Στο άλλοτε κενό διάστημα μεταξύ της Κυριακής των Βαΐων και της έναρξης της θερινής περιόδου, πλέον η θεατρική δραστηριότητα δεν σταματάει. Μπορεί, μάλιστα, να χαρακτηρισθεί ως μία κυριολεκτική θεατρική άνοιξη, καθώς σε αυτό το "ενδιάμεσο" διάστημα βρίσκουν χώρο να παρουσιαστούν οι δουλειές νέων δημιουργών. Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες που τρέχει αυτό τον καιρό είναι το φεστιβάλ "Νέο Αίμα" που διοργανώνει το θέατρο Πορεία, όπου παίζονται οι παραστάσεις δύο νέων ελληνικών έργων: του "Labor" της Ανθής Τσιρούκη, σε σκηνοθεσία της Έμιλυς Λουΐζου και του "Νυχιάνγκ" της Ευαγγελίας Γατσωτή σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου.
Η αξία του όλου εγχειρήματος είναι σημαντική, και για πολλούς λόγους, καθώς αφορά την παρουσίαση δύο άπαιχτων και εντελώς καινούριων έργων -γράφτηκαν την περίοδο 2019-20-, αλλά και έργων που προέκυψαν μέσα από μια συστηματική διαδικασία, δηλαδή μέσα από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του θεάτρου Πορεία (με εισηγητές τον Θανάση Τριαρίδη και τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη), που ξεκίνησε να λειτουργεί το φθινόπωρο του 2019. Είναι σημαντικό να τονιστεί η σημασία ύπαρξης ενός οργανωμένου, δομημένου περιβάλλοντος εκπαίδευσης των νέων δραματουργών, κάτι που μέχρι προσφάτως ικανοποιούσαν -πέρα από τα μεμονωμένα ιδιωτικά σεμινάρια- αντίστοιχα, αλλά μικρότερης διάρκειας και συνέχειας, εργαστήρια οργανισμών όπως το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το Ίδρυμα "Μιχάλης Κακογιάννης" και βέβαια το Εθνικό Θέατρο με το Στούντιο Συγγραφής Θεατρικού Έργου (2015-18). Η επίγνωση του γεγονότος ότι η συγγραφή είναι κάτι που μαθαίνεται και διδάσκεται και όχι κάτι που θα πρέπει να αφήνεται (τουλάχιστον όχι μόνο) στο έμφυτο ταλέντο κάποιου είναι κάτι που θα ευνοήσει την ουσιαστική ανάπτυξη της σύγχρονης δραματουργίας.
Ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι ο λόγος γίνεται για έργα που παίζονται -και μάλιστα σε καλές παραγωγές-, κάτι που έρχεται να ενισχύσει τη γενικότερη τάση που θέλει το ελληνικό έργο να αποτελεί σταθερή επένδυση, καλλιτεχνική και εμπορική, τα τελευταία χρόνια. Η πρώτη, ολοκληρωμένη επαφή με τα δύο πρώτα έργα που προέκυψαν από τη Σχολή Πυροδότησης μόνο αισιοδοξία μπορεί να μας γεμίζει για το μέλλον της ελληνικής δραματουργίας. Το "Labor" της Ανθής Τσιρούκη είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα δυστοπική ιστορία που μεταχειρίζεται έξυπνα το θέμα του φόβου του γήρατος αλλά και της γονεϊκότητας, την οποία αντιμετωπίζει ως μία εγωκεντρική συνθήκη, που στραγγαλίζει την αυτόνομη προσωπικότητα των παιδιών. Χωρίς να μεταχειρίζεται τον ρεαλισμό, ούτε καν την ψυχολογική ανάλυση, η