Μια πολυεθνική παράσταση για ένα πολυεθνικό κοινό. Πρωτίστως, όμως, ένα θέαμα-πολιτικό διάβημα υπέρ μιας επίμαχης συμφιλίωσης. Μια μεγάλη θεατρική στιγμή για την Κύπρο και την Πάφο-Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2017. Ήμασταν εκεί και αναμεταδίδουμε.
Με έναν κλαυσίγελο και μια λίστα αγνοουμένων –Κύπριων και Τούρκων, Βόσνιων και Κροατών, Ισραηλινών και Σύριων- ξεκινούν αυτές οι «Τρωάδες». Κι αφού τα τρανταχτά γέλια του θιάσου εξελιχθούν σε θρήνο, ο κορυφαίος του Χορού (Erdogan Kavaz) θα τραγουδήσει ένα παραδοσιακό παρηγορητικό άσμα στην τούρκικη γλώσσα, οι γυναίκες της Τροίας θα αναρωτηθούν, κάθε μια στη δική της γλώσσα, «με παίρνουν μακριά από την πατρίδα;» και θα μεταμορφωθούν στις πέντε Κασσάνδρες της παράστασης. Όλες τους προερχόμενες από διχοτομημένες πατρίδες. Όλες τους από την ταραγμένη λεκάνη της Μεσογείου, τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Η Ajla Hamzic (Βοσνία), η Hadar Barabash (Ισραήλ), η Sara Ipsa (Κροατία), η Evelyn Assouad (Συρία) και η Εβελίνα Αραπίδη, ως ηθοποιοί-πολίτες του κόσμου και όχι απλώς ως ρόλοι, μεταθέτουν την αρχαία προφητεία σε παρούσα μαρτυρία που υπερβαίνει τον τόπο, το χρόνο, τις συνθήκες -την ίδια της την οντολογία. Κι αν είναι καταδικασμένες να μην εισακουστούν ποτέ, οι σειρήνες του πολέμου (μουσική: Παναγιώτης Βελιανίτης) θα ηχήσουν ως ένα ανατριχιαστικό αδιαπραγμάτευτο. Ο κήρυκας των νικητών, ο Ταλθύβιος (Προκόπης Αγαθοκλέους), θα ακονίζει με μανία τα μαχαίρια του, μένοντας ενεός μπροστά στις κτηνωδίες που διαρκώς αναγγέλλει. Η Ανδρομάχη (Νιόβη Χαραλάμπους) θα πνίξει το μητρικό θρήνο για το χαμό του μικρού Αστυάνακτα μέσα σε ένα κόκκινο κουρέλι. Ο Μενέλαος (Ανδρέας Φυλακτού) θα ακούσει τις σοφιστείες μιας άλλης σειρήνας, της μεγάλης πλανεύτρας Ελένης (Σοφία Χιλλ).
Η Ιστορία γνωρίζει. Κάποιοι πάντα θα έλκονται από τη σαγήνη της καταστροφής. Ο μαύρος κλήρος του θανάτου πάντα θα περνάει από χέρι σε χέρι. Ο λόγος του ποιητή της αρχαιότητας επισημαίνει το αναπόδραστο: «Κανέναν μη μακαρίζετε. Η τύχη έχει τρελά γυρίσματα, από τον έναν πάει στον άλλο». Σκέφτομαι: το ίδιο και η τρέλα του πολέμου. Κι όμως, όταν, στο τέλος, ο Erdogan Kavaz από την κατεχόμενη Λευκωσία αγκαλιάσει τον Προκόπη Αγαθοκλέους, μια άλλη, μια ωραία και επίμαχη τρέλα, διαπερνά, έστω για μια και μόνο στιγμή, τον ανοιχτό ουρανό από πάνω μας και δύσκολα αφήνει κάποιον ασυγκίνητο: εκείνη της συμφιλίωσης.
Το τραγικό έχει τεθεί εξαρχής μες στην καρδιά του έπους. Πολυγλωσσικά, πολυφωνικά και πολυεθνικά εξιστορείται το χρονικό του πολέμου της Τροίας. Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος έχει στήσει μια συγκλονιστικά μελετημένη παράσταση-πολιτικό διάβημα. Ο Δίας γίνεται εδώ συνώνυμος του Άδη, η σύγκρουση εκτίθεται ως ειμαρμένη και ο Ευριπίδης γίνεται ο κοινωνός των αέναων πολιτικών, κοινωνικών και υπαρξιακών αγωνιών κάθε έθνους, κάθε λαού, κάθε τόπου, κάθε εποχής.
