Ο Ούλριχ Ράσε, από τους πιο συζητημένους σκηνοθέτες του γερμανικού θεάτρου, θα συστηθεί στη χώρα μας με την παράσταση του "Αγαμέμνονα", μία από τις δύο διεθνείς συμπαραγωγές του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου που θα φιλοξενηθούν φέτος στο αρχαίο θέατρο. Ο πενηντατριάχρονος σκηνοθέτης, βραβευμένος με το Βραβείο Τέχνης της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου (2013), έχει αναπτύξει έναν προσωπικό σκηνοθετικό κώδικα, βασισμένο ιδιαίτερα στην κίνηση και τον ρυθμό, με παραστάσεις όπου γίνεται ιδιαίτερη χρήση της σκηνογραφικής τεχνολογίας, ενώ συχνά εστιάζει σε έργα έργα του αρχαίου δράματος ή νεότερα που εμπνέονται από τους ελληνικούς μύθους ("Επτά επί Θήβας-Αντιγόνη", "Βάκχες", "Πέρσες", "Οιδίποδας").
Με αφορμή την παράσταση, μια διεθνή συμπαραγωγή του Ινστιτούτου Γκαίτε, του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου και του Residenz Theater του Μονάχου, πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της Δευτέρας 20 Ιουνίου, συνέντευξη τύπου όπου ο Ράσε συνομίλησε με την Κατερίνα Ευαγγελάτου. Η Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ χαρακτήρισε τον σκηνοθέτη ως έναν συναρπαστικό δημιουργό, μια ξεχωριστή φωνή του ευρωπαϊκού θεάτρου και επεσήμανε πως αποστολή του Φεστιβάλ είναι να φέρει το κοινό σε επαφή με το ό,τι πιο δυναμικό και ενδιαφέρον υπάρχει στην παγκόσμια σκηνή.
Ο "Αγαμέμνων", το πρώτο μέρος της αισχυλικής τριλογίας της "Ορέστειας" θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Επίδαυρο στις 22 και 23 Ιουλίου, και τη μεθεπόμενη σεζόν θα παρουσιαστεί στο Μόναχο. Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Ράσε επεσήμανε πως η αγάπη του για το αρχαίο δράμα συνδέεται με την αγάπη του για το χορό. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Μπόχουμ, όχι πολύ μακριά από το Βούπερταλ και την έδρα της Πίνα Μπάους, αγάπησε ιδιαιτέρως το χοροθέατρο, ειδικά χάρη στις παραστάσεις της σπουδαίας δημιουργού. "Κάπως έτσι οδηγήθηκα στο αρχαίο δράμα", είπε, "συνειδητοποιώντας ότι το αρχαίο ελληνικό θέατρο και ειδικά ο Χορός ήταν ένα σημείο συνάντησης της υποκριτικής ερμηνείας και έκφρασης με την κίνηση και τη μουσικότητα. Ο αρχαίος Χορός ήταν το σημείο εκκίνησης για μένα, χάρη στην ένωση κίνησης, ρυθμού και κειμένου".
Στις παραστάσεις του Ράσε είναι ευκρινής μια ιδιαίτερη σκηνική γλώσσα, όπου κυριαρχούν τα μηχανοκίνητα σκηνικά, οι μεγάλες κατασκευές, οι έντονοι φωτισμοί, καθώς και η δημιουργία μίας εκστατικής αίσθησης με συνεχή χορικότητα, μουσικότητα και αέναη, συνήθως κυκλική, κίνηση. "Πίσω από όλα αυτά, κρύβεται η αναζήτησή μου για τον τρόπο που μπορούν οι ηθοποιοί να γίνουν και χορευτές", σχολίασε ο Ράσε, εξηγώντας πως είναι ζητούμενο οι ηθοποιοί να κινηθούν πανω στη σκηνή με ιδιαίτερη, διαφορετική κίνηση - μια αναζήτηση που πέρασε από διάφορα στάδια έως ότου κατέληξε στις περιστρεφόμενες σκηνές που χαρακτηρίζουν τις παραστάσεις του και θα δούμε και ως βασικό σκηνικό του "Αγαμέμνονα" στην ορχήστρα της Επιδαύρου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το σχόλιο του σκηνοθέτη πως η μηχανοκίνητη όψη των παραστάσεων και συγκεκριμένα του "Αγαμέμνονα", αφορά και τη σύνδεση του αρχαίου δράματος με το σήμερα, όχι όσον αφορά στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του αλλά στον τρόπο που απεικονίζει την ανθρώπινη απελπισία, τη βία της (όποιας) εποχής μέσα από την αέναη, κοπιώδη προσπάθεια των ηθοποιών να κινηθούν πάνω στις κινούμενες πλατφόρμες: "είναι σαν να έχουμε έναν 'κακό' θεό που μας έχει τοποθετήσει σε αυτά τα σκηνικά και εμείς πρέπει να βρούμε τρόπο να επιβιώσουμε", σχολίασε.
