Ισπανία και Ιρλανδία συναγωνίζονται στην πρώτη θέση στις προτιμήσεις των Ελλήνων καλλιτεχνών και θεατών. Τι κάνει, αλήθεια, τα θεατρικά έργα μίας χώρας του μεσογειακού Νότου και μίας του δυτικού Βορρά τόσο δημοφιλή;
Τι κοινό έχουν η «Μέθοδος Γκρόνχολμ», το «Χελιδόνι», η «Αρχή του Αρχιμήδη», το «Δάνειο», το «Μισά-Μισά»; Αποτέλεσαν μεγάλες θεατρικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων σε διάφορες σκηνές της Αθήνας, και ανήκουν όλα σε σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς. Η ισπανική δραματουργική παραγωγή δείχνει να κατέχει την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των σκηνοθετών (και, απ’ ό,τι αποδείχθηκε, και των θεατών) όσον αφορά τα ξένα έργα.
Η αρχή τοποθετείται στην αυγή του 21ου αιώνα, το 1999, όταν το Αμόρε μάς σύστηνε τον Σέρτζι Μπελμπέλ και το έργο του «Μετά τη βροχή», σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Μαυρομάτη. Επρόκειτο για το όγδοο έργο αλλά μία από τις πρώτες επιτυχίες του -36χρονου τότε- Καταλανού συγγραφέα, που μαζί με τον συμπατριώτη του Τζόρντι Γκαλθεράν σηματοδότησαν τη «χρυσή εποχή» του νέου ισπανικού θεάτρου. Μια εποχή που, όπως έχει δηλώσει στο «α» η μεταφράστρια Μαρία Χατζηεμμανουήλ, δεν ήρθε από το πουθενά, αλλά οφείλεται στην ύπαρξη υποδομής και κινήτρων, δηλαδή στη συστηματική δουλειά που έκαναν τα κρατικά και τα επιχορηγούμενα ιδρύματα της Ισπανίας, και ειδικά της Καταλονίας, στον τομέα της θεατρικής συγγραφής.
Έκτοτε, και ειδικά απο το 2008, όταν η θεατρική Αθήνα συνταραζόταν από την επιτυχία της «Μεθόδου Γκρόνχολμ» του Γκαλθεράν, που σκηνοθετούσε ο Διαγόρας Χρονόπουλος στο Τέχνης (παίχτηκε επί έξι σεζόν, και αναβίωσε πέρυσι σε επιμέλεια του Γιάννη Μόσχου, γνωρίζοντας ξανά μεγάλη ανταπόκριση), οι παραστάσεις των ισπανικών έργων πληθαίνουν και νέα ονόματα προστίθενται στη λίστα: Γκιλιέμ Κλούα, Πάκο Μπεθέρα, Ζουζέπ Μαρία Μιρό, Εστέβα Σολέρ, Ζουάν Γιάγκο, κ.ά. Η αγάπη των Ελλήνων για τα έργα των γειτόνων τους δεν είναι ούτε πρωτοφανής -ο Λόρκα υπήρξε ένας δημιουργός τον οποίον αγκάλιασε σφιχτά το ελληνικό θέατρο- ούτε αδικαιολόγητη, δεδομένων των μεσογειακών δεσμών που ενώνουν τους δύο λαούς και τις κουλτούρες τους.