«Αυτά τα ερείπια δεν είναι πια η Τροία» θα παρατηρήσει κάποια στιγμή η Δέσποινα Μπεμπεδέλη ως Εκάβη, στέκοντας στο κέντρο του Αρχαίου Ωδείου της Πάφου, περικυκλωμένη από τα μαύρα στρατιωτικά άρβυλα-αναφορά τόσο στον πόλεμο όσο και σε έναν μεγάλο εκλιπόντα, τον κορυφαίο εικαστικό Γιάννη Κουνέλλη που επρόκειτο να δημιουργήσει τη σκηνική εγκατάσταση της παράστασης. Η φράση της Εκάβης επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Το ίδιο ισχύει και για την καθάρια όσο και σημαίνουσα, εκ βαθέων πολιτική παράσταση του Θεόδωρου Τερζόπουλου με τις καθηλωτικές και υψηλής ενέργειας –σωματικής και πνευματικής- ερμηνείες. Βρισκόμαστε στην καρδιά του αρχαιολογικού χώρου της Πάφου. Γύρω μας, μόνο ένδοξα ερείπια. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γιατί βρισκόμαστε στην Κύπρο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πράσινη γραμμή και λίγα μίλια μακριά από τις ακτές άλλων πολύπαθων κρατών, σε μια ακόμη κρίσιμη στιγμή για αυτόν τον διχοτομημένο τόπο, για αυτήν τη διασπασμένη Ευρώπη, για αυτόν τον διαιρεμένο κόσμο.
«Θεία Τύχη που βρεθήκαμε επί τούτου, για αυτήν την παράσταση, στην πληγωμένη Κύπρο!» δήλωνε ένας θεατής. «Θα με συνοδεύει μέχρι ‘να έρτει τζείνη η μέρα’ (της συμφιλίωσης)»: επεσήμανε κάποιος άλλος στην κυπριακή διάλεκτο. Με αυτή τη φράση τέλειωνε, αφήνοντάς μας έμπλεους συγκίνησης, η παράσταση του Τερζόπουλου. Με το «θα ‘ρθει μια μέρα», δηλαδή, ειπωμένο σε όλες τις γλώσσες του πολυεθνικού θιάσου, με τους ηθοποιούς να γρονθοκοπούν τη γη, εγκαλώντας θαρρείς εαυτούς και κοινό στο διονυσιασμό του εξεγερμένου που ζητά τη συνύπαρξη. Ολόκληρη η παράσταση μια άρση αποζητά. Κάποιος μπορεί να δει σε αυτήν τον επαναπροδιορισμό και τη λύση του κυπριακού ζητήματος. Κάποιος άλλος την αναγκαιότητα μιας υπαρξιακής εξόδου και μιας οντολογικής υπέρβασης. Γιατί αυτές οι «Τρωάδες» μοιάζει να διεκδικούν το απόλυτο προαπαιτούμενο: μια συνειδητοποιημένη ζωή «δίχως ελπίδα αλλά και δίχως απελπισία», όπως ακριβώς ζητούσε ένας άλλος «διχοτομημένος» πολίτης αυτού του κόσμου, ο Ανατολικογερμανός στοχαστής, ποιητής και δραματουργός Χάινερ Μύλλερ, ο δάσκαλος και συνεργάτης του Θεόδωρου Τερζόπουλου στα χρόνια της δικής του αυτοεξορίας, στο διχοτομημένο Βερολίνο του ’70.
Κάτι ακόμη: η ιερατική, δωρική και αισθητικά αγέρωχη παράσταση του Τερζόπουλου, εκτός από διάβημα πολιτικό και κάλεσμα ειρήνης είναι κι ένα κάλεσμα προς τη μεγάλη τέχνη. Γιατί η Πάφος ακόμη καταδυναστεύεται από τα θλιβερά κλισέ του τουριστικού θέρετρου με τα resort δύο ταχυτήτων (άλλα για τους μικροαστούς, άλλα για τους προνομιούχους), τα καραόκε-μπαρ της φτηνής διασκέδασης και τα εστιατόρια που, μαζί με το μενού ντόπιας κουζίνας, περιλαμβάνουν και μαθήματα …συρτάκι. Με την αναγόρευσή της σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2017 πρέπει να μπορέσει να ορθώσει το ανάστημά της κόντρα σε αυτήν την «ταυτότητα». Γιατί ο αρχαίος αυτός τόπος, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και μωσαϊκό εθνικοτήτων αξίζει πολλά περισσότερα από αυτό. Η υπέρβαση αυτή δεν πρέπει να αργήσει. Η Πάφος αξίζει να λογίζεται ως τοπογραφία μνημών και μνημείων, ως ανοιχτό εργοτάξιο εθνών, πολιτισμών και ιστοριών –ένα κτήμα ες αεί, όπως ακριβώς αυτές οι «Τρωάδες» που είδαμε εκεί.
Photo credits Johanna Weber