Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος σε σκηνοθετεί στη "Φιλουμένα Μαρτουράνο" στο θέατρο "Δημήτρης Χορν". Πώς εξελίσσεται η προετοιμασία της παράστασης;
Έχω να δουλέψω δυόμισι χρόνια στο θέατρο. Η καθημερινή τριβή στην πρόβα και η περίοδος των παραστάσεων μου έλειψαν πολύ. Φυσικά συντελεί σε αυτό και η συνεργασία μου με τη Μαρία Ναυπλιώτου, με την οποία έχουμε συναντηθεί συνολικά επτά φορές – μεταξύ άλλων σε παραστάσεις του Στάθη Λιβαθινού. Ο Οδυσσέας, που τον θαύμαζα ως ερμηνευτή, ως σκηνοθέτης είναι… η χαρά του ηθοποιού. Το γεγονός ότι έχει περάσει από τη διαδικασία της υποκριτικής λειτουργεί καταλυτικά στον τρόπο με τον οποίο σε καθοδηγεί. Νιώθω ότι ξεκλειδώνει περιοχές μέσα μου και ανακαλύπτω καινούργια πράγματα – κάτι που δεν είναι αυτονόητο σε κάθε συνεργασία. Το θέμα είναι να ξεβολεύεσαι πού και πού και να κάνεις κάτι το οποίο δεν ήξερες ότι μπορείς.
Είναι ένα πολύπλευρο έργο. Ποια στοιχεία του αναδεικνύει η δική σας παράσταση;
Αυτό που διαπίστωσα μέσα από τις πρόβες είναι ότι πρόκειται για ένα βαθύ, δυνατό έργο-πρόκληση για έναν ηθοποιό. Δεν θεωρώ ότι εστιάζει μόνο στο θέμα της γυναίκας, αλλά στα θέματα που αντιμετωπίζει ένα ζευγάρι. Η Φιλουμένα και ο Ντομένικο Σοριάνο είναι ένα ζευγάρι το οποίο ζει 25 χρόνια μαζί, χωρίς όμως να γνωρίζει ο ένας τον άλλο ουσιαστικά. Και στις μέρες μας, όμως, βλέπουμε πολλές οικογένειες και πολλά ζευγάρια που δεν γνωρίζονται εις βάθος, ακόμη κι αν μοιράζονται το ίδιο σπίτι. Μια μέρα τινάζεται όλο το σπίτι στον αέρα, και αυτό είναι η αφορμή για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου και τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου. Αυτό είναι το βασικό σημείο του έργου στο οποίο θέλουμε να σταθούμε. Υπάρχουν στοιχεία του τα οποία αναγνωρίζουμε ανεξαρτήτως έθνους, εποχής, ηλικίας κ.ά. Γράφτηκε στην Ιταλία του ’50, σε μια βομβαρδισμένη Νάπολη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι άνθρωποι, όμως, οι αναζητήσεις τους, οι ανάγκες τους, η διάθεσή τους για επικοινωνία, είναι σχεδόν ίδιες με το σήμερα.
Μίλησέ μας για το ρόλο που υποδύεσαι.
Σε πρώτο επίπεδο, ο Ντομένικο είναι ο πλούσιος μοναχογιός ενός ζαχαροπλάστη με υψηλή κοινωνική θέση, ο οποίος συζεί με μια γυναίκα που γνώρισε σε ηλικία 17 χρόνων, όταν ήταν πόρνη στα "σπίτια" του λιμανιού. Στο έργο έρχεται αντιμέτωπος με κάποια γεγονότα που τον επηρεάζουν βαθιά (μαθαίνει ότι έχει ένα γιο με τη Φιλουμένα) και, στην τρίτη πράξη, δέκα μήνες μετά, βλέπουμε ξαφνικά έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Αυτήν τη γυναίκα που 25 χρόνια δεν την είχε δεχτεί επί της ουσίας, τώρα φτάνει να την παρακαλάει. Όλα αυτά είναι στοιχεία που σε οδηγούν σε δύσκολους δρόμους υποκριτικά. Το να υφίσταται ο ήρωάς σου μια ριζική αλλαγή σε ένα διάστημα που δεν το βλέπουμε επί σκηνής είναι πρόκληση. Και η Φιλουμένα εξελίσσεται αντίστοιχα. Το γεγονός ότι αποκαλύπτει την ταυτότητά της στους τρεις γιους της δείχνει τη διαδρομή ενός ανθρώπου, ο οποίος επί χρόνια έχει παγώσει οποιοδήποτε συναίσθημα θα μπορούσε να βγει από μέσα του.
