Η σκηνοθέτης και ηθοποιός έχει κάνει αίσθηση με την ανθρωποκεντρική της ματιά πάνω στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τους ήρωες και τα κλασικά κείμενα με τα οποία ασχολείται τα τελευταία χρόνια αλλά και τον κοινωνικοπολιτικό της στοχασμό. Πέρυσι ήταν μία από τις έξι σκηνοθέτιδες που διαμόρφωσαν τον δημιουργικό πυρήνα του Εθνικού Θεάτρου, ανεβάζοντας τον "Ματωμένο γάμο” του Λόρκα. Φέτος, ανεβάζει τον "Μισάνθρωπο" του Μολιέρου στο Θησείον (από 23/11), σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, και μιλά στο "α” σε μια "γεμάτη” συνέντευξη με αφορμή την παράσταση.
Με αφορμή το έτος Μολιέρου ανεβάζετε τον "Μισάνθρωπο”. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο του;
Για να είμαι ειλικρινής, όταν αποφάσισα να σκηνοθετήσω τον "Μισάνθρωπο” δεν είχα αντιληφθεί ότι ήταν το έτος Μολιέρου. Αγαπώ αυτό το έργο από τότε που είδα την παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή (το 1996) και διάβασα τη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη. Με συγκινεί και με κάνει να γελάω. Η ιστορία του ερωτευμένου Αλσέστ είναι επώδυνη, ωστόσο το πλαίσιο της είναι κωμικό. Αυτό δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα συνθήκη. Η μάχη του κεντρικού ήρωα με τα ήθη της εποχής του, θα έλεγα ότι είναι πρωτίστως αισθητική. Τον προσβάλει η κακογουστιά, η υποκρισία και η επιτήδευση που έχουν επικρατήσει πέριξ της Αυλής. Κι όμως το αντικείμενο του πόθου του, η Σελιμέν, είναι η "βασίλισσα” μιας αντίστοιχης Αυλής, στις παρυφές της πρώτης. Τι υπέροχη αντίφαση! Ό, τι αποστρέφεται στους άλλους, τον μαγεύει στην Σελιμέν. Δουλεύοντας πάνω στο έργο, συνειδητοποιώ πόσο βάθος έχουν οι χαρακτήρες που έχει πλάσει ο Μολιέρος και πόσο σύνθετες είναι οι σχέσεις που εκείνοι δημιουργούν. Η διαπραγμάτευση του έρωτα μα και της φιλίας στο έργο έχει έναν πυρήνα που θα τον χαρακτηρίζαμε απολύτως σύγχρονο. Όπως και ο ναρκισσισμός των προσώπων- του Αλσέστ συμπεριλαμβανομένου. Εν τελεί, νομίζω πως το ερώτημα που θέτει ο Μολιέρος αφορά τη στάση μας απέναντι στους ανθρώπους και συνολικά τη ζωή: επιλέγουμε την αποδοχή ή την αποστροφή; Αισθάνομαι πως στην εποχή μας, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναχωρούν κυριολεκτικά και μεταφορικά από τις σχέσεις- κι αυτό είναι κάτι που με στεναχωρεί πολύ.
