Ο προπηλακισμός θεατών και συντελεστών της παράστασης "Jesus Christ Superstar", ο οποίος, όπως αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους οι εργαζόμενοι του Θεάτρου Ακροπόλ, συνεχίζεται με προσωπικές απειλές κι επιθετικές αναρτήσεις επαναφέρει τη συζήτηση για το νομό περί βλασφημίας.
Στο παρελθόν, ως μάρτυρας υπεράσπισης σε δικαστήριο όπου καλλιτέχνης κατηγορούνταν για βλασφημία, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου τόσο έντονο μίσος να καθρεφτίζεται στα μάτια οπαδών, έτσι δεν μπορώ παρά να συμμεριστώ την ανάγκη των εργαζομένων του θεάτρου να δηλώσουν ένα "Όχι στο φόβο" οργανώνοντας το απόγευμα της Πέμπτης 1/3 συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το θέατρο.
Σήμερα, σε ένα περιβάλλον αναζωπύρωσης του θρησκευτικού αισθήματος και της ρητορικής του μίσους, η συζήτηση για τη λογοκρισία διαπλέκεται όλο και περισσότερο με αυτήν γύρω από τα όρια της ελευθερίας έκφρασης και της πολιτικής ορθότητας.
Ξαναδιαβάζοντας το συλλογικό τόμο "Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα" (εκδόσεις Νεφέλη), ο οποίος είχε κυκλοφορήσει πριν από δέκα χρόνια, στον απόηχο της αποκαθήλωσης του έργου του Βέλγου ζωγράφου Τιερί ντε Κορντιέ στην έκθεση "Outlook", που θεωρήθηκε ότι διασύρει τα σύμβολα της ορθοδοξίας, αντιλαμβάνεσαι τις διαστάσεις και την πολυπλοκότητα της συζήτησης για τη λογοκρισία και την ελευθερία της τέχνης. Σήμερα, σε ένα περιβάλλον αναζωπύρωσης του θρησκευτικού αισθήματος και της ρητορικής του μίσους, η συζήτηση για τη λογοκρισία διαπλέκεται όλο και περισσότερο με αυτήν γύρω από τα όρια της ελευθερίας έκφρασης και της πολιτικής ορθότητας.
Όπως επισημαίνει στο εν λόγω βιβλίο ο πολιτικός επιστήμονας Δημήτρης Χριστόπουλος, ξεκινώντας από την παραδοχή ότι "η ποινικοποίηση της βλασφημίας είναι μια αναχρονιστική επιβίωση που θίγει το σκληρό πυρήνα των ατομικών ελευθεριών ή και επιτείνει τον θρησκευόμενο χαρακτήρα της πολιτείας", σε μια εποχή που καταγράφονται τάσεις επαναφοράς των διατάξεων περί βλασφημίας σε ευρωπαϊκές χώρες, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι "τα περισσότερα θέματα περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης και της τέχνης είναι ζητήματα στάθμισης συμφερόντων και δικαιωμάτων" – και, κατ’ επέκτασιν, να διευρύνουμε τη συζήτηση "στη διαρκή προβληματοποίηση των οριοθετήσεων και των περιορισμών του πολιτισμικά διανοητού λόγου", όπως σημειώνει στο ίδιο βιβλίο η ανθρωπολόγος Αθήνα Αθανασίου, καλώντας μας να σκεφτούμε προσεκτικότερα τι διακρίνει μια πράξη λογοκρισίας από την απονομιμοποίηση ρατσιστικών, σεξιστικών ή ομοφοβικών εκφορών λόγου.
Το πώς διεκδικείς τη δημοκρατία ως συλλογικό πεδίο πολιτικού α(ντα)γωνισμού και πού βάζεις τα όρια είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα που διατυπώνονται αυτήν τη στιγμή διεθνώς – με αιχμή το ποιος δημόσιος λόγος προκαλεί σε σημείο να δικαιολογεί τη λογοκρισία ή ακόμη και την προσφυγή στη δικαιοσύνη.