Συζητώντας με τον Βασίλη Μπισμπίκη πριν από δυο χρόνια για τα "Κόκκινα φανάρια" μου είχε πει πως, ζώντας στο περιθώριο με πουτάνες και τραβεστί, ήθελε να μιλήσει για έναν κόσμο που έχει αγαπήσει. Ένα από τα σημεία αναφοράς για την παράσταση που σχεδίαζε ήταν το μυθιστόρημα "Τα μπλε καστόρινα παπούτσια" του Θανάση Σκρουμπέλου, μια τοιχογραφία των 60s με φόντο το πρώτο τραβεστομάγαζο της πόλης, τη "Χαβάη". Έτυχε να βρεθείτε σε αυτό το μπαρ;
Βρέθηκα εκεί το 1965 προτού με κλείσουν στο αναμορφωτήριο. Με πήγε κάποιος και για πρώτη φορά είδα τον μαγικό του κόσμο, να βρίσκονται άντρες με άντρες και με άντρες ντυμένους γυναίκες. Ήμουν μόνο δεκαπεντέμισι ετών και γι’ αυτό μας έδιωξαν. Λίγο καιρό μετά έγινε ένα μαχαίρωμα στο μαγαζί και έκλεισε. Ο Δημήτρης Παπάζογλου που παίζει στην παράσταση αφηγείται συγκλονιστικές ιστορίες για την περίφημη "Χαβάη".
Πότε σας πρότεινε ο Βασίλης Μπισμπίκης να παίξετε στα "Κόκκινα φανάρια" και να ερμηνεύσετε το ρόλο της Μαντάμ Παρί;
Η ομάδα του Cartel είχε ξεκινήσει να δουλεύει για την παράσταση, δύο χρόνια πριν, κι εγώ δέχτηκα τηλέφωνο από τον Βασίλη τον περασμένο Απρίλιο, ενώ βρισκόμουν στον Αϊ-Γιάννη του Πηλίου. Για να πω την αλήθεια, όταν είχα πρωτοακούσει για την παράσταση μου είχε φανεί παράξενο που ο Βασίλης Μπισμπίκης ήθελε να ερμηνεύσει τη Μαντάμ Παρί. Είναι πολύ αντρουά και ό,τι κι αν έκαναν οι στιλίστες και οι μακιγιέρ δεν ξέρω τι θα κατάφερναν. Είπα λοιπόν τη σκέψη μου να την παίξω εγώ στην κοινή μας φίλη Νίκη Σερέτη που του το μετέφερε, εκείνος το σκέφτηκε και ήρθε η πρόταση. Χάρηκα πάρα πολύ γιατί τον ήθελα αυτόν το ρόλο.
Ο ρόλος αυτός, με έναν τρόπο, σας αφορά προσωπικά;
Μπορεί να μην έχω ζήσει ακριβώς τις καταστάσεις που συμβαίνουν στο έργο, όμως άκουγα και έβλεπα πολλά πράγματα για τη βία κατά των ιερόδουλων και των τρανς, γνωρίζω τα φριχτά πράγματα που συνέβαιναν στη λεωφόρο Συγγρού. Κατεβαίναμε για δουλειά και ξεκινούσαν οι επιδρομές των βάρβαρων και δεν μας κακοποιούσαν μόνο λεκτικά, έσπαγαν τα αυτοκίνητα, ασκούσαν βία με κάθε τρόπο. Ήταν σαν να παίζουμε σε ταινία κάθε βράδυ. Οποιοσδήποτε αστυνομικός των ηθών ακόμα και άλλης περιοχής ή της αγορανομίας είχε το δικαίωμα να συλλάβει μια γυναίκα τρανς που πορνευόταν, ακόμα κι αν δούλευε σε οίκο ανοχής. Και ας μην ξεχνάμε, οι οίκοι ανοχής δεν έχουν άδεια ακόμα, βάσει συγκεκριμένου νόμου που λέει ότι στα 200 μέτρα από σχολείο, εκκλησία, φιλανθρωπικό ίδρυμα κ.