Τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε η ανοιχτή συζήτηση σε διοργάνωση του Εθνικού Θεάτρου, με θέμα "Το ελληνικό θέατρο στην εποχή του #MeToo". Στη συζήτηση συμμετείχαν ο σκηνοθέτης και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος, η ηθοποιός, χορογράφος και σκηνοθέτρια Φένια Αποστόλου, η σκηνοθέτρια Ιώ Βουλγαράκη, ο ηθοποιός και σεναριογράφος Γιώργος Καπουτζίδης, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης, ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου "Προσκήνιο" Δημήτρης Καραντζάς, η τραγουδίστρια και ηθοποιός Ίντρα Κέιν, η ηθοποιός Ρένια Λουιζίδου, ο ηθοποιός και πρόεδρος του ΣΕΗ Σπύρος Μπιμπίλας και η ηθοποιός Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη.
"Είναι ένα θέμα που το φοβήθηκα, και γ’ αυτό ακριβώς σκέφτηκα ότι πρέπει να τεθεί", επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Μόσχος, ανοίγοντας τη συζήτηση, προκειμένου να παραμείνουν στο δημόσιο διάλογο ζητήματα που αφορούν τόσο στις κακοποιητικές συμπεριφορές όσο και γενικότερα σε θέματα δικαιωμάτων, συμπερίληψης, ορατότητας, ισότητας και φεμινισμού. Πρόκειται για μια καλοδεχούμενη πρωτοβουλία της νέας Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και μάλιστα του πρώτου κρατικού θεάτρου της χώρας, που και το ίδιο βρέθηκε βαρύτατα τραυματισμένο από την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη. Τη συζήτηση συντόνισε η Αναπληρώτρια Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Εθνικού, Σοφία Ευτυχιάδου, τονίζοντας πως, εν μέσω μιας εποχής που αλλάζει, είναι χρήσιμο να τεθεί το ερώτημα αν (και κατά πόσο) το κίνημα του #MeToo συνέβαλε στο να αλλάξουν –ή να αρχίσουν να αλλάζουν- προηγούμενες συμπεριφορές, αντιλήψεις ή στερεότυπα, συμβάλλοντας σε μία νέα, καλύτερη εποχή για το (ελληνικό) θέατρο.
Η συζήτηση στράφηκε γύρω από αυτό το ερώτημα, με την Ιώ Βουλγαράκη να επισημαίνει ότι είναι πολύ νωρίς για να συντελεστούν κάποιες αλλαγές, και χαρακτήρισε το θέμα των στερεοτύπων "τόσο πυρηνικό, μια τόσο συμπαγή κατασκευή, που είναι αφελές να πιστεύουμε ότι κάτι έχει αλλάξει", και προσέθεσε πως βρισκόμαστε ακόμη στο κατώφλι μιας αλλαγής, ενώ ο Δημήτρης Καραντζάς διατύπωσε το ερώτημα αν βρισκόμαστε και σήμερα σε μια δημιουργική διαδικασία ζύμωσης και αλλαγών, ή αν "το όλο κίνημα μπήκε σε μια παρένθεση. Ξεκίνησε πιο δυναμικά έχω την αίσθηση, και τώρα σαν να ξεφούσκωσε", είπε, αποδίδοντας, επίσης, ευθύνες σε μερίδα του δημοσιογραφικού κόσμου για λάθος χειρισμό του κινήματος του #MeToo και των καταγγελιών που έγιναν.
Από την άλλη, τόσο ο Γιάννης Μόσχος όσο και ο Σπύρος Μπιμπίλας τόνισαν το γεγονός ότι έστω και έτσι, η κοινωνία δείχνει ότι έχει πάρει κάποια μηνύματα, ενώ αποτίμησαν ως σημαντικό το γεγονός ότι το θέατρο αποδείχθηκε ένας από τους ελάχιστους χώρους (μαζί με τον αθλητισμό), όπου έγιναν καταγγελίες, που έφτασαν μάλιστα στα αρμόδια όργανα – κάτι στο οποίο επέμεινε ο κ. Μπιμπίλας, τονίζοντας πως οι καταγγελίες θα πρέπει να γίνονται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο του ΣΕΗ, ώστε και τα θέματα να ακολουθούν τη νομότυπη οδό και να προστατεύονται οι καταγγέλοντες.
Το φλέγον ζήτημα της παιδείας και της εκπαίδευσης ώστε να αλλάξουν βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες έθιξε η Ίντρα Κέιν, μία σημαντική παράμετρος στην οποία αναφέρθηκε εμμέσως και ο Ακύλλας Καραζήσης, που προχώρησε σε μία εύστοχη "ακτινογραφία" των λόγων που γεννούν τις παθογένειες στο θεατρικό χώρο και τόνισε την ανάγκη αλλαγής παραδείγματος: "Το θέατρο διατείνεται ότι είναι ένας φιλελεύθερος χώρος, αλλά στο θέατρο υπάρχει αυστηρή ιεραρχία – και αυτή η ιεραρχία δεν αμφισβητείται. Η ιεραρχία όμως μπορεί να γεννήσει κακοποιητικές συμπεριφορές, και αυτό θεωρούνταν κανονικότητα ή και αυτονόητο" – με τη Ρένια Λουιζίδου να συμπληρώνει πως αυτή ακριβώς η αντίληψη περί κανονικότητας οδήγησε, μέχρι πριν δυο χρόνια, στην σιωπή για όσα συνέβαιναν: "η σιωπή γύρω από αυτά τα θέματα ήταν από ύποπτη έως ψυχολογικά αδιευκρίνιστη", είπε, συμπληρώνοντας πως "σίγουρα θα γίνουν λάθη, θα υπάρξουν και παράπλευρες απώλειες, η αλλαγή δεν θα είναι εύκολη, όμως είναι πολύ σημαντικό που έγινε το πρώτο βήμα. Και το πιο σημαντικό είναι πως από εδώ και πέρα δεν μπορούμε να είμαστε αμέτοχοι".
