Ο Μπομπ Ουίλσον, ένας από τους ελάχιστους "μεγάλους" του θεάτρου, δεσπόζει στο παγκόσμιο στερέωμα για παραπάνω από πέντε δεκαετίες με το απολύτως προσωπικό του ύφος, εστιασμένο στη δύναμη της εικαστικότητας και της σωματικής παρουσίας. Στην Ελλάδα είχαμε συχνά την τύχη να απολαύσουμε τις δουλειές του, και μάλιστα να χαρούμε και τα αποτελέσματα της συνεργασίας του με Έλληνες καλλιτέχνες: εμβληματική στη σύγχρονη ιστορία του θεάτρου μας έχει μείνει η σκηνοθεσία της "Οδύσσειας" στο Εθνικό Θέατρο (μια συμπαραγωγή με το Piccolo Teatro του Μιλάνο) τη σεζόν 2012-13, ή η παρουσίαση του πολυπολιτισμικού "Οιδίποδα" (με τη συμμετοχή και Ελλήνων ηθοποιών και κυριότερη τη Λυδία Κονιόρδου) στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του 2019.
Οι πηγές της έμπνευσης του δημιουργού που ξεκίνησε από το Τέξας και πλέον θεωρείται από τους πλέον κοσμπολίτες είναι δεκάδες: η αρχαιοελληνική μυθολογία, η μυστικιστική ποίηση των σούφι, ο Μπέκετ (το 2010 βλέπαμε τον ίδιο επί σκηνής στην "Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ"), ο Μπρεχτ (η "Όπερα της πεντάρας" στη συνεργασία του με το ιστορικό βερολινέζικο θέατρο Μπερλίνερ Ανσάμπλ παρουσιάστηκε και στην Αθήνα), το μεταδραματικό θέατρο του Χάινερ Μίλερ ("Κουαρτέτο", Φεστιβάλ Αθηνών το 2007), ο Σέξπιρ, κ.ά., ενώ πολλές είναι οι σκηνοθεσίες του και στο λυρικό θέατρο. Έχει συνεργαστεί με ιστορικά θεατρικά σχήματα σε όλον τον κόσμο και με θρύλους της σύγχρονης τέχνης (τον Φίλιπ Γκλας, την Ιζαμπέλ Ιπέρ, τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και τον Ουίλιαμ Νταφόε, που μας μάγεψαν το 2013 στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση με το έργο του Δανιήλ Χαρμς "The old woman").
Οι παραστάσεις του, κομμάτια του ίδιου παζλ, μιλούν τόσο εύγλωττα μέσα στην αυστηρή γεωμετρία τους όσο τα περίφημα ταμπλώ βιβάν του. Η δύναμη της σωματικής ενέργειας και η υπεροχή της σωματικής και της εικαστικής έκφρασης έναντι της λεκτικής είναι κάτι που βίωσε ο ίδιος από την παιδική του ηλικία ήδη, καθώς ξεπέρασε τη δυσλεξία του χάρη στα μαθήματα χορού που του παρέδωσε μία εβδομηντάχρονη δασκάλα. Έπειτα, κομβική για τη ζωή και την καριέρα του υπήρξε η υιοθεσία ενός κωφάλαλου εφήβου και η επικοινωνία που ανέπτυξαν μέσα από ζωγραφιές και σχέδια. Σε αυτές τις ζωγραφιές στήριξε τη βουβή όπερα "Το βλέμμα του κωφού" (1970-71), την παράσταση που του χάρισε παγκόσμια αναγνώριση· ο Λουί Αραγκόν έγραψε τότε: "ο Ουίλσον είναι αυτός που ονειρευόμασταν εμείς, οι πατέρες του σουρεαλισμού, πως θα έρθει ύστερα από εμάς και θα μας ξεπεράσει".