λπ. δεν μπορεί να λειτουργεί οίκος ανοχής. Όλοι λειτουργούν παράνομα οπότε πάρα πολύ εύκολα οι ιερόδουλες είναι ακόμα έρμαιο στα χέρια των αρχών. Τα συμφέροντα είναι πολύ μεγάλα για ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Η μίζα για να λειτουργήσει ένας οίκος ανοχής πριν την οικονομική κρίση ήταν 3.000 ευρώ το μήνα και μετά έπεσε στα 1.500. Στο έργο περιγράφω πολλές καταστάσεις, γιατί η μέθοδος του Βασίλη είναι να γράφει κάθε ηθοποιός ένα βιογραφικό του ήρωα που ερμηνεύει στην παράσταση. Έτσι, κράτησε κάποια από τα σκληρά πράγματα που περιγράφω. Νομίζω ότι μου ταιριάζει ο ρόλος, διότι μπορεί να μην έχω πλέον πολλές επαφές με αυτό τον κόσμο, ακολούθησα άλλες ατραπούς, αλλά έχω διαγράψει μια πορεία, την οποία δεν μπορώ να απαρνηθώ. Χαίρομαι πάρα πολύ που βρέθηκε ένας σκηνοθέτης να παρουσιάσει τις εμπειρίες του από αυτόν τον κόσμο.
Υπήρξαν σκηνές που δυσκολευτήκατε να αναπαραστήσετε στις πρόβες;
Μου είναι δύσκολο να παίξω τις σκηνές βίας, ιδιαίτερα μία την οποία αφήσαμε να δουλέψουμε προς το τέλος. Η παράσταση θα ταρακουνήσει τον κόσμο που ξέρει τις κούκλες που κάνουν σόου. Στα "Κόκκινα φανάρια" πετάμε τα στρας και τη χρυσόσκονη του περιθωρίου κι αυτό που θα δείτε είναι… αίμα. Η Μαντάμ Παρί που ερμηνεύω είναι μια σκληρή γυναίκα που έχει περάσει πάρα πολλά. Κατά τη διάρκεια των προβών και της δημιουργίας των κειμένων είπα στον Βασίλη: "Υπάρχει κάποια στιγμή που αυτή η γυναίκα θα αποκαλύψει μια πτυχή της ευαισθησίας της;". Κι εκείνος μου απάντησε: "Πουθενά. Δεν έχει ρωγμές αυτή η γυναίκα". Κατά τη διάρκεια των προβών αυτό άλλαξε και ο Βασίλης έχει δημιουργήσει ένα σημείο στο οποίο μπορώ να σπάσω και να φανούν ψήγματα ευαισθησίας. Φαίνεται η συμπάθειά της για την Κατερίνα, την λακανατζού, έναν αδύναμο άνθρωπο που τα έχει με ένα μετανάστη και την ερμηνεύει ο καταπληκτικός Δημήτρης Παπάζογλου.
Η δράση της παράστασης τοποθετείται στο σήμερα;
Απολύτως! Νομίζω ότι στην παράσταση μας δεν υπάρχει τίποτα ίδιο με την ταινία που έχουμε δει στον κινηματογράφο. Στο Cartel στήθηκε ένα μαγαζί σαν αυτά που μπορείς να συναντήσεις σήμερα στου Ρέντη με drag show, υπάρχει πασαρέλα και πάνω από την πασαρέλα βρίσκεται το καμαρίνι της Μαντάμ Παρί. Όλα συμβαίνουν όταν το μαγαζί είναι κλειστό και έχει ξεκινήσει η γκρίνια που φέρνει η κρίση. Αυτή πυροδοτεί συγκρούσεις και εκνευρισμό. Η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη το’63 ήταν ένα ρομαντικό δράμα, η παράστασή μας δεν είναι. Στο "Άνθρωποι και ποντίκια", την παράσταση που παίζεται με μεγάλη επιτυχία στο Cartel, η ανταπόκριση του κοινού έδειξε πως δεν είναι αδιάφορο απέναντι στα σκληρά κοινωνικά φαινόμενα, ακόμα κι όταν αναπαρίστανται στη σκηνή. Το ίδιο πιστεύω ότι θα νιώσει και στα "Κόκκινα Φανάρια". Δεν ξέρω αν μια παράσταση έχει τη δύναμη να αλλάξει τη νοοτροπία μας, αλλά ευελπιστώ ότι κάτι θα μείνει, ότι θα χτυπήσει μικρές χορδές ευαισθησίας, έτσι ώστε όταν κάποιος δει μια τρανς στο δρόμο να μην τη χλευάσει.