συγγραφέας έχει δημιουργήσει τη σκοτεινή ιστορία ενός ζευγαριού πλαστικών χειρουργών, που περνούν το χρόνο τους πραγματοποιώντας επεμβάσεις στους ασθενείς τους, αλλά και ο ένας στον άλλον. Κάποια στιγμή, θα καταφτάσει στο σπίτι/χειρουργείο, ένας νεαρός που, εξαιτίας ενός τροχαίου ατυχήματος, πάσχει από αμνησία. Οι δύο γιατροί θα τον περιθάλψουν, βρίσκοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να δημιουργήσουν στο πρόσωπό του τον γιο που δεν είχαν…
Την παράσταση σκηνοθετεί η ανερχόμενη Έμιλυ Λουίζου, που τόνισε επιτυχημένα τη δυστοπία της ιστορίας, με τη μινιμαλιστική, εικαστική σκηνοθεσία της - μένει ίσως η επιφύλαξη ότι επενέβη αρκετά στο έργο, αφαιρώντας σημεία του που αποτύπωναν πιο ολοκληρωμένα το κεντρικό ζευγάρι. Το πορφυρό χρώμα των κοστουμιών, σαν όλη η σκηνή να είναι βουτηγμένη στο αίμα (Αλέξανδρος Γαρνάβος), οι μονοχρωματικοί φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου) και τα τα μινιμαλιστικά σκηνικά (Θάλεια Μέλισσα), μπορεί να παραπέμπουν στις δουλειές του Bob Wilson, αλλά οπτικοποιούν εύγλωττα το εφιαλτικό σύμπαν του έργου. Οι δύο πρωταγωνιστές, ο Στέλιος Μάινας και η Ιωάννα Παππά, αποδίδουν εξαιρετικά δύο ανθρώπους που μοιάζουν ζωντανοί-νεκροί, σε ένα μεταίχμιο μεταξύ προχωρημένου γήρατος και συντηρημένης αιώνιας νεότητας, και σαν άλλοι Φρανκεστάιν ή μικροί θεοί ζουν με την ηδονή της αρρωστημένης αντίληψής τους περί δημιουργίας - ενώ τον ρόλο του άμορφου, χωρίς ταυτότητα νεαρού, που θα αναδημιουργηθεί από τα χέρια των γιατρών κατά τις δικές τους επιθυμίες ερμηνεύει ο Ορέστης Χαλκιάς.
Σε άλλο δραματικό ύφος, το "Νυχιάνγκ" της Ευαγγελίας Γατσωτή είναι ένα επίσης ενδιαφέρον έργο, που ξεκινάει "ελαφριά", μέσα από τη χαλαρή συνθήκη ενός ραντεβού για μανικιούρ, και καταλήγει να ξύνει την επιφάνεια επώδυνων όψεων των οικογενειακών σχέσεων, και ειδικά της σχέσης μεταξύ πατέρας-κόρης. Καλοκουρδισμένο, με αίσθηση της δραματικής οικονομίας, φρέσκο και ζωηρό, μιλώντας τη γλώσσα της εποχής του (η συγγραφέας το έγραψε στα 18 της), το "Νυχιάνγκ" αποτελεί, σίγουρα, από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις, και όχι μόνο της τρέχουσας σεζόν. Σε αυτό συντελεί, φυσικά, και η ματιά του έμπειρου Δημήτρη Τάρλοου, που εντόπισε και τόνισε τις αρετές του, φανερές και μη, και έστησε με δυναμισμό τη συνάντηση μεταξύ μιας μανικιουρίστ και μιας νεαρής κοπέλας ως ένα πινγκ-πονγκ χαρακτήρων, κοσμοθεωριών και διαθέσεων - η απόφασή του, δε, να τονίσει την κωμική διάσταση του έργου, μέσα από την οποία αναδύεται κλιμακωτά ένα μεγάλο δράμα, τον δικαιώνει απόλυτα και ανοίγει το κείμενο στο έπακρο των δυνατοτήτων του, όπως κάνουν και σπουδαίες ερμηνείες της Αλεξίας Καλτσίκη και της Θάλεας Σταματέλου.
