Ο Αλμπέρ Καμί είναι ένας από τους συγγραφείς που έχετε ξεχωρίσει;
Η πρώτη μου επαφή με τον Καμύ ήταν σε σχετικά μικρή ηλικία, όταν, εξερευνώντας τη βιβλιοθήκη του σπιτιού μας, έπεσα πάνω στην "Πτώση". Έκανα το λάθος να το ανοίξω, και θυμάμαι ότι με ρούφηξε και ταυτόχρονα μου φάνηκε αφόρητο αυτό το βιβλίο. Έκανα χρόνια να πλησιάσω ξανά αυτόν τον συγγραφέα, και αυτό που μπορώ να πω τώρα είναι ότι με συνδέει βαθιά μαζί του η πάλη για την αναζήτηση κάποιου νοήματος μέσα στον παραλογισμό της ζωής.
Το έργο του η "Παρεξήγηση" είναι ένα από τα πολυαναμενόμενα ανεβάσματα της φετινής σεζόν. Τι βρίσκετε περισσότερο ελκυστικό στο συγκεκριμένο έργο;
Κατ' αρχάς ότι βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία. Αυτή η δολοφονία του από χρόνια χαμένου γιου, από μια μητέρα και μια κόρη σε ένα παρακμιακό πανδοχείο πράγματι συνέβη, και ο Καμύ την εντόπισε σαν είδηση σε μια εφημερίδα, γεγονός που ενέταξε και στον "Ξένο". Αυτή ήταν και η αφορμή για να γράψει την Παρεξήγηση. Είναι ένα έργο που μέσα από μια απλή και πραγματική ιστορία, φέρνει στην επιφάνεια την αναρώτηση για το τι σημαίνει να συστήνεσαι με το όνομά σου, να εκδηλώνεις την πρόθεσή σου και την επιθυμία σου, για την επινόηση του ονείρου της ευτυχίας αλλά και των εμποδίων που μας κρατάνε μακριά απ' αυτό, για όλες τις χαμένες ευκαιρίες να ζητήσει κανείς κάτι που μπορεί και να λάβει, για το τι σημαίνει κανείς να επιστρέφει σε έναν τόπο που δεν αναγνωρίζει, κι όμως με έναν παράξενο τρόπο συνεχίζει να αγαπά, για την σαρκοφάγα υφή των σχέσεων μέσα στην οικογένεια.
Η "Παρεξήγηση" παίζει με το παράλογο, με τη μοίρα, ή απλώς είναι όλα μια παρεξήγηση;
Τα πράγματα δεν έρχονται ποτέ έτσι ακριβώς όπως τα περιμένεις, οι νόμοι της ζωής με την τυχαιότητά της φροντίζουν με έναν τρόπο για αυτό. Η απορία του ανθρώπου απέναντι σ' αυτήν την αδυσώπητη τυχαιότητα είναι που ονομάζει τον Κόσμο "παράλογο", και η παρεξήγηση ξεκινάει ακριβώς από αυτήν την παράλογη απαίτηση του ανθρώπου να έρθουν τα πράγματα ακριβώς όπως τα περιμένει.
Με τι σας έχει φέρει αντιμέτωπη η προετοιμασία της "Παρεξήγησης". Τι σας κεντρίζει το ενδιαφέρον;
Η Παρεξήγηση είναι μια παράσταση απαιτητική για καθέναν από εμάς, παίζουμε ανθρώπους πραγματικούς, που έχουν -όπως όλοι μας- στοιχεία τερατικά. Το ότι ταυτόχρονα γινόμαστε φορείς του βλέμματος του και του λόγου του Καμύ για τα πράγματα, είναι αυτό που εμένα με διεγείρει, γιατί σε κάθε παράσταση τα πράγματα, οι σχέσεις και οι σκέψεις που εκφράζει ο κάθε ρόλος φωτίζονται με έναν καινούργιο τρόπο.
Ποιο χαρακτήρα έχει δώσει στην παράσταση ο Γιάννης Χουβαρδάς, με ποιον τρόπο φωτίζει τις πλευρές του;
Από την αρχή των προβών ο Γιάννης έθιξε την έννοια της "παρεξήγησης" με έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα τρόπο: μια παρεξήγηση μεταξύ δύο δε γίνεται ποτέ χωρίς τη συμμετοχή και των δύο σ' αυτήν, έχει ένα στοιχείο ηθελημένης λάθος κατανόησης και από τους δύο. Με αυτήν την αφετηρία δημιούργησε έναν υπόγειο κόσμο, με μουσική, καπνό και φως που δεν πέφτει ποτέ ευθέως πάνω στα πρόσωπα και στα πράγματα. Σε αυτόν τον κόσμο κατοικούν οι δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, και ο "υπάλληλος του πανδοχείου". Οι επισκέπτες, δηλαδή ο γιος και η γυναίκα του, κατεβαίνουν σε αυτόν τον χώρο όπως μπαίνει κανείς σε ένα όνειρο. Το όνειρο έχει πάντα μια αχλή, μια γλυκύτητα και έναν τρόμο, έναν υπερεαλισμό και ένα παράξενο χιούμορ, το χιούμορ που κάνει κανείς στον ίδιο του τον εαυτό τα δευτερόλεπτα που ονειρεύεται.