Έχετε αναγκαστεί να χρησιμοποιήσετε βία για να προστατέψετε τον εαυτό σας;
Ποτέ ακόμα κι όταν ζούσα στο Βερολίνο και τα πράγματα ήταν πιο σκληρά. Δεν μπορούσες να δουλέψεις χωρίς νταβατζή μάλιστα εκείνος έπαιρνε το μεγάλο χρηματικό ποσοστό. Η πορνεία είναι πολύ σκληρή και απορώ πώς κάποιες οργανώνεις ΛΟΑΤΚΙ κλπ. υπερασπίζονται την άποψη πως το να γίνεις ιερόδουλος είναι μια καθαρή επιλογή. Είναι μηδαμινό το ποσοστό που επιλέγει να μπει στην πορνεία. Κάποια τραγικά γεγονότα της ζωής σε ωθούν να το κάνεις. Καμιά κοπέλα δεν μεγαλώνει έχοντας ως επαγγελματικό προσανατολισμό την πορνεία. Αυτές που έχουν γεννηθεί γυναίκες απογοητεύονται από τη ζωή και συνήθως βρίσκεται κάποιος επιτήδειος να τις βάλει στο παιχνίδι. Στις τρανς λειτουργεί η απόγνωση, η ανάγκη για αποδοχή και κυρίως η ανάγκη για επιβίωση. Θέλει πολύ γερό στομάχι αυτή η δουλειά για να καταφέρεις να κρατήσεις την ισορροπία σου και να μην χρησιμοποιήσεις βία ακόμα κι όταν κριθεί απαραίτητο. Οι περισσότερες καταφεύγουν σε ουσίες, στο αλκοόλ ακόμα και στην τρέλα. Πόσες δεν έχουν πεθάνει στα ψυχιατρεία;
Ευτυχώς, πλέον έγινε άρση των αποκλεισμών που αντιμετωπίζουν τα διεμφυλικά πρόσωπα στον χώρο εργασίας.
Κανείς δεν ήθελε μια τρανς στην δουλειά, εδώ δεν μας νοίκιαζαν τα σπίτια. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι πλέον μπορεί κάποιος να προσλάβει ένα τρανς άτομο στη δουλειά και να πάρει επιδότηση. Ο κόσμος δεν μας αποδέχτηκε ποτέ. Εγώ έμεινα στη λεωφόρο Συγγρού από το ‘73 μέχρι το ‘ 84. Μετά πήγα στα Χανιά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος μέχρι το 2000, που σταμάτησα πια να δουλεύω και αλλάξει η ζωή μου. Θυμάμαι όμως καλά την δεκαετία του ’70 και του ’80 που τρέχαμε να κρυφτούμε στην καφετέρια Παπασπύρου της Συγγρού για να μη μας σακατέψουν στο ξύλο οι αστυνομικοί.
Ποια ήταν η αντίδραση του κόσμου;
Ο κόσμος γινόταν όχλος και απολάμβανε το θέαμα χασκογελώντας. Στην πραγματικότητα ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει αποδοχή είναι ελάχιστοι οι προοδευτικοί άνθρωποι. Γνωρίζω καλλιτέχνες και επώνυμους που έχουν παιδί ομοφυλόφιλο και το κρύβουν. Είμαστε πολύ πίσω στην Ελλάδα.