Το ζήτημα αλλαγής παραδείγματος έθιξε και ο Γιώργος Καπουτζίδης ("ας μάθει η νέα γενιά σε άλλο μοντέλο (συν)εργασίας"), ο οποίος επεσήμανε επίσης ότι η υψηλή ιεραρχία συνεπάγεται ευθύνη: "ας μην αποδίδουμε τις κακοποιητικές συμπεριφορές μόνο σε πατριαρχικά στερεότυπα. Είναι θέμα εξουσίας, θέμα χειρισμού της εξουσίας. Η εξουσία χρειάζεται διαχείριση, όχι κατάχρηση", είπε, ενώ η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη τόνισε ότι κακώς "ξεχνιέται" πως το θέατρο διέπεται από επαγγελματικούς όρους. "Είμαστε εργαζόμενοι, όχι οικογένεια", τόνισε.
Από νωρίς, η συζήτηση, μοιραία ίσως, άνοιξε και σε παράπλευρα θέματα, που αποπροσανατόλισαν όμως τον πυρήνα της από το καίριο ερώτημα: το θέατρο στην εποχή του #MeToo, και τώρα τι; Για την ακρίβεια τέθηκε με έμφαση ο εγκλωβισμός σε συγκεκριμένο τύπο ρόλων που αντιμετωπίζουν καλλιτέχνες που μπορεί να είναι, π.χ., διεμφυλικά άτομα, όπως η Φένια Αποστόλου, που ως τρανς γυναίκα μίλησε για την εμπειρία της να τις αποδίδονται κατά κύριο λόγο ρόλοι τρανς γυναικών, ή η Ίντρα Κέιν, που αντιμετωπίζει ανάλογη εμπειρία ως ηθοποιός, όπου καλείται συνήθως να ερμηνεύσει την "έγχρωμη γυναίκα". Κι έτσι, με αφορμή αυτά τα δύο παραδείγματα, άνοιξε η συζήτηση περαιτέρω και σε θέματα έμφυλης -και όχι μόνο- εκπροσώπησης –από τον αριθμό των γυναικών που κατέχουν θεσμικές θέσεις ή που σκηνοθετούν, μέχρι ακόμη και την ίση διανομή στους ρόλους ενός έργου-, ενώ ένα ακόμη σημαντικό θέμα που τέθηκε στην κουβέντα από τη Ρένια Λουιζίδου και τη Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη είναι η ανισότητα των αμοιβών στο ελεύθερο θέατρο μεταξύ ανδρών και γυναικών ηθοποιών.
Η Ιώ Βουλγαράκη τόνισε με έμφαση ότι χρειάζεται να δοθούν από θεσμικής πλευράς ίσες ευκαιρίες στις γυναίκες, και πρότεινε την ποσόστωση στον αριθμό σκηνοθετών και σκηνοθετριών που συνεργάζονται με κάποιο κρατικό θέατρο. "Για να φτάσουμε να μην θεωρούμε κάτι ξεχωριστό το γεγονός ότι σκηνοθετεί μια γυναίκα, π.χ. στην Επίδαυρο, θα πρέπει να περάσουμε από το στάδιο της υποχρεωτικής ποσόστωσης", είπε, με τους συμμετέχοντες στο πάνελ να συμφωνούν ότι κάτι τέτοιο, έστω κι ως αναγκαίο "κακό", είναι κάτι που θα εκπαιδεύσει τον χώρο, θα αλλάξει τις ισορροπίες, θα δώσει κίνητρα στις γυναίκες δημιουργούς- αλλά και που αντιμετωπίστηκε με αμφιθυμία, αν όχι διαφωνίες από δημοσιογράφους που έθεσαν το ερώτημα αν κριτήριο επιλογής μιας καλλιτεχνικής πρότασης είναι το περιεχόμενό της ή το φύλο του καλλιτέχνη και εξέφρασαν τον προβληματισμό πως δεν είναι απίθανο (στο εξωτερικό συμβαίνει ήδη) να δημιουργηθεί σιγά-σιγά ένας νέος κατάλογος "απαγορεύσεων" και "υποχρεώσεων" στις οποίες θα κληθεί να υπακούσει κάποιο καλλιτεχνικό έργο - συζήτηση που έμεινε τελικά μετέωρη λόγω των χρονικών περιορισμών και έδειξε, αν μη τι άλλο, ότι το ζήτημα που επιδίωξε να φέρει στο δημόσιο διάλογο το Εθνικό Θέατρο δεν είναι ούτε απλό ούτε μονοδιάστατο, γι' αυτό και θα ήταν ίσως γόνιμο να τροφοδοτήσει και μία επόμενη συζήτηση.