Τι σας έχει γοητεύσει περισσότερο στον Μολιέρο; Ήταν πρόκληση το ανέβασμά του;
Τα έργα που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε κλασικά, φέρουν κάτι πολύ ισχυρό, κουβαλούν την ιστορία τους και τις ιστορίες πολλών άλλων ανθρώπων. Έργα όπως ο "Μισάνθρωπος” διαθέτουν πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Απευθύνονται στον καθένα, όμως, όσο εμβαθύνεις, ανακαλύπτεις "μηνύματα μέσα σε μπουκάλια”. Έχω εντυπωσιαστεί από το πόσο σύγχρονος είναι ο πυρήνας των προβληματισμών του. Επιπλέον, θεώρησα πραγματικά προκλητικό το να αποπειράσαι να δημιουργήσεις ένα θεατρικό σύμπαν όπου οι άνθρωποι μιλούν σε στίχο. Η έμμετρη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη είναι ένα διαμάντι, χρειάζεται όμως ειδική φροντίδα: οι λέξεις πρέπει να φωτίζονται, το νόημα να φτάνει στο κοινό, ο ρυθμός να κρατιέται ζωντανός αλλά κι η επικοινωνία των ηθοποιών να επιτελείται. Η προσπάθεια να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω επηρεάζει φοβερά και το σώμα. Αυτό είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό αν σκεφτούμε πόσο το σύγχρονο θέατρο επικαλείται τη "σωματικότητα”, την οποία ο Μολιέρος την εμπεριέχει εξ ορισμού. Η ενασχόληση με όλα τα παραπάνω ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αναλάβαμε στις συγκεκριμένες πρόβες!
"Το ‘90 ο ευρωπαϊκός ορίζοντας και ο εκσυγχρονισμός φάνταζαν για κάποιους ως παράδεισος. Το χρήμα φαινόταν να παίζει μεγάλο ρόλο στα πάντα. Νομίζω πως πολλοί Έλληνες πείστηκαν πως τα πάντα εξαγοράζονται με το χρήμα, κατ’ αναλογία με τους αστούς της εποχής του Μολιέρου που εξαγόραζαν τίτλους ευγενείας".
Μιλήστε μας για την επιλογή σας να τοποθετήσετε τη δράση του έργου στις δεκαετίες του '80 και του '90. Πως θυμάστε εκείνη την εποχή και πως την βλέπετε υπό το πρίσμα του σήμερα;
Την αρχή της δεκαετίας του ’90 τη βίωσα έντονα ως φοιτήτρια. Στα Γιάννενα όπου σπούδαζα, εκείνη την περίοδο, τα παραδοσιακά καφενεία έδιναν με ραγδαίους ρυθμούς τη θέση τους σε σύγχρονα καφέ και μπαρ. Κάτι άλλαζε, ήταν φανερό. Τη δεκαετία αυτή την έχω καταγράψει μέσα μου σαν μια εποχή που όλοι ξενυχτούσαν. Αυτήν την ατμόσφαιρα προσπάθησα να μεταφέρω στην παράσταση: ένα παρατεταμένο ξενύχτι διασκέδασης αλλά και ξοδέματος, που, η επόμενη μέρα είναι αδύνατον να σε βρει νηφάλιο. Φυσικά ήταν η εποχή της νιότης μου, ήταν όμως και μια εποχή που έδινε την αίσθηση πολλών δυνατοτήτων. Στην ελληνική κοινωνία φάνηκε πως συντελούνταν ένας μετασχηματισμός, μια ταξική κινητικότητα που είχε ξεκινήσει από τα προηγούμενα χρόνια και τις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Το ‘90 ο ευρωπαϊκός ορίζοντας και ο εκσυγχρονισμός φάνταζαν για κάποιους ως παράδεισος. Το χρήμα φαινόταν να παίζει μεγάλο ρόλο στα πάντα. Νομίζω πως πολλοί Έλληνες πείστηκαν πως τα πάντα εξαγοράζονται με το χρήμα, κατ’ αναλογία με τους αστούς της εποχής του Μολιέρου που εξαγόραζαν τίτλους ευγενείας. Από την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης το ’89 η αισθητική του νεοπλουτισμού, της ευκολίας και της ανοησίας έγινε άτρωτη, εξαπλώθηκε σαν επιδημία. Σαν να μην υπήρχε στην ελληνική κοινωνία επαρκές αντίβαρο ηθικής και αισθητικής. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, με στεναχωρεί να διαπιστώνω πως εξακολουθώ να ζω σε μια συντηρητική κοινωνία που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από "αρχοντοχωριατιά” και κακό γούστο.