Υπάρχει κάποια στιγμή που ξεχωρίζεις στο έργο;
Υπάρχει μια σκηνή που μου αρέσει όπου ένας από τους τρεις γιους λέει στη Φιλουμένα: "Αχ ήθελα τόσα πολλά να σας πω, αλλά δεν μπορώ να σας τα πω. Θα σας τα γράψω σε ένα γράμμα”. Εκείνη απαντάει ότι δεν ξέρει να διαβάζει και εκείνος της λέει "Δεν πειράζει θα σας το διαβάσω εγώ”. Νομίζω ότι είναι τόσο τρυφερό και τόσο αληθινό. Εμπεριέχει όλη αυτή τη δυσκολία της επικοινωνίας που περιγράφει αυτό το έργο.
Πώς εξελίσσεται η χημεία σας με τη Μαρία Ναυπλιώτου;
Αυτό που έχουμε με τη Μαρία είναι πολύτιμο. Έχουμε κάποιους κώδικες επικοινωνίας και εντός και εκτός σκηνής και αυτό βοηθάει εμάς αλλά κάνει και τη ζωή του σκηνοθέτη πιο εύκολη.
Που βρισκόμαστε χρονικά αυτή τη στιγμή στα "Καλύτερά μας χρόνια”;
Ξεκινήσαμε από το 1969 την πρώτη σεζόν μέχρι το επεισόδιο με το Πολυτεχνείο, τον Νοέμβριο του 1973. Η δεύτερη σεζόν έφτασε μέχρι τα τέλη του ‘78. Τώρα βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 και θα φτάσουμε θαρραλέα με 60 επεισόδια στον τρίτο κύκλο στα βάθη της δεκαετίας του ‘80. Σίγουρα θα βρούμε μπροστά μας και την "ένδοξη" περίοδο του ΠΑΣΟΚ και ευελπιστώ να φτάσουμε και το Eurobasket του 1987 που ήταν μια τομή τότε της ελληνικής κοινωνίας. Μπαίνουμε σε μια δεκαετία μεγάλων αλλαγών που έχουν ήδη ξεκινήσει να συμβαίνουν από τις αρχές του ‘70 αλλά εδραιώνονται με τον ερχομό του Γιώργου Παπανδρέου.
"Αυτό που νομίζουμε ότι ξέρουμε για τον εαυτό μας ή αυτό που νομίζουμε ότι αντέχουμε σαν σωματοδομή, είναι πολύ λιγότερο από αυτό που πραγματικά μπορούμε. Αυτό το έζησα και σωματικά στη διαδικασία των 5 χρόνων που ήμουνα με τον Θόδωρο Τερζόπουλο όπου διαπίστωσα ότι αν το μυαλό παραμεριστεί λίγο, το σώμα έχει κάποιες ικανότητες που δεν τις φαντάζεται το μυαλό”.
