Η δεύτερη ανοιχτή συζήτηση του προγράμματος grape πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου, στο Goethe-Institut Athen με θέμα τους "Απόηχους του Αρχαίου Δράματος στο σύγχρονο ευρωπαϊκό θέατρο". Το grape- Greek Agora of Performance είναι μια νεοσύστατη πρωτοβουλία του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου με σκοπό τη συστηματοποίηση της προβολής των Ελλήνων καλλιτεχνών στη διεθνή σκηνή των παραστατικών τεχνών. Στην συζήτηση συμμετείχαν η θεατρολόγος, κριτικός θεάτρου και μεταφράστρια Ελένη Βαροπούλου, ο καθηγητής, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Σάββας Πατσαλίδης ο σκηνοθέτης Ανέστης Αζάς και η Δρ. Συγκριτικής Λογοτεχνίας, δραματουργός και μεταφράστρια Δήμητρα Κονδυλάκη.
Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβαλ και συντονίστρια της συζήτησης Κατερίνα Ευαγγελάτου έθεσε από την αρχή ορισμένα καίρια ερωτήματα: Τι είναι αυτό που κάνει τους ΄Έλληνες καλλιτέχνες να επιστρέφουν στο αρχαίο δράμα; Τι είναι αυτό που με "μανία" τους κάνει να προσπαθούν να βρούν νέους τρόπους να διαβάσουν τα μεγάλα έργα; Υπάρχουν διαφορές στο ανέβασμα ενός έργου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και σε μια κλειστή σκηνή; Και τέλος, τι είναι "νόμιμο" και τι δεν είναι, τι επιτρέπεται και τι όχι να κάνουν οι σκηνοθέτες που αναλαμβάνουν το ανέβασμα μιας παράστασης αρχαίου δράματος;
Μετά τις φετινές "Σφήκες" της Λένας Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο, αποτελεί ίσως το πιο πολυσυζητημένο θέμα των ημερών, στον χώρο του πολιτισμού και όχι μόνο, το ζήτημα της πρόσληψης, της προσέγγισης και τελικά της παράστασης του αρχαίου δράματος. Την συζήτηση ξεκίνησε η Ελένη Βαροπούλου, παρουσιάζοντας πέντε βασικά σημεία που της πρόσληψης του αρχαίου δράματος σήμερα. Σημείωσε αρχικά πως οι καλλιτέχνες επεμβαίνουν χωρίς "ενοχές" στα αρχαία κείμενα, πως προσκαλούνται από εξωτερικό κάθε λογής παραστασιακές προτάσεις και πως τα έργα περνούν τελικά μέσα από διάφορα εκσυγχρονιστικά φίλτρα.
Επιπρόσθετα, υπογράμμισε πως το ιστορικά φορτισμένο περιβάλλον της Επιδαύρου επηρεάζει τον τρόπο που καλλιτέχνες και κοινό αντιμετωπίζουν το παραστασιακό γεγονός, για να συνεχίσει αναλύοντας το φαινόμενο της αρχαιολατρείας που διαπερνά το ελληνικό κοινό και εκτείνεται μέχρι την Ευρώπη. Η σημαντική θεωρητικός του θεάτρου έκλεισε την παρέμβασή της επισημαίνοντας πως το Φεστιβάλ Επιδαύρου εγκλωβίζεται συχνά στην μακρόχρονη και ιστορικά βαρύνουσα καταγωγή του και πως "η παράσταση που διχάζει το κοινό, το θέαμα που, προκαλώντας τους θεατές, κλονίζει βεβαιότητες και συνήθειες, τα θεατρικά διαβήματα που δεν είναι εύπεπτα, αποδεκτά από όλους, αλλά συναντούν αντίσταση, αποτελούν την πιο σημαντική και παραγωγική κατάθεση των καλλιτεχνών".
Τη συζήτηση συνέχισε ο Σάββας Πατσαλίδης με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις της συνάντησης. Τόνισε εξ' αρχής πως ίδια η παράσταση θέτει τους όρους της αξιολόγησής της, πως οι 'Ελληνες χρειάζεται να αποβάλλουν το σύνδρομο της ιδιοκτησίας που τους εγκλωβίζει σε ιερά "πρέπει" καθώς και ότι η επαναεδαφικοποίηση των κλασικών έργων δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα αφού "κανένας ζωντανός οργανισμός δεν επιβιώνει χωρίς προσαρμογές". Σημείωσε, επίσης, πως η πορεία του θεάτρου στον χρόνο αποτελεί μια δοκιμασία κατά-στροφής: μια επίθεση εναντίον κάποιου πράγματος και μιας στροφής εναντίον και συνάμα προς τα πίσω (επί-στροφής). Οι καλλιτέχνες χρειάζεται να είναι σε θέση να διαχειριστούν τα δεδομένα της εποχής τους χωρίς να ξεχνούν πως το "πριν" δεν διαγράφεται τόσο εύκολα όσο επιτάσσει η σύγχρονη κουλτούρα της ακύρωσης.
"Το δυσεύρετο ζητούμενο είναι η αποκαλυπτική επαναπροσέγγιση του αρχαίου έργου, δηλαδή εκείνη η επαναπροσέγγιση που προσφέρει το κάτι παραπάνω" υπογραμμίζει. Παράλληλα, δεν παρέλειψε να συμπονέσει τους σύγχρονους καλλιτέχνες που βάλλονται συνεχώς από τις πιέσεις της αγοράς, των παραγωγών και του ίδιου του χρόνου΄."'Ολη η γοητεία της τραγωδίας έγκειται στο γεγονός ότι αρνείται τις αποκλειστικές απαντήσεις, τις βεβαιότητες και τις παροντικότητες [...] Ο καλλιτέχνης οφείλει να δημιουργεί νέες σχέσεις γόνιμης αβεβαιότητας" κατέληξε.
Τον λόγο πήρε έπειτα ο Ανέστης Αζάς, εμπλουτίζοντας την συζήτηση με σχόλια για την σύγχρονη πραγματικότητα των καλλιτεχνών καθώς και με προσωπικές του εμπειρίες, ενώ δεν παρέλειψε να σημειώσει πως το αρχαίο δράμα αποτελεί ζήτημα ταυτότητας για το ελληνικό κοινό, μετρατρέποντας τα αρχαία θέατρα σε χώρους debate, όπου ο καθένας μπορεί να σχηματίσει και να υπερασπιστεί αργότερα την άποψή του. Τη συζήτηση έκλεισε η Δήμητρα Κονδυλάκη, υπενθυμίζοντας την αξία της τραγωδίας και των γνωρισμάτων της. Σημείωσε πως τα αρχαία κείμενα αντέχουν όλων των ειδών τις επανερμηνείες και παρερμηνείες και οτι οι καλλιτέχνες έχουν το χρέος να τα επανεξετάζουν και να τα αμφισβητούν πάντα υπό την προϋπόθεση πως η σύνδεση του παρόντος με το αρχαίο δράμα θα γίνεται με αγάπη, φροντίδα και μελέτη που θα εστιάζει στην οργανικότητα και το νόημα.
Μετά το τέλος των ομιλιών, ακολούθησαν οι ερωτήσεις των ακροατών και οι παρευρισκόμενοι μοιράστηκαν εμπειρίες και απόψεις πάνω στο ζήτημα της παράστασης του αρχαίου δράματος στην σύγχρονη εποχή: ένα ζήτημα που μας απασχολούσε και, όπως φάινεται, θα συνεχίσει να μας απασχολεί μάλλον διαχρονικά.