Ποιος ηθοποιός ερμηνεύει τον δικό σας "Μισάνθρωπο” και γιατί τον επιλέξατε;
Στην παράσταση μας ο Αλσέστ, ή αλλιώς Μισάνθρωπος είναι ο Κώστας Κουτσολέλος. Από την στιγμή που αποφάσισα να σκηνοθετήσω το συγκεκριμένο έργο δεν μπορούσα να σκεφτώ κανέναν άλλον ως Αλσέστ. Είχαμε δουλέψει στον "Θείο Βάνια” μαζί και θέλαμε κι οι δύο να ξανασυνεργαστούμε. Ήμουν σίγουρη πως θα τον αφορούσε το συγκεκριμένο έργο και ο ρόλος αυτός. Και δεν νομίζω πως έπεσα έξω. Καθημερινά, βλέποντας τον αγώνα του με αυτόν τον ρόλο-θηρίο, επιβεβαιώνεται η επιλογή μου.
Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι το έργο θα έπρεπε να λέγεται "Οι Μισάνθρωποι”;
Γιατί όλοι μας, αν αφεθούμε, μπορούμε πολύ εύκολα να γίνουμε μισάνθρωποι. Χρειάζεται μεγάλος κόπος για να συνδεθούμε με τους άλλους ανθρώπους, δεν είναι αυτονόητο. Οι άλλοι κάποια στιγμή με μαθηματική ακρίβεια θα σε πληγώσουν, θα σε ακυρώσουν, θα σε ματαιώσουν. Όλοι έχουμε σκοτεινές πλευρές, είμαστε ανταγωνιστικοί, θέλουμε να αρέσουμε για τους λάθος λόγους, είμαστε ψεύτες και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Φυσικά όταν αποσυρόμαστε γιατί οι σχέσεις ή η κοινωνία δεν είναι όπως εμείς θέλουμε, δεν διατρέχουμε κανέναν κίνδυνο, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι και μόνοι μέσα στον απέραντο ναρκισσισμό μας.
Ποιο ρόλο ερμηνεύετε στην παράσταση;
Ερμηνεύω την Αρσινόη. Υπέροχος ρόλος! Είναι μια γυναίκα που ενώ θεωρητικά είναι φίλη της Σελιμέν, στην πραγματικότητα την ανταγωνίζεται και την φθονεί. Κρυφά ερωτευμένη με τον Αλσέστ, στερημένη από έρωτα, μάλλον κάπως νευρωτική, εξαπολύει την κριτική της παντού με έναν τρόπο τοξικό. Δεν λέει ψέματα, αλλά ποιος της δίνει το δικαίωμα να είναι κριτής των πάντων; Έχω γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους -η εσωτερική τους μοναξιά είναι συντριπτική! Η Αρσινόη άλλα θέλει κι άλλα κάνει. Θα ήθελε να είναι η Σελιμέν και επειδή δεν μπορεί να είναι (οι "αρχές" της δεν δικαιολογούν έναν τέτοια τρόπο ζωής), την φθονεί.
Πότε προέκυψε η ανάγκη να ασχοληθείτε περισσότερο με τα κλασικά έργα;
Στην αρχή μου άρεσε να φτιάχνω παραστάσεις με πρώτη ύλη τη λογοτεχνία. Και για κάποια χρόνια το έκανα με μεγάλη χαρά. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα πως ήταν η ευκολία μου και τότε στράφηκα στα λεγόμενα κλασικά έργα. Καθώς το θέατρο που μου αρέσει να κάνω στηρίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά στο κείμενο και τους ηθοποιούς, έχει μεγάλη σημασία το έργο να διαθέτει δυνατό πυρήνα. Ίσως σε επόμενη φάση να νιώσω πως πρέπει να ρισκάρω με κάτι νέο και διαφορετικό, ποιος ξέρει;
"Επί της ουσίας, υπάρχει κάποια φροντίδα στο να ανοίξει περισσότερο ο χώρος της σκηνοθεσίας σε γυναίκες; Όταν η Έρι Κύργια ως διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου έπραξε το αυτονόητο κατ’ εμέ και προσκάλεσε τον ίδιο αριθμό γυναικών και αντρών να σκηνοθετήσουν, κάποιοι θεώρησαν πως μας έκανε χάρη".