Ποιος ερμηνεύει ποιον στην παράσταση και πώς μπορούν οι ηθοποιοί να επικοινωνήσουν το "βυθό του έργου" στους θεατές;
Τον ρόλο της μητέρας ερμηνεύει η Μαριάννα Κάλμπαρη, αυτόν του γιου ο Αναστάσης Ροϊλός, της γυναίκας του η Φλομαρία Παπαδάκη, και η χαρά για τη συνύπαρξη μαζί τους είναι μεγάλη, όπως είναι που ο Blaine Reininger είναι μαζί μας σε έναν ρόλο-κλειδί, αυτόν του "υπαλλήλου του πανδοχείου". Κάθε ρόλος σε αυτό το έργο είναι εξαιρετικός, με την έννοια ότι εκφράζει μια διαφορετική πτυχή του καθένα μας. Η "Παρεξήγηση" είναι από τα λίγα θεατρικά έργα που εγώ προσωπικά έχω βρει σημεία ταύτισης και συνομιλίας με όλους τους ρόλους του έργου, και από τις συζητήσεις που έχουμε με θεατές μετά την παράσταση, παρατηρώ ότι το ίδιο συμβαίνει και σε εκείνους.
Είναι μια επίκαιρη παράσταση;
Θεωρώ ότι η ανάγκη που έχει ο καθένας να συστήσει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο και να συστηθεί στους άλλους με έναν τρόπο καθαρό και ουσιαστικό, είναι ένα αίτημα που μοιραζόμαστε όλοι αυτήν τη στιγμή.
Εσάς γενικά ποιες παραστάσεις θα λέγατε ότι σας γοητεύουν ως θεατή;
Αυτές που μου γεννούν μια καινούργια αίσθηση ή σκέψη.
Στο τρίτο έτος των σπουδών σας στο Εθνικό, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη έκανε μια μεγάλου μήκους ταινία και είχε πάρει εσάς και συμφοιτητές σας να παίξετε βοηθητικούς ρόλους. Εκεί σας ξεχώρισε ο Παντελής Βούλγαρης για τη "Μικρά Αγγλία". Πώς νιώθετε μ’ αυτό το ξεκίνημα, δυσκόλεψε ή διευκόλυνε την μετέπειτα πορεία σας;
Ο ρόλος της Όρσας ήρθε σαν ένα δώρο της τυχαιότητας και του Παντελή, και φυσικά ήξερα ότι αυτό το δώρο είχε μέσα και ένα τεράστιο ρίσκο, γιατί ήταν η πρώτη μου δουλειά μετά τη Δραματική του Εθνικού, και η Όρσα ήταν ένας ρόλος κρυφός, αλλά και με διαστάσεις πολύ μεγάλες. Μετά την προβολή της ταινίας και την πορεία της, ανέκυψε ένα καινούργιο ρίσκο, αυτό της τυποποίησης, του κινδύνου να καλούμαι διαρκώς να παίξω ρόλους με ένα ρομαντικό στίγμα. Χαίρομαι που με την πάροδο του χρόνου αυτός ο κίνδυνος δεν εκπληρώθηκε, και έχω τη χαρά να πειραματίζομαι, να ασχολούμαι και να μελετάω στην πράξη διαφορετικούς ανθρώπους, μορφές, και ιστορίες.
Ποιο είναι το πιο ευχάριστο και το ποιο δυσάρεστο που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο ελληνικό θέατρο;
Το ότι διεκδικούμε σαν καλλιτέχνες να συστηθούμε με μια ιδιότητα από τη μία, και από την άλλη η άρνηση της πολιτείας να προβεί σε αυτήν την αναγνώριση. Τείνουμε ένα χέρι προς χειραψία, το οποίο μένει εγκληματικά μετέωρο. Το ότι δεν το αποσύρουμε, είναι κάτι.
Και κατά πόσο το εδώ θέατρο "συνομιλεί" με το θέατρο εκτός Ελλάδος; Θα θέλατε να κάνετε καριέρα στο εξωτερικό;
Δεν είναι κάτι που με απασχολεί ιδιαίτερα.
Μετά την "Παρεξήγηση" τι ακολουθεί;
Θα συμμετάσχω σε μια ταινία μεγάλου μήκους, κι έπειτα στην επόμενη παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά, στο Φεστιβάλ της Ελευσίνας.
Περισσότερες πληροφορίες
Η παρεξήγηση
Σε μια παράσταση με άκρως μυστηριώδη ατμόσφαιρα ανεβαίνει το ολιγοπαιγμένο έργο-μελέτη πάνω στη σύγκρουση του ανθρώπου με το μοιραίο, όπου δύο γυναίκες ληστεύουν και δολοφονούν τους επισκέπτες του πανδοχείου τους.