Μέσα από 15 θεατρικά έργα ο Μάριος Ποντίκας, που έφυγε από τη ζωή στις 17 Σεπτεμβρίου, αιχμαλώτισε σαράντα χρόνια ελληνικής πραγματικότητας. Ξεκινώντας μέσα στη δικτατορία, το 1971 και αφήνοντας το τελευταίο του κείμενο το 2011, κατέγραψε με την αιχμηρή αλλά μαζί και τρυφερή γραφή του την πολύμορφη διαδρομή της διαρκώς μετασχηματιζόμενης ελληνικής συνθήκης - αναδεικνύοντας ως σταθερό πυρήνα της τον άνθρωπο και την ηθική, ατομική του ευθύνη, η οποία μοιραία γίνεται και συλλογική. Τα περισσότερα έργα του παίχτηκαν στη Στοά, που τον σύστησε στο κοινό ανεβάζοντας την άνοιξη του 1972 την "Πανοραμική θέα μιας νυχτερινής εργασίας", αλλά και στο Θέατρο Τέχνης, στο Εθνικό (του Διοικητικού Συμβουλίου του οποίου διετέλεσε μέλος), στο ΚΘΒΕ, στο Θεσσαλικό Θέατρο, κ.α., ενώ παράλληλα υπέγραψε έργα για το ραδιόφωνο, διηγήματα καθώς και διασκευές λογοτεχνικών κειμένων για την τηλεόραση.
Μεγαλωμένος καθώς ήταν στο ταραγμένο κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας (έ.γ. 1942), ο Ποντίκας ενσωμάτωσε στο θέατρό του αυτή την πραγματικότητα, μετουσιώνοντάς την με αξιοσημείωτη δεινότητα σε ένα άκρως διεισδυτικό, ρεαλιστικό όσο και υπαινικτικό, θέατρο. Καθώς τα πρώτα του έργα γράφτηκαν μέσα στη δικτατορία ("Πανοραμική θέα" - 1971, "Ο Λάκκος και η φάβα" - 1972, "Το τρομπόνι" - 1973), αποτύπωσαν με ευθύτητα -αν και έμμεση γλώσσα- τον ζόφο της περιόδου, ενώ ειδικά το "Τρομπόνι" ανέβασε στη σκηνή (όχι χωρίς συνέπειες για τον θίασο στη Θεσσαλονίκη που το παρουσίασε σε πανελλήνια πρεμιέρα) το πλέον επαχθές πρόσωπο του καθεστώτος: τα βασανιστήρια των αντιφρονούντων.
Στα χρόνια και τα έργα που ακολούθησαν, ο Ποντίκας συνέχισε να μεταχειρίζεται ως υλικό του την ελληνική κοινωνία, καταλήγοντας να συνθέσει ένα δραματουργικό "χάρτη" των μετασχηματισμών και των μεταμορφώσεών της - χωρίς να ξεχνάει ότι είναι δημιουργός και, άρα, το σταθερό ζητούμενο είναι η σύνθεση ζωντανών, σκηνικά λειτουργικών έργων. Τέτοια έγραψε, τόσο αυτά που ανήκουν στην κύρια δημιουργική περίοδο, όπου το ύφος του ήταν κοντύτερα σε ό,τι ορίζεται ως "ρεαλισμός", όσο και στην τελευταία φάση της δραματουργίας του, όπου στράφηκε θεματολογικά στους αρχαίους μύθους και υφολογικά οδηγήθηκε στον συμβολισμό ή την αφαίρεση ("Ο Δολοφόνος του Λάιου και τα Κοράκια" - 2004, "Η Κασσάνδρα απευθύνεται στους νεκρούς" - 2007 -δεν είναι τυχαίο ότι το ανέβασε ο μετρ του τελετουργικού θεάτρου, Θόδωρος Τερζόπουλος-, "Χλιμίντρισμα" - 2011) - μιλώντας όμως και πάλι, από άλλο δρόμο, για το τώρα του κόσμου μας.
Εξάλλου, ήδη από τα έργα της πρώτης φάσης, ο Ποντίκας διαρρύγνυε σταθερά τον ρεαλισμό χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, την παρωδία, ακόμη και τον σουρεαλισμό ή και δραματουργικά στοιχεία που φλερτάρουν με τη σύγχρονη περφόρμανς, όπως στο "Γάμο", όπου πρωταγωνιστεί επί σκηνής το τυλιγμένο εξολοκλήρου με γάζες σώμα της (βουβής) ηρωίδας, θύματος βιασμού που αυτοπυρπολήθηκε.
Τα πρόσωπα και τα θέματά του, καίρια επιλεγμένα, απηχούν μέχρι σήμερα την αναγκαιότητα που τα γέννησε και που τα καθιστά ακόμη ζωντανά. Οι "Θεατές" (1979), για παράδειγμα, ενώ αναφέρονται στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, ανοίγουν ένα συνολικό σχόλιο για τον εφησυχασμό του καθημερινού πολίτη απέναντι στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που τον καταπίνει, ενώ αυτός προτιμά να την παρακολουθεί ηδονοβλεπτικά από την κλειδαρότρυπα - έργο που βρήκε τη θέση του στο ρεπερτόριο του Εθνικού το 2013, σε μια παράσταση σκηνοθετημένη από την Κατερίνα Ευαγγελάτου. Ή ο "Ορθός Λόγος", στην κορύφωση της δεκαετίας του ’80 (1987), που απεικονίζει την κοινωνική ελίτ να βουλιάζει στο τέλμα της διαφθοράς της. Και, βέβαια, ο "Γάμος", έργο του 1980, όπου μια νεαρή κοπέλα αναγκάζεται από την οικογένειά της να παντρευτεί τον βιαστή της προκειμένου να αποφευχθεί το σκάνδαλο.
Με θέμα σοκαραστικά επίκαιρο, ο "Γάμος" είναι το έργο του Ποντίκα που παίχτηκε πιο πρόσφατα (στο θέατρο Σταθμός, το χειμώνα του 2020, σε συν-σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου και Αγγελικής Μαρίνου), ενώ έχει ήδη συμπεριληφθεί στο φετινό ρεπερτόριο του θεάτρου Επί Κολωνώ, σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη.