπο που έλαβε χώρα η αρχαία σύγκρουση. Οι θεατές παρακολουθούν τους ήρωες σε αυτή τη διαδρομή, ενώ τα μέρη του αισχύλειου έργου, σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα, «κατοικούν» τα διάφορα σημεία της. Στο έργο, ο Ξέρξης συνειδητοποιεί ότι δεν έχει γυρίσει σπίτι του, αλλά ότι έχει βρεθεί στον χώρο του εγκλήματος, με όλες τις χαμένες ψυχές που έσυρε ως εκεί να ζωντανεύουν γύρω του.