Όχι πια ως βουλευτής αλλά πάντα ως άνθρωπος με πολιτική/ακτιβιστική σκέψη και δράση, η γνωστή ηθοποίος Μάνια Παπαδημητρίου μας έδωσε μια συνέντευξη-ποταμός με αφορμή την παράσταση της «Κραυγής» του Τενεσί Ουίλιαμς, όπου συμπρωταγωνιστεί με τον Αλέκο Συσσοβίτη.
Συναντιόμαστε για να μιλήσουμε για το θέατρο ενώ έχει μόλις ξεσπάσει μια ρωσο-τουρκική σύγκρουση που δεν δείχνει να εξομαλύνεται με διπλωματικό τρόπο …
Είμαστε πολύ τυχεροί που μπορούμε να μιλήσουμε για το θέατρο αυτήν τη στιγμή. Για ό,τι άλλο κι αν μιλούσαμε θα ήταν επικίνδυνο -ίσως υποπίπταμε σε αφέλειες. Για το μόνο που είμαι σίγουρη είναι πως αυτή η Ευρώπη δεν μπορεί να προστατέψει κανέναν. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Το θέατρο είναι πιο ασφαλές.
Μήπως, τότε, το θέατρο μας διασώζει από την πραγματικότητα, όπως τους «τρελούς» ήρωες της «Κραυγής»;
Όσον αφορά την «Κραυγή», ξεκινώντας τις πρόβες, τρεις μήνες πριν, θεωρούσαμε πως το έργο αφορούσε κυρίως το θέατρο και τους καλλιτέχνες. Ηθοποιοί είναι, εξάλλου, τα δύο πρόσωπα του. Όμως η γενική μας πρόβα συνέπεσε με την επίθεση στο Παρίσι. Στην πρεμιέρα μας πια, όλοι ξέραμε πως ο εγκλωβισμός και, τελικά, ο θάνατος των δυο ηρώων του Ουίλιαμς μέσα σε ένα θέατρο –εκεί διαδραματίζονται όλα-, καθώς και οι πυροβολισμοί ή οι βομβαρδισμοί που ακούγονται κατά τη διάρκεια του έργου, σήμαιναν πολλά περισσότερα από όσα αρχικά πιστεύαμε. Το έργο αποδείχθηκε πολύ σύνθετο. Ο Ουίλιαμς μιλά μεν για τον κόσμο της Τέχνης αλλά απευθύνεται σε αυτό το βαθύ υπαρξιακό κενό που γεννά ο φόβος.
Τι φοβούνται οι ήρωες της «Κραυγής»;
Η «Κραυγή» καταγράφει την προσπάθεια δύο αδερφών που είναι καλλιτέχνες, της Κλαιρ και του Φελίς, να δώσουν μια παράσταση. Τα παιδικά τους τραύματα –ο φόνος τους πατέρα τους-, οι φόβοι και ο πανικός τους δεν τους το επιτρέπουν. Είναι ένα πολύ περίεργο έργο, σχεδόν αυτοσχεδιαστικό. Σα να μην είναι Τένεσι Ουίλιαμς! Ο θεατής δεν ξέρει αν παρακολουθεί ένα θεατρικό έργο ή την ίδια τη ζωή αυτών των προσώπων…
Είναι, δηλαδή, σαν να «φλερτάρει» ο Ουίλιαμς με τον Πιραντέλο ή τον Ιονέσκο;
Όλο το έργο αφορά το τραύμα του φόβου. Όλα τα μεγάλα έργα του 20ου αιώνα, ειδικά το θέατρο του παραλόγου, ο Ιονέσκο, ο Πίντερ και, βέβαια, ο Μπέκετ, γι’ αυτόν το φόβο μιλούν. Κάπου, δηλαδή, έχουμε κάνει ένα λάθος. Θεωρήσαμε ότι η λογική μπορεί να τα τακτοποιήσει όλα. Δεν μπορεί. Υπάρχει ένα κενό. Γεννιούνται στην ανθρώπινη ψυχή δυνάμεις που δεν τιθασεύονται. Είναι πολύ ισχυρές. Ο δυτικός πολιτισμός και ο ορθολογισμός του δεν μπορούν να διορθώσουν τα πάντα. Είναι εκείνο που λέει ο Μπέκετ: «Φτάσαμε στο τέλος και δεν έχουμε πια Θεό». Ή σαν εκείνη την κραυγή της Σιμόν ντε Μπωβουάρ: «Θεέ μου, κάνε ότι υπάρχεις! στο «Μonologue» (σημ. τον μονόλογο που ερμηνεύει η Παπαδημητρίου στο καφέ-μπαρ «Poems and Crimes» των εκδόσεων Γαβριηλίδη).
Αν δεν απατώμαι, οι πρώτες σας σπουδές ήταν στο Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τι σας έφερε στο θέατρο;
Από πέντε χρονών, ηθοποιός ήθελα να γίνω. Δεν ξέρω γιατί. Θυμάμαι, πάντως, πόσο μου άρεσε όταν πρωτοείδα στη σκηνή τον θείο μου (σημ. Ο ηθοποιός Κώστας Γεννατάς, πατέρας των –επίσης ηθοποιών- Γεράσιμου και Ηλέκτρας Γεννατά). Είχε χώρο γύρω του να στριφογυρίζει, να περπατάει, να κάνει τον μάγκα και να μην τον αναγνωρίζω! Στο πανεπιστήμιο πέρασα επειδή αυτό ήθελαν οι γονείς μου.
Το παράτησα όμως για να γραφτώ στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Τελικά αρχαιολόγος έγινε ο αδερφός μου. Εγώ ακολούθησα το …ένστικτό μου. Όπως και η γενιά του ’30, πιστέψαμε κι εμείς στο ένστικτο. Ήταν η εποχή που ο Λουκιανός Κηλαηδόνης τραγουδούσε «πήραμε το πτυχίο και το βάλαμε στον κώλο». Η μόδα ήταν να παρατήσεις το πανεπιστήμιο και να ακολουθήσεις το όνειρό σου. Ο ίδιος, εξάλλου, ο Κάρολος Κουν δεν δεχόταν το επιχείρημα «ξέρετε, δεν θα μπορέσω να έρθω αύριο στη Σχολή, δίνω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο». Μας έλεγε: «Ή φιλόλογος θα είσαι ή ηθοποιός»…
Κλείνετε 33 χρόνια στο θέατρο. Ποιες παραστάσεις ανακαλείτε πιο έντονα;
Δεν θα μπορούσα να μιλήσω για έργα ή παραστάσεις. Καθώς βαθαίνει η σχέση μου με το θέατρο, με την ατάκα, με το ύφος, με το ρυθμό, το χρόνο και το χώρο αισθάνομαι ότι είναι