Πέραν της αυτόνομης αξίας των έργων, είναι σημαντικό το γεγονός ότι καθεμία από τις συγγραφείς διακρίνεται από προσωπικό ύφος και πειραματίζεται με διαφορετικά είδη - και δεν αποτελούν οι δυο τους τις μόνες αξιοπρόσεχτες περιπτώσεις. Η Σοφία Καψούρου είναι ακόμη μία˙ εμπειρότερη από τις προαναφερθείσες, έχει υπογράψει πέντε θεατρικά έργα, που έχουν δει όλα τα φώτα της σκηνής ("Ερωμένες στον καμβά", "Σούμαν", "Η Σέξτον και τα κογιότ", "Γυνάντρα") και είναι όλα εμπνευσμένα από πραγματικά πρόσωπα. Τώρα παίζεται στο θέατρο Vault το τελευταίο της έργο, "Καραϊσκάκενα, ο Θρύλος", ένας φανταστικός μονόλογος της μητέρας του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Η Καψούρου κάνει ένα άλμα στο χρόνο, φέρνει την ηρωίδα στο σήμερα και παίζοντας με τη σκηνική συνθήκη τη θέλει θεατή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ του Ολυμπιακού (ή "Θρύλου") και της τουρκικής Φενερμπαχτσέ, στο στάδιο που τώρα έχει το όνομα του γιου της. Χωρίς, όμως, να υπογράφει μια παρωδία ή σάτιρα, η συγγραφέας παραδίδει ένα σαρωτικό, ορμητικό, γήινο κείμενο, δίνοντας φωνή στην "Καλογριά", τη μάνα του ήρωα της Επανάστασης, και τη μετατρέπει σε αρχετυπική φιγούρα.
Τα μοτίβα της γυναίκας ως μητέρας, με το -σχεδόν σαρκικό- δέσιμο με τον γιο της, αλλά και ως γυναίκας που δεν ετεροπροσδιορίζεται και θέλει να ανήκει μόνο στον εαυτό της, καθώς και η τοποθέτησή της στο χρονικό πλαίσιο άγριων καιρών, όπως αυτοί της τουρκοκρατίας, χαρακτηρίζουν το σχεδόν αταξινόμητο σε ένα είδος κείμενο. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά παραδίδει μια παράσταση πυκνή και δονούμενη, με αισθητικό ενδιαφέρον, έτσι όπως το κατανυκτικό σκηνικό περιβάλλον με τις αγιογραφίες και τα καντήλια (Γιώργος Λιντζέρης, Κική Μαυρίδου), κοντράρεται με την αισθαντική, φιλήδονη, πληθωρική και βλάσφημη παρουσία της Καραϊσκάκενας - την οποία ερμηνεύει εξαιρετικά η συγγραφέας, δίνοντας σκηνική, τρισδιάστατη οντότητα στις λέξεις που η ίδια συνέλαβε.
Περισσότερες πληροφορίες
Νυχιάνγκ
Η ιεροτελεστία του μανικιούρ γίνεται αφορμή για μια σκοτεινή κωμωδία που ξετυλίγει το κοινωνικό αφήγημα της γυναίκας του σήμερα αλλά και την εξέλιξη των οικογενειακών σχέσεων.
Καραϊσκάκενα, Ο θρύλος
Η προσωπικότητα του μεγάλου αγωνιστή Γεώργιου Καραϊσκάκη αναδύεται μέσα από την ιδιαίτερης ποιητικότητας αφήγηση της μητέρας του, της καλόγριας Ζωής Διαμάντως Διμισκή.
Labor
Ένα ζευγάρι πλαστικών χειρουργών βρίσκει στο πρόσωπο ενός νέου το παιδί που είχε χάσει, στο μελλοντολογικό θρίλερ-σχόλιο για την αλλοίωση της εικόνας μας και την οικογενειακή παθογένεια.