Η οικονομική κρίση, εντονότερη στις χώρες του Νότου, ήρθε να συσφίξει αυτούς τους δεσμούς και η ελληνική κοινωνία να αναγνωρίσει κάτι από τη δική της πραγματικότητα στα έργα των Ισπανών δημιουργών, καθώς αυτό που κάνουν όλα αυτά τα έργα που ανεβαίνουν στις ελληνικές σκηνές είναι να αποτυπώσουν την νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα, που είναι και ελληνική. Το «Μετά τη βροχή», π.χ., που διαδραματίζεται στην ταράτσα μίας πολυεθνικής μεταξύ των υπάλληλων που ανεβαίνουν εκεί για να καπνίσουν, κατέθετε ένα πικρό αν και κωμικό σχόλιο για την αποπροσωποποιημένη παγκοσμιοποίηση που είχε αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, ενώ, ακολούθως, τα νεότερα έργα καταπιάνονται όλο και περισσότερο με τις διαφορετικές εκφάνσεις της «Ευρώπης της κρίσης»: η περίφημη «Μέθοδος Γκρόνχολμ» στήνεται πάνω στους αδυσώπητους όρους που ισχύουν στην αγορά εργασίας και την επιλογή προσωπικού˙ το «Δάνειο» του ίδιου συγγραφέα (το έχουμε δει από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και από τον Δημήτρη Μυλωνά) πραγματεύεται με κωμικό τρόπο την ανελέητη όψη των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος˙ το «Οφσάιντ/Εκτός παιδιάς» του Μπελμπέλ (το έχει σκηνοθετήσει ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος) είναι μία πικρή κωμωδία για τα οικονομικά αδιέξοδα μιας ισπανικής οικογένειας που αναρωτιέται μήπως η λύση βρίσκεται… στη δολοφονία του παππού, που τους επιβαρύνει˙ κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα δύο αδέρφια του «Μισά-Μισά» των Τζόρντι Σάντσεθ & Πεπ Άντον Γκόμεθ (το είδαμε από τον Γιάννο Περλέγκα, ενώ είχε προαγγελθεί και φέτος σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά), που ξαγρυπνούν πάνω από την ετοιμοθάνατη μητέρα τους, ώστε να μοιραστούν την περιουσία της˙ το «Μυγοφαές» του Ζουάν Γιάγκο (το παρουσίασε η ομάδα AbOvo) είναι μία «σουρεαλιστική» κωμωδία για την νεανική επιχειρηματικότητα.
Η επίδραση των οικονομικών δεδομένων στις ανθρώπινες -οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές- σχέσεις διατρέχει όλα τα παραπάνω έργα, παρά τη διαφορετική δυναμική και τις υφολογικές διαφοροποιήσεις τους, δεν είναι όμως μόνο η οικονομική πλευρά της κρίσης που ενδιαφέρει τους Ισπανούς συγγραφείς, αλλά συνολικά, η νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα: της ξενοφοβίας, της ομοφοβίας, της αποξένωσης και των δυσλειτουργικών σχέσεων, της άμετρης βίας, της κοινωνικής αποδιάρθρωσης, δηλαδή θέματα που επικοινωνούν άμεσα με τον σύγχρονο Έλληνα θεατή. Ενδεικτικά, το «Χελιδόνι» του Γκιλιέμ Κλούα, που παίχτηκε επί τρεις σεζόν σε σκηνοθεσία της Ελένης Γκασούκα, είναι ένα έργο που εμπνεύστηκε από την ομοφοβική επίθεση που σημειώθηκε σε γκέι μπαρ του Ορλάντο το καλοκαίρι του 2019˙ το «Μικρό πόνι» του Πάκο Μπεθέρα, που είδαμε σε σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη, μιλάει με ευαισθησία αλλά και σκληρή ειλικρίνεια για τον σχολικό εκφοβισμό και τη δυσανεξία προς τη διαφορετικότητα˙ το «Κόντρα στην ελευθερία» του Εστέβα Σολέρ, που παρουσίασε πρόσφατα ο Βασίλης Μαυρογεωργίου στο Φεστιβάλ Αθηνών, είναι ένα σπονδυλωτό έργο για τις πληγές του σύγχρονου κόσμου (προσφυγικό ζήτημα, στεγαστική κρίση, εργασιακή εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου, παιδοφιλία)˙ οι «Ξένοι» του Μπελμπέλ, που σκηνοθέτησε στο Εθνικό ο Νίκος Μαστοράκης, ένα «οικογενειακό μελόδραμα», εστιάζει στην τοξικότητα των δυσλειτουργικών οικογενειακών σχέσεων, που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά, ενώ το, επίσης δικό του, «Κινητό», που είδαμε μόλις πέρυσι σε σκηνοθεσία του Γιάννη Νταλιάνη επικεντρώνεται ξανά στις γονεϊκές σχέσεις, που εκρήγνυνται υπό την απειλή ενός τρομοκρατικού χτυπήματος σε κάποιο αεροδρόμιο˙ τέλος, η «Αρχή του Αρχιμήδη» του Ζουζέπ Μαρία Μιρό (το έχουν σκηνοθετήσει ο Θοδωρής Βουρνάς και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου), πραγματεύεται με έξυπνο τρόπο το θέμα του κοινωνικού κανιβαλισμού, της κοινής γνώμης που λειτουργεί ως δικαστήριο, με αφορμή μια αμφιλεγόμενη ιστορία σεξουαλικής παρενόχλησης ανηλίκου.
