Η θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Γκαζμέντ Καπλάνι «Λάθος χώρα» έγινε η αφορμή για μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με το σκηνοθέτη της, λίγο πριν από την πρεμιέρα της στο θέατρο Πόρτα, στις 2 Δεκεμβρίου.
H αυξημένη πίεση λίγο πριν από την πρεμιέρα, αφορά περισσότερο την επίλυση προβλημάτων ή την αγωνία της πρώτης αντίδρασης του κοινού;
Ισχύουν και τα δύο, αλλά ειδικά στο συγκεκριμένο ανέβασμα της «Λάθος χώρας» του Γκαζμέντ Καπλάνι υπάρχουν πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, όπως live κάμερες που εξυπηρετούν τη ζωντανή αναμετάδοση σε οθόνη. είναι σαν να γυρίζουμε ταινία ζωντανά, πάνω στη σκηνή.
Αυτός είναι ο λόγος που χαρακτηρίζεις την παράστασή σας θεατρικό ντοκιμαντέρ;
Οι ηθοποιοί Έλιο Φοίβος Μπέικο, Ντέμπορα Οντόνγκ και Θωμάς Σιέκας μπαινοβγαίνουν συνέχεια από τα δικά τους κείμενα στο κείμενο του Καπλάνι, κι αυτό είναι μέρος της φόρμας της παράστασης. Είναι αφηγητές, είναι ρόλοι ή είναι οι εαυτοί τους; Θέλουμε να εντείνουμε την αντίθεση που δημιουργούν αυτά τα ερωτήματα και, για να συμβεί αυτό, ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης γίνεται μέσω μακετών τις οποίες κινούν τα παιδιά. Αυτό που κάνουμε είναι κοντά σε αυτό που κάνει η Κέιτι Μίτσελ ή η Σαουμπίνε. Η χρήση της κάμερας είναι συχνή, ιδιαίτερα στο γερμανικό θέατρο. Ο Κάστορφ είναι ένας σκηνοθέτης που χρησιμοποίησε πολύ την κάμερα τη δεκαετία του ’90, αλλά αυτό έχει συμβεί και παλιότερα. Εξελίσσουμε τις σκηνικές γλώσσες του Ταντέους Καντόρ και του Μπέρτολτ Μπρεχτ και σ’ αυτό μας βοηθά πολύ η τεχνολογία που έχουμε στη διάθεσή μας.
Υπάρχει μια μερίδα του κοινού που λεει: «έχω βαρεθεί να βλέπω στη σκηνή κάμερες και μικρόφωνα». Σε απασχολεί αυτή η άποψη;
Όλα έχουν να κάνουν με το πώς είναι δομημένη η δραματουργία, πώς χτίζεις μία παράσταση, με ποιο τρόπο το μικρόφωνο η κάμερα και η αφήγηση υπακούουν σε μία δομή, την οποία φτιάχνουμε εμείς. Αν κάποιος σκηνοθέτης απλά αντιγράφει, αν δεν χτίσει τη δραματουργία πάνω σε κάποιους κανόνες είναι λογικό το κοινό να βαρεθεί. Πιστεύω πολύ στο κοινό, βρίσκει πάντα τους σωστούς λόγους να απορρίψει και θα πρέπει ο καθένας μας να δει ποια λάθη έκανε σε μια παράσταση και δεν άρεσε.
Ποιες είναι οι προσωπικές ιστορίες που αφηγούνται οι ηθοποιοί;
Θέλοντας να δείξουμε το δίπολο μετακίνηση-εγκατάσταση και ερευνώντας το θέμα του ποιον ορίζουμε ως «άλλο» στην ελληνική κοινωνία, μιλάμε για τη μετανάστευση στην Ελλάδα αλλά και για τη χώρα μας, που είναι εδώ και πάρα πολλά χρόνια χώρα υποδοχής. Οι ηθοποιοί είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς και ο Καπλάνι πρώτης. Αντιπαραβάλλουμε τις διαφορετικές αφηγήσεις που απαντούν σε διαφορετικά θέματα. Δηλαδή, μέσα από την αφήγηση του Καπλάνι, επιχειρούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «πού ανήκω, πού είναι το σπίτι μου;», ενώ οι ιστορίες των παιδιών θίγουν το θέμα του διαφορετικού στην Ελλάδα ως χώρα υποδοχής και αναρωτιούνται: «Αφού εδώ είναι το σπίτι μου, γιατί δεν με αποδέχεται το ίδιο το σπίτι μου;». Είναι φοβερό!