Βλέπουμε τον Στέλιο Αντωνόπουλο να εκσυγχρονίζεται μέσα στα χρόνια;
Δυσκολεύεται! Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη νομίζω. Ανήκει στη γενιά των παππούδων μας, οι οποίοι δεν μπορούσαν εύκολα να μπουν σε αυτές τις καινούργιες καταστάσεις. Δεν μπορούσε δηλαδή ο Στέλιος να διανοηθεί ότι η Μαίρη θα βγάζει περισσότερα χρήματα από αυτόν. Κι όταν αυτό γίνεται τον επηρεάζει πάρα πολύ συναισθηματικά και δεν ξέρει πως να το διαχειριστεί. Μάλιστα, στο πρώτο επεισόδιο της φετινής σεζόν παιζόταν το Mundial και ο Μιχάλης Οικονόμου ως Δημήτρης είχε την ιδέα να βάλει τις γυναίκες της σειράς σερβίρουν με σορτσάκια ποδοσφαιρικής εμφάνισης και το είδε ο Στέλιος αυτό και είπε την περίφημη φράση "E ρε μπερντάκι που τους χρειάζεται!”. Πόσο διαφορετικά μπορεί να ακουστεί αυτή η φράση το 1979 και πόσο διαφορετικά ακούγεται σήμερα, που δεν το διανοείσαι να ξεστομίσεις κάτι τέτοιο και δικαίως. Ο Στέλιος Αντωνόπουλος, 45άρης του ‘70 δυσκολεύεται πάρα πολύ να κατανοήσει κάποιες βασικές αρχές που θα έπρεπε να έχει ως άνθρωπος. Παρόλα αυτά κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια γιατί νιώθω ότι κατά βάση είναι ένας "καλός”, "σωστός” οικογενειάρχης. Δεν θέλει να μπλέκονται τα παιδιά του σε μπελάδες, δεν θέλει η γυναίκα του… Θέλει μια ήρεμη και ήσυχη ζωή. Είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της πλειοψηφίας των αντρών εκείνης της περιόδου αυτής της ηλικίας.
Νιώθεις ότι ζεις ένα κομμάτι της ιστορίας μέσα από τη σειρά;
Ναι ένα κομμάτι της ιστορίας που δεν έχουμε ζήσει. Ας πούμε τα επεισόδια με το Πολυτεχνείο ήταν τρομερά συγκινητικά μόνο και μόνο από τις περιγραφές που είχα ακούσει εγώ από τον πατέρα μου που ήταν εκεί την περιβόητη βραδιά. Το γεγονός ότι το έζησα έστω και ως περαστικός σεναριακά ή το ότι ο γιος μου στη σειρά βρέθηκε μέσα στο τανκ ήταν κάτι πολύ δύσκολο να διαχειριστούμε συναισθηματικά. Θα περίμενε κανείς να είναι από την πλευρά των διαδηλωτών αλλά επειδή ήταν φαντάρος βρέθηκε μέσα.
Πως μπήκε το θέατρο στη ζωή σου;
Το θέατρο μπήκε σχετικά αργά στη ζωή μου. Δεν ήμουν από τα παιδιά που είχαν επαφή με το θέατρο είτε από το σχολείο είτε από τον κοινωνικό περίγυρο είτε από το οικογενειακό περιβάλλον. Στα 18 μου είδα συμπτωματικά κάποιες παραστάσεις με μία παρέα που έβλεπε θέατρο, όντας σε μια σχολή άσχετη με το αντικείμενο (σπούδαζα λογιστικά). Από περιέργεια, από ένστικτο είδα κάτι που με ενδιέφερε και αποφάσισα να ασχοληθώ με λίγο άγνοια κινδύνου και πολύ δόση τρέλας.