Ο Ουίλσον δεν σπούδασε θέατρο, "αν το είχα σπουδάσει, δεν θα έκανα το θέατρο που κάνω" έχει δηλώσει, αλλά καλές και εφαρμοσμένες τέχνες: η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, το βιομηχανικό σχέδιο και ο χορός καθόρισαν το θεατρικό στίγμα του. Εξάλλου, εκτός από σκηνοθέτης, σκηνογράφος και σχεδιαστής φωτισμών είναι ζωγράφος, γλύπτης, σχεδιαστής και installation artist, τα έργα του έχουν λάβει μεγάλες διακρίσεις (Χρυσός Λέων Biennale Βενετίας, 1993), έχουν φιλοξενηθεί στα σημαντικότερα μουσεία σύγχρονης τέχνης (MoMA, Guggenheim), ενώ συχνά τα σκηνικά αντικείμενα που δημιουργεί για τις παραστάσεις του εκτίθενται ως αυτόνομα έργα τέχνης. Αυτονόητα, το θέατρο που δημιουργεί είναι μία σκηνική συνένωση των παραπάνω. Το φως, η μουσική, οι ήχοι, η γλυπτική, η κίνηση, ο ρυθμός αποτελούν σταθερά και ισάξια συστατικά στοιχεία των παραστάσεών του, που διακρίνονται για την αρχιτεκτονική μορφή, την εικαστική αυτοτέλεια και την ακρίβειά τους. Προαπαιτούμενα υλικά για να δημιουργήσει θέατρο είναι ο σκηνικός χώρος, οι εικόνες και οι ήχοι που γεννιούνται εκεί, όχι η ιστορία.
Αν και συχνά επικρίνεται για εμμονή στον φορμαλισμό, που επισκιάζει το περιεχόμενο, ο ίδιος υποστηρίζει πως "η φόρμα δημιουργεί απόσταση και, έτσι, χώρο στο νου και στην αλήθεια". Στοχεύει στη δημιουργία παραστάσεων ανοιχτών στην προσωπική ερμηνεία των θεατών, γι’ αυτό και ενθαρρύνει την αισθητική πρόσληψη όσων συντελούνται επί σκηνής παρά την παρακολούθηση της πλοκής. Μέσα στην απόλυτη γεωμετρία των παραστάσεων, δεσπόζει το ανθρώπινο σώμα, ως πομπός ενέργειας και ως φορέας μιας εκφραστικής γλώσσας απολύτως χορογραφημένης σε βαθμό στιλιζαρίσματος. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά στις ακροάσεις των ηθοποιών ζητάει από αυτούς απλώς να σταθούν ή να περπατήσουν, κάτι που έκανε και στην Αθήνα στην περίπτωση της "Οδύσσειας". Τότε, όσοι επιλέχθηκαν (Λυδία Κονιόρδου, Μαρία Ναυπλιώτου, Σταύρος Ζαλμάς κ.ά.) είχαν αναφερθεί γοητευμένοι στη μέθοδο του σκηνοθέτη, που ξεκίνησε να στήνει το έργο σαν χορογραφική παρτιτούρα, χωρίς καθόλου λόγο, μόνο με κίνηση, στάσεις και σχήματα.
Το φως –και συνεπακόλουθα η σκιά και το σκοτάδι- είναι από τα πολυτιμότερα εργαλεία του, καθώς, "χωρίς φως δεν υπάρχει χώρος". Η χρήση του στις παραστάσεις του είναι εμβληματική και έχει συντελέσει ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη δημιουργία του προσωπικού του ύφους. Ξεπερνώντας το βοηθητικό ρόλο του "δημιουργού ατμόσφαιρας", το φως στα χέρια του Ουίλσον αποκτά τρισδιάστατη υπόσταση, διαμορφώνει το σκηνικό χώρο, γίνεται αντικείμενο, συνομιλεί με τους ηθοποιούς· λειτουργεί πάνω στην, άδεια πολλές φορές, σκηνή όπως το χρώμα πάνω στον καμβά για τον ζωγράφο.
Αυτός ο, βουτηγμένος στο φως και το σκοτάδι, κόσμος του "μάγου της σκηνής" θα κυριεύσει την αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (από 23/2), σε μια ακόμη σπουδαία στιγμή για την ελληνική τέχνη, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη συνεργασία του Αμερικανού δημιουργού με το ελληνικό λυρικό θέατρο. Η όπερα του Βέρντι, "Οθέλλος" βασισμένη στην ομώνυμη σεξπιρική τραγωδία, ανεβαίνει σε συμπαραγωγή της ΕΛΣ και του Πασχαλινού Φεστιβάλ του Μπάντεν-Μπάντεν σε σκηνοθεσία, σκηνικά και φωτισμούς του Μπομπ Ουίλσον, διεύθυνση ορχήστρας του Στάθη Σούλη, έχοντας στη διανομή Έλληνες και ξένους πρωταγωνιστές διεθνούς ακτινοβολίας όπως ο Αλεξάντρς Αντονένκο (Οθέλλος), η Τσέλια Κοστέα (Δυσδαιμόνα) και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Ιάγος).
φωτό εξωφύλλου: "Οθέλλος" (Lucie Jansch©)