Περνώντας στην επιλογή του έργου, τόνισε ότι ο Αισχύλος είναι ο πιο αγαπημένος του από τους τρεις τραγικούς ποιητές, ενώ το ανέβασμα ολόκληρης της τριλογίας της "Ορέστειας" αποτελεί γενικότερη επιθυμία του. Για τον "Αγαμέμνονα", συγκεκριμένα, σχολίασε ότι το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία επηρέασε την οπτική του απέναντι στο έργο και τον έκανε να εστιάσει στο θέμα του πολέμου, στα αίτια -εύλογα ή όχι, φανερά ή όχι-, τα λάθη που βρίσκονται πίσω από κάθε πόλεμο, και κυρίως τι σημαίνει ένας πόλεμος γι’ αυτούς που έμειναν πίσω, ποιο το αντίκρισμα στην κοινωνίαα ακόμη και στην κοινωνία των νικητών. "Προσπαθώ να κατανοήσω μέσω του έργου τις θηριωδίες του πολέμου", είπε. "Πάω ψηλαφιστά", πρόσθεσε, "και είναι ωραίο που ο Αισχύλος μας δίνει την ευκαιρία να δούμε την ψυχολογία κάθε χαρακτήρα". Η Κασσάνδρα, για παράδειγμα, είναι αυτή που καθιστά σαφές στους άνδρες ότι ο δρόμος που βαδίζουν δεν είναι σωστός και τους δείχνει οτι η κατάρα των Ατρειδών δεν πρόκειται να καταλαγιάσει, έως ότου βρεθεί ο δρόμος για τη δημοκρατία - η Κλυταιμνήστρα είναι ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρον χαρακτήρας, μία καταρρακωμένη μητέρα αλλά και μία τακτικίστρια, ενώ τον Αγαμέμνονα τον αντιμετωπίζει όχι ως ήρωα αλλά ως έναν καταρρακωμένο άνθρωπο, ως έναν άνδρα που έχει καταρρεύσει από το βάρος των πράξεών του, ως έναν νικητή που δεν είναι πεπεισμένος ότι αυτό που έπραξε ήταν δίκαιο.
Η παράσταση του "Αγαμέμνονα" θα ακολουθήσει την άχρονη, αφαιρετική -που δεν χαρακτηρίζει συγκεκριμένη εποχή- όψη που προτιμάει ο σκηνοθέτης, καθώς, όπως ο ίδιος είπε, "αυτό έχει να κάνει με το μεγάλο πλεονέκτημα των έργων των τριών τραγικών, δηλαδή το ότι δεν χρειαζονται επικαιροποίηση. Σε αυτά τα έργα βρίσκει κανείς τα θέματα που συζητάμε σήμερα. Γι’ αυτό δεν φέρνω (αποκλειστικά) τις δικές μου, στενές, αντιλήψεις στο έργο - το βλέπω σαν έναν ανοιχτό χώρο που απηχεί πολλές οπτικές. Επίσης, οι καλλιτέχνες δεν είμαστε δημοσιογράφοι, κοιτάμε τα ζητήματα που απασχολούν την καθημερινότητα και την πολιτική από άλλη οπτική".
Στην Επίδαυρο θα δούμε μια "μουσικοποίηση της σκηνής", όπου η μουσική, δημιουργία του στενού συνεργάτη του Ράσε, Νίκο βαν Βερς, θα είναι η πρωταγωνίστρια της παράστασης - θα εκτελείται σε κρουστά, "όργανο αρχαϊκό που δεν χρειάζεται ενίσχυση για να ακουστεί", τόνισε ο σκηνοθέτης, και θα απηχεί έναν ωμό ήχο, σε συμφωνία με τη γλώσσα του Αισχύλου. Μέσα στην ορχήστρα του αργολικού θεάτρου, θα στηθεί μια περιστρεφόμενη σκηνή, ένας δίσκος που θα κινείται, ως υπενθύμιση του χρόνου και της μοίρας. Ο χώρος της Επιδαύρου απασχόλησε τον σκηνοθέτη, προκειμένου να δει πώς θα επηρεάσει τη σκηνική του "γλώσσα", καθώς πρόκειται για ανοιχτό θέατρο, με αμφιθεατρική διάταξη, αντίθετα από τις κλειστές σκηνές, ιταλικού τύπου, όπου συνήθως παρουσίαζει τη δουλειά του. Τελικά, όμως, διαπίστωσε ότι δεν χρειάστηκε να γίνουν μεγάλες αλλαγές: "Κατά κάποιον τρόπο συνοψίζω έργο ετών στον "Αγαμέμνονα" και το αποκορύφωμά της θα παρουσιαστεί στην Επίδαυρο. Τόσα χρόνια ασχολούμαι με τον ρυθμό, την κίνηση και με τα αρχαία ελληνικά κείμενα και τώρα θα βρεθώ σε αυτόν τον χώρο για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Επισκέφτηκα το θέατρο πέρυσι και προσπάθησα να συνδέσω την αρχιτεκτονική του με τη δική μου σκηνοθεσία και τελικά διαπίστωσα πως, αν και δεν θα είναι πανομοιότυπο με ό,τι κάνω στις κλειστές σκηνές, δεν χρειάστηκαν να γίνουν μεγάλες αλλαγές".