Πότε ήρθατε σε επαφή με τα βιβλία και την τέχνη;
Πριν κλείσω τα δέκα πέντε μου βρέθηκα τον ωκεανό της ζωής και έπρεπε να κολυμπήσω. Η οικογένεια μου με είχε απορρίψει και τότε κατάλαβα πως, ως άνθρωπος, οφείλω να βοηθήσω στην επιβίωση του εαυτού μου. Κατά τη διάρκεια των τρεισήμισι χρονών που ήμουν στο αναμορφωτήριο ήρθα σε επαφή με τα βιβλία. Το χαρτζιλίκι που έβγαζα κάνοντας δουλειές γραφείου, αλλά και από την συνεύρεση μου με άντρες που τους ήξερα πριν ακόμα μπω στο αναμορφωτήριο, μου εξασφάλιζε την αγορά βιβλίων. Ξεκίνησα να διαβάζω Καζαντζάκη, αργότερα πήγαινα κινηματογράφο και θέατρο. Η τέχνη και το διάβασμα ήταν τα μαγικά μου φίλτρα όταν πήγαινα για δουλειά. Έβλεπα παραστάσεις της Έλλης Λαμπέτη, του Δημήτρη Χορν, της Κατίνας Παξινού και ενώ δούλευα το μυαλό μου ήταν στο έργο που είχα δει. Νομίζω πως αυτό φιλτράριζε τη φρίκη της δουλειάς, ήταν η διαφυγή μου από την σκληρότητα του περίγυρου. Πήγαινα μόνη στις μπουάτ, καμία τρανς δεν ήθελε να με ακολουθήσει, ήθελαν μόνο μπουζούκια και Φλωρινιώτη. Έβλεπα φανατικά τον Κώστα Χατζή, οι παραστάσεις του ήταν σαν θεία λειτουργία για μένα, είχαν μια μυσταγωγία. Πήγαινα στη Μαρίζα Κωχ, το Νίκο Ξυλούρη τη Μαριλένα.
Πάντα διεκδικούσατε με πάθος τα θέλω σας. Κάπως έτσι πρωτοστατήσατε το 1977 στην ιστορική συνάντηση στο θέατρο Λουζιτάνια που συνδιοργάνωσαν τρανς κοινότητα και το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ).
Πάντα ψαχνόμουν και μου άρεσε να διευρύνω τις παρέες μου. Τότε, στο Λουζιτάνια ήρθα σε επαφή με την γκέι κοινότητα και αντιλήφθηκα ότι από αυτούς τους ανθρώπους μπορούσα να μάθω πράγματα. Ξέφυγα από τις κλασικές συζητήσεις μεταξύ των τρανς φιλενάδων για τις σχέσεις με τους πελάτες, για το τι έγινε με το ηθών. Την εποχή εκείνη γνώρισα πολλούς σημαντικούς ανθρώπους τους τέχνης των γραμμάτων. Τον Γιώργο Βέλτσο, τον Θόδωρο Πάγκαλος με τον οποίο κάναμε διαδηλώσεις μέχρι τις φυλακές Κορυδαλλού, την δικηγόρο Κατερίνα Ιατροπούλου. Η αποδοχή τους μου χάρισε μια δύναμη για να διεκδικήσω και να μπορέσω να βοηθήσω και τις άλλες τρανς. Αναζητούσα την κανονικότητα στη ζωή μου και κάπως έτσι, αποφάσισα να σταματήσω να πηγαίνω μόνο στο κομμωτήριο για τις εγχειρισμένες τρανς στην πλατεία Βάθης και έκλεισα ραντεβού στον Ραφαέλ του Κολωνακίου. Δεν μας ήθελαν πουθενά, όλοι θεωρούν ότι τρανς ίσον πορνεία και, εν πολλοίς ισχύει, αλλά έστω και πόρνη γιατί να μην πας στο κομμωτήριο; Ευτυχώς, πλέον δεν υπάρχουν αυτά. Στις 10 Ιουνίου γίνομαι 72 ετών, έχω διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου και νομίζω πως η πορεία μου εμπεριέχει πολλά, ανάμεσα σε αυτά και τον ακτιβισμό. Ένα πράγμα έχω μάθει καλά και το έχω χαράξει στο χέρι μου για να το θυμάμαι είναι το: trust no one.