Ποιο θα έλεγες ότι είναι το πιο σημαντικό μάθημα που έχεις πάρει από το θέατρο;
Αυτό που ουσιαστικά με έχει βοηθήσει να καταλάβω κάποια πράγματα για μένα και το πόσο αυξημένη μπορεί να είναι η αντοχή ενός ανθρώπου σε σχέση με τη δουλειά και τις ώρες εργασίας. Πόσο περισσότερο από αυτό που νομίζουμε μπορούμε να δουλέψουμε και ως εργατοώρα αλλά και μέσα μας. Δηλαδή αυτό που νομίζουμε ότι ξέρουμε για τον εαυτό μας ή αυτό που νομίζουμε ότι αντέχουμε σαν σωματοδομή, είναι πολύ λιγότερο από αυτό που πραγματικά μπορούμε. Αυτό το έζησα και σωματικά στη διαδικασία των 5 χρόνων που ήμουνα με τον Θόδωρο Τερζόπουλο όπου διαπίστωσα ότι αν το μυαλό παραμεριστεί λίγο, το σώμα έχει κάποιες ικανότητες που δεν τις φαντάζεται το μυαλό αλλά φυσικά και με τα γυρίσματα, τις πρόβες και τις παραστάσεις τα τελευταία 7-8 χρόνια. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις κουραστεί, τελικά υπάρχει και λίγο ακόμα που μπορείς να δώσεις.
Ανακαλείς κάποια έντονη στιγμή ή εμπειρία από τη θητεία σου με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο;
Μέσα στα 5 χρόνια της θητείας μου γυρίσαμε όλο τον κόσμο, από την Κίνα και την Ιαπωνία μέχρι τη Λατινική Αμερική. Βρέθηκα σε μέρη που ως μονάδα δεν θα πήγαινα ποτέ στη ζωή μου. Με αφορμή τις παγκόσμιες περιοδείες μας ανά τον κόσμο (στις οποίες συνέχισα να συμμετέχω και μετά την 5ετή θητεία μου), εγώ ανακάλυψα το θέατρο του Ταντάσι Σουζούκι, του Μπομπ Γουίλσον, κ.ά., σε μια εποχή που δεν ερχόντουσαν συχνά τέτοιες παραστάσεις στην Ελλάδα. Όταν βρέθηκα στην Ιαπωνία και παρακολούθησα τον "Βασιλιά Ληρ” του Ουίλιαμ Σαίξπηρ με ηθοποιούς του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας σε σκηνοθεσία Ταντάσι Σουζούκι, ήταν μια αποκάλυψη για μένα όντας 22-23 χρονών. Ήταν μια εμπειρία ζωής και πραγματικά ευγνωμονώ και ευχαριστώ με κάθε ευκαιρία τον Θεόδωρο Τερζόπουλο γιατί μου έδωσε αυτή τη δυνατότητα να τη ζήσω.
Νιώθεις ότι συμβαίνει μια επανεκκίνηση στο θέατρο;
Η δίψα είναι μεγάλη. Όπως λείπει σε εμάς, έτσι θα ήθελα να φαντάζομαι ότι συμβαίνει και στο κοινό.
Περισσότερες πληροφορίες
Φιλουμένα Μαρτουράνο
Λαμπρό δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού που συμπυκνώνει στις σελίδες της μια ολόκληρη εποχή, η Φιλουμένα αποτελεί ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του παγκόσμιου θεατρικού ρεπερτορίου που διαχρονικά συγκινεί το κοινό, ακόμα κι αν έχουν περάσει 77 χρόνια μετά το πρώτο της ανέβασμα στη Νάπολη (1946). Η Φιλουμένα Μαρτουράνο ξεκίνησε ως πόρνη και κατέληξε ερωμένη του πλούσιου εμπόρου Ντομένικο Σοριάνο. Τώρα, έπειτα από αρκετά χρόνια κοινού βίου, διεκδικεί τη θέση που της αξίζει. Ένα απρόσμενο μυστικό ανατρέπει τις ισορροπίες και αλλάζει τα δεδομένα, στο έργο που βάζει στο μικροσκόπιο τη γυναίκα, τις προβληματικές οικογενειακές και κοινωνικές δομές και τα στερεότυπα φέρνοντας αντιμέτωπους δύο κόσμους με όχημα τη σπουδαία γλώσσα του συγγραφέα.