Με ποιούς ακόμα μεγάλους δραματουργούς ή και συγγραφείς θέλετε να ασχοληθείτε;
Θα ήθελα να διαθέτω περισσότερο χρόνο για να διαβάσω νέα έργα και ιδιαίτερα ελληνικά. Ο Τσέχοφ είναι ο τόπος στον οποίο θέλω πάντα να ξαναγυρίσω. Επίσης, κάποια έργα αρχαίας τραγωδίας επανέρχονται διαρκώς στο μυαλό μου.
Σε ποια κατεύθυνση βλέπετε να κινείται το θέατρο μετά την πανδημία και την έκρηξη του #Metoo; Νιώθετε ότι βρίσκεται σε περίοδο κάθαρσης ή και αλλαγής;
Υποθέτω πως θα μας πάρει καιρό να καταλάβουμε ως άτομα αλλά και ως κοινωνία τι ήταν όλο αυτό που βιώσαμε με την πανδημία. Κάτι φαίνεται ότι έχει τελειώσει ολοκληρωτικά, όμως τι ακριβώς είναι αυτό που ακολουθεί; Ο φόβος ήρθε για να μείνει; Ο έλεγχος και οι ασκήσεις πειθαρχίας; Το θέατρο προς το παρόν, αντιδρά σπασμωδικά, όπως και το σύνολο της κοινωνίας. Όσον αφορά το #Metoο , είναι πολύ σημαντικό το ότι συνέβη και μάλιστα ότι ο χώρος του θεάτρου πρωτοστάτησε σε αυτό. Είναι σπουδαίο να μην αναπαράγεται η κουλτούρα βίας και σεξισμού μέσα στις πρόβες και ιδίως αυτή η κουλτούρα να μην κληροδοτηθεί στις επόμενες γενιές.
Όντας γυναίκα σκηνοθέτρια και καλλιτέχνις αντιμετωπίζετε ακόμη καταστάσεις ανισότητας και σε ποιο βαθμό;
Τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Μια γυναίκα σκηνοθέτις είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσει επιφυλάξεις και εχθρότητα μέσα στην πρόβα από άντρες ηθοποιούς -μου έχει συμβεί κι εμένα. Όπως και να παρενοχληθεί. Σε μια γυναίκα συγχωρείται πολύ πιο δύσκολα η αποτυχία, απ’ ότι σε έναν άντρα. Επί της ουσίας, υπάρχει κάποια φροντίδα στο να ανοίξει περισσότερο ο χώρος της σκηνοθεσίας σε γυναίκες; Όταν η Έρι Κύργια ως διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου έπραξε το αυτονόητο κατ’ εμέ και προσκάλεσε τον ίδιο αριθμό γυναικών και αντρών να σκηνοθετήσουν, κάποιοι θεώρησαν πως μας έκανε χάρη. Προσωπικά, το να υπάρχει κάποιου είδους ποσόστωση στα κρατικά θέατρα, δεν με βρίσκει αντίθετη. Τέλος, γνωρίζετε πολλές γυναίκες σκηνοθέτριες που να είναι και μητέρες; Όπως φαντάζεστε αυτός ο συνδυασμός, σε μια χώρα που δεν υπάρχει καμία ουσιαστική σχετική μέριμνα, είναι συντριπτικός!
Περισσότερες πληροφορίες
Ο μισάνθρωπος
Ο Αλσέστ ασφυκτιά μέσα στην υποκρισία, τον ανταγωνισμό, την κεκαλυμμένη εχθρότητα και την επιτήδευση που επικρατούν στην εποχή του σε μια παράσταση που τοποθετείται χρονικά στις δεκαετίες του '80 και του '90.