Τα ισπανικά έργα δικαιολογούν τη δημοφιλία τους λόγω των ομοιοτήτων, των κοινών ανησυχιών που μοιράζονται οι δύο χώρες της Μεσογείου˙ «αν αλλάξεις τα ονόματα και τα τοπωνύμιά τους, τις περισσότερες φορές μοιάζουν απολύτως ελληνικά», έχει επισημάνει χαρακτηριστικά η Μαρία Χατζηεμμανουήλ, που έχει μεταφράσει τη συντριπτική πλειοψηφία των ισπανόφωνων έργων που έχουν ανέβει στις ελληνικές σκηνές. Περνώντας, όμως, στην περίπτωση της Ιρλανδίας, τι είναι αυτό που κάνει τα έργα μιας βορειοδυτικής, ευρωπαϊκής χώρας να συναρπάζουν τόσο το ελληνικό κοινό;
Η Ιρλανδία έχει βέβαια κι αυτή μακρά δραματουργική παράδοση, την οποία έχουν επισφραγίσει οι «παγκόσμιοι», κλασικοί πια Μπέρναρντ Σω, Όσκαρ Ουάιλντ και φυσικά ο Σάμουελ Μπέκετ. Το σύγχρονο ιρλανδικό θέατρο, που γνωρίζουμε καλά και στην Ελλάδα -δηλαδή τα έργα του Μπράιαν Φρίελ, του Μάρτιν ΜακΝτόνα, του Φρανκ ΜακΓκίνες, του Κόνορ ΜακΦέρσον-, συχνά φαίνεται να αφορά μονάχα την ιρλανδική πραγματικότητα, αφού από αυτήν αντλεί, στην πραγματικότητα όμως έχει, κι αυτό, παγκόσμια απήχηση. Οι εν λόγω συγγραφείς φαίνεται να ακολουθούν το «δόγμα» που λέει πως «ένας Ιρλανδός πρέπει να γράφει για ιρλανδικά θέματα και προβλήματα, δηλαδή για πράγματα που γνωρίζει καλά. Αν τα περιγράψει καλά, θα τον καταλάβουν σε όλον τον κόσμο». Και, πράγματι, τους καταλαβαίνουν σε όλον τον κόσμο, καθώς οι Ιρλανδοί είναι «καλοί παραμυθάδες», ξέρουν πολύ καλά να αφηγούνται ιστορίες, ίσως γιατί -κατά τα λεγόμενα του ΜακΦέρσον-, η αυστηρότητα της καθολικής ανατροφής τους τούς ωθεί από μικρούς στη δημιουργία φανταστικών κόσμων.
Οι ιστορίες των Ιρλανδών συγγραφέων είναι ιστορίες πόνου, μοναξιάς αλλά καμιά φορά και λύτρωσης, ιστορίες μετανάστευσης και συνεχών ξεριζωμών, κυριολεκτικών ή μεταφορικών, και τα θέματά τους, αν και συνυφασμένα με την ιστορία της πατρίδας τους, πανανθρώπινα. Όλοι τους παίρνουν στοιχεία από τις δικές τους εμπειρίες, τις οποίες ανοίγουν πέρα από τα όρια του όποιου τοπικισμού. Ταυτοχρόνως, κρατάνε το μέγεθος του ανθρώπ(ιν)ου, δεν καταφεύγουν σε επικές ή συμβολικές λύσεις προκειμένου να δώσουν φωνή στο πανανθρώπινο αλλά δημιουργούν έργα προσωπικού μεγέθους, κάτι που τα καθιστά ιδιαιτέρως οικεία. Τα έργα τους είναι γήινα, ακόμη κι όταν ποτίζονται από το μεταφυσικό άγγιγμα των ιρλανδικών θρύλων και παραδόσεων, είναι έργα που μιλούν για τη ζωή σε ένα επίπεδο πέρα και πάνω από το αυστηρά ιδιωτικό.
Τέτοια είναι, για παράδειγμα, το «Χορεύοντας στη Λούνασα», το πρώτο έργο του Μπράιαν Φρίελ που είδαμε στην Ελλάδα (πίσω στο 1994, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Θεοδοσιάδη), ένα ημιαυτοβιογραφικό flash back, με ευδιάκριτες τσεχοφικές αναφορές, στη ζωή της μητέρας του συγγραφέα κάπου στην ιρλανδική επαρχία των 30’s, ή η δημοφιλής «Μόλλυ Σουήνη» του ίδιου (πρώτο ανέβασμα από τον Αντώνη Αντύπα, πιο πρόσφατο από την Ιώ Βουλγαράκη), όπου η ιστορία μίας τυφλής γυναίκας που βρίσκει την όρασή της γίνεται ένα βαθιά ανθρωποκεντρικό έργο ποτισμένο από την ποίηση του καθημερινού και του «ασήμαντου».
Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, από την πλευρά του, έχει δηλώσει πως έγραψε το πρώτο του θεατρικό, τη «Βασίλισσα της ομορφιάς», σαν να είχε στα αυτιά του τον απόηχο των συνομιλιών των συγγενών που επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι στη δυτική Ιρλανδία. Αυτός ο απόηχος ιδιωτικών συναθροίσεων έγινε ένα καθολικά αποδεκτό έργο, μια απελπιστικά αδιέξοδη αλλά βαθιά συναρπαστική ιστορία για την κακοποιητική σχέση μεταξύ μιας γυναίκας και της ηλικιωμένης μητέρας της (στην Αθήνα το έχουμε δει σε σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη και, τελευταία, της Ελένης Σκότη), ενώ η τέχνη του να λέει κάποιος (καλές) ιστορίες διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του δημοφιλέστατου «Πουπουλένιου» του ίδιου συγγραφέα, όπου ένας συγγραφέας ψυχαγωγεί τον διανοητικά ανάπηρο αδερφό του με μια σειρά από βίαιες ιστορίες τρόμου για παιδιά (το πρωτοείδαμε στο Αμόρε από τη Βίκυ Γεωργιάδου και έκτοτε έχει ανεβεί -με διάφορους τίτλους- αρκετές φορές, η τελευταία από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη).
Ένα άλλο κομμάτι της Ιρλανδίας διατρέχει τα έργα του Κόνορ ΜακΦέρσον που έχουμε απολαύσει τα τελευταία χρόνια, αυτό του μοναχικού Ιρλανδού, μέσα από τη σκηνική ανασύσταση ενός ανδρικού κόσμου ποτισμένου με αλκοόλ, ματαιώσεις και κακουχίες, ενίοτε στιγματισμένου και από σωματικές αναπηρίες που δυσχεραίνουν περισσότερο την ενσωμάτωση σε μια κοινωνία που φαίνεται να τον έχει αποκηρύξει. Τόσο στον «Φάρο», που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, όσο και στη «Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας», που είδαμε από την Ελένη Σκότη, οι ιστορίες καθημερινής βιοπάλης αυτών των αντιηρώων που δείχνουν ξεχασμένοι από θεούς και ανθρώπους είναι τόσο συναρπαστικά ενδιαφέρουσες όσο επιδέξια κινούνται μεταξύ κωμωδίας, ρεαλιστικού δράματος και μεταφυσικής αλληγορίας.
Άλλωστε, η συγγραφική δεινότητα των Ιρλανδών επιβεβαιώνεται ακόμη περισσότερο στην αποδοχή που έχουν γνωρίσει έργα που αντλούν από τοπικού ενδιαφέροντος θέματα, δηλαδή την πολυτάραχη και αιματοβαμένη ιστορία της Ιρλανδίας, τα ζητήματα της εθνικής ταυτότητας ή της γλώσσας. Αυτό συνέβη με έργα όπως ο «Ξεριζωμός» του Φρίελ, που μας σύστησε ο Αντώνης Αντύπας (χαρακτηριστικός ο αγγλικός τίτλος: «Translations»), που αναφέρεται στην επιβολή της αγγλικής γλώσσας στους Ιρλανδούς από τους αποικιοκράτες Άγγλους, προκειμένου να ολοκληρώσουν την κατοχή της Βόρειας Ιρλανδίας, ή ο «Υπολοχαγός του Ίνισμορ» του ΜακΝτόνα, ένα βίαιο έργο με κεντρικό ήρωα έναν ένθερμο, «τρελάρα» Ιρλανδό που διακατέχεται από τέτοιες εξάρσεις ώστε μέχρι και ο IRA έχει αποβάλει από τις τάξεις του (το είδαμε από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο), το οποίο απογειώνει ακόμη περισσότερο το γνώρισμα του συγγραφέα του «Πουπουλένιου», δηλαδή τη μοναδική επιδεξιότητά του να παντρεύει τη βία με το μαύρο χιούμορ.