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε και να παίζετε στο θέατρο;
Το 1980 εξέδωσα το πρώτο αυτοβιογραφικό μου βιβλίο και προκάλεσε σάλο στην Ελλάδα, έγινε μπεστ-σέλερ παρ' όλη την απαγόρευση που επιβλήθηκε στην πώλησή του. Στο βιβλίο αυτό βασίστηκε η μικρού μήκους ταινία του Δημήτρη Σταύρακα με τίτλο "Μπέττυ" στην οποία πρωταγωνίστησα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο μου, με τίτλο "Πόσο Πάει;" στο οποίο παρελαύνουν οι τραγικές ιστορίες τεσσάρων γνωστών μου τραβεστί. Αμέσως μετά έπαιξα στο θέατρο πλάι στη Ντίνα Κώνστα, στο έργο του Τζουζέπε Πατρόνι Γκρίφφι "Πρόσωπα φυσικά και αλλόκοτα", σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου, μετάφραση Παύλου Μάτεσι και σκηνικά-κοστούμια Διονύση Φωτόπουλου. Το 2018, με αφορμή τα τριάντα χρόνια από την έκδοση του "Πεθαίνω σαν χώρα" του Δημήτρη Δημητριάδη-ένα κείμενο που με έχει σημαδέψει- και είκοσι από την πρώτη παρουσίαση του από την ομάδα Απεξάρτησης 18 Άνω, ο ψυχίατρος και σκηνοθέτης Στέλιος Κρασανάκης το ανέβασε με τον Χρήστο Σαπουντζή, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην πρώτη παράσταση και εμένα. Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία. Ρώτησα τον Δημητριάδη αν αυτό που ανέλαβα να κάνω στο έργο το είχε γράψει για μένα και μου απάντησε: "Όχι Μπέττυ είναι πολύ παλιό γιατί όλοι έχουμε μια Μπέττυ μέσα μας". Ως ηθοποιός συνεργάστηκα με τον Γιάννη Σκουρλέτη στα "Αμάραντα" και με τον Χρήστο Σουγάρη, ο οποίος μου εμπιστεύτηκε το ρόλο του Τειρεσία στον "Οιδίποδα Τύραννο". Δεν είμαι κάτι καταπληκτικό, δεν είμαι η εγχειρισμένη Μέριλ Στρίπ του ελληνικού θεάτρου, αλλά πιστεύω πως μπορώ να κάνω πράγματα στο θέατρο.
Ο κινηματογράφος είναι στα σχέδια σας; Είχατε συγκλονίσει στον ρόλο της γηραιάς τρανς στη "Στρέλλα" του Πάνου Κούτρα το 2009;
Έχω γράψει το σενάριο για μια ταινία που θα αφορά τη ζωή μου και θα έχει τον τίτλο "Αϊ στο διάολο μάνα". Αποκόπηκα απότομα από την οικογένεια, καθώς δεν με αποδέχτηκαν. Μικρό παιδί κινδύνεψα να πεθάνω εξαιτίας ενός ατυχήματος, αλλά τελικά επέζησα. Ήρθε η στιγμή που άκουσα τη μάνα μου να μου λεει: "Αν ήξερα τι θα γινόσουν θα σε άφηνα να πεθάνεις". Είναι πολύ σκληρό! "Πόση απόρριψη να αντέξει η ψυχή και το σώμα;" λέει η Μαντάμ Παρί στην παράσταση.
Η ξαφνική αποκοπή από την οικογένεια που άφησε πολλά. Κάθε παράσταση είναι μία διαρκής αναζήτηση της χαμένης μου οικογένειας και αυτό που συμβαίνει στο Cartel με κάνει να νιώθω ότι μπήκα σε μία οικογένεια.