Παρακολούθησες την αντιπαράθεση που γέννησε ερώτηση της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ προς στον πρωθυπουργό της χώρας μας;
Ναι, το είδα και θεωρώ ότι η πολιτική αντιπαρατίθενται σ' αυτό το θέμα με στόχο να κερδίσει ακροατήρια. Αυτό που θέλω να θυμίσω είναι πώς πέραν του ότι το θέμα της μετανάστευσης είναι πάρα πολύ περίπλοκο δεν απλά ένα θέμα επικαιρότητας, η μετανάστευση είναι ο κανόνας. Εννοείται ότι δεν μπορεί κάθε κοινωνία να δεχτεί άπειρο αριθμό ανθρώπων, ότι πρέπει να υπάρξουν σχεδιασμένες πολιτικές στο πνεύμα της αλληλεγγύης. Κι ας μην εθελοτυφλούμε, η μετακίνηση των πληθυσμών συμβαίνει από τη στιγμή που οι άνθρωποι ζουν σε κοινωνίες και το φαινόμενο δεν πρόκειται να σταματήσει για λόγους κλιματικής αλλαγής, οικονομικής αλλαγής, λόγω της ανάγκης αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής. Δημιουργώντας το υπόβαθρο για να στήσουμε την παράσταση πήραμε συνεντεύξεις από μετανάστες και μάθαμε πολλά, κυρίως ότι οι κοινωνία των μεταναστών είναι μειονοτική σε μια μεγάλη κοινωνία που είναι ήδη διαμορφωμένη. Οι θέσεις τους μας βοήθησαν να δημιουργήσουμε τις νοηματικές υφάνσεις ανάμεσα στα κείμενα του Καπλάνι και των παιδιών στην παράσταση.
Ο στόχος σας είναι να ευαισθητοποιήσετε γύρω από το θέμα;
Παίρνοντας ως αφετηρία τη μετανάστευση στη Δυτική Ευρώπη από την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και μετά, θέλουμε να εστιάσουμε στη διαχρονικότητα του φαινομένου. Είμαι σίγουρος ότι, κοιτώντας το γενεαλογικό μας δέντρο, θα δούμε πως όλοι είμαστε παράγωγα μιας μετανάστευσης. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα μεταναστεύσουν, κάποια στιγμή στο μέλλον, για λόγους που μπορεί αυτήν τη στιγμή να μην καταλαβαίνουμε. Θα πρέπει, λοιπόν, να δείξουμε την ευαισθησία μας για όσους μεταναστεύουν.
Πώς σχολιάζεις τη δήλωση του Κάπλανι πώς «οι Έλληνες και Αλβανοί είναι πρώτα ξαδέρφια που δε χωνεύονται μεταξύ τους».
Έχει πάρα πολύ δίκιο και το σίγουρο είναι ότι ταξιδεύοντας προς τα Βαλκάνια τα ταυτοτικά ζητήματα είναι πολύ ενεργά και νομίζω ότι τώρα με τις κινήσεις που γίνονται στη Βόρεια Μακεδονία, στο Κόσοβο επαν εργοποιούνται οι εθνικισμοί. Το ότι δε χωνεύουμε τους Αλβανούς έχει να κάνει με το ότι ταυτιστήκαμε περισσότερο με την Ιστορία της αρχαίας Ελλάδα. Αυτή η ιστορία νομιμοποίησε το ελληνικό κράτος. Δεν θέλουμε να θυμόμαστε τα φτωχά ξαδέρφια μας που δεν έχουν προχωρήσει. Οπότε, όποτε μας θυμίζουν την συγγένεια μας παθαίνουμε αλλεργία με το παρελθόν.
Τι κερδίζει ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα;
Ό,τι και να πω θα είναι υποθετικό, γιατί δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω εύκολα τη λέξη πατρίδα. Αυτό που καταλαβαίνω, έχοντας κάνει συνεντεύξεις με ανθρώπους που έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο, είναι πως έχουν μεγάλη ικανότητα να επανεφευρίσκουν τους εαυτούς τους και, ταυτόχρονα, να συμβάλλουν σε μια δυναμική αναδιαμόρφωσης των κοινωνιών που τους υποδέχονται. κι ας θέλουμε να τους κλείσουμε σε camps στην άκρη κάποιου νησιού. Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην πατρίδα του έχει εγκαθιδρυμένα δίκτυα, είναι σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με έναν άνθρωπο που έρχεται από αλλού, και αυτή την ανισότητα καλό είναι να την επισημαίνουμε μέσω της τέχνης. Κακά τα ψέματα. ένας Αλβανός δεύτερης γενιάς δεν έχει ίσες ευκαιρίες στην εργασία με έναν άνθρωπο που είναι εγκατεστημένος εδώ για τρεις και τέσσερις γενιές. Ως Ευρωπαίοι δεν πρέπει να αναδιπλωθούμε εντός των συνόρων μας. Αντιθέτως, πρέπει να ανοιχτούμε. Τώρα, που βλέπουμε γύρω μας να επανέρχεται δριμύτερη η έννοια του έθνους και οτιδήποτε εθνικού, είναι που πρέπει να κινηθούμε πιο διεθνικά.
Περισσότερες πληροφορίες
Λάθος χώρα
Το ομότιτλο μυθιστόρημα αντιπαραβάλλεται με τις προσωπικές ιστορίες των ηθοποιών σε μια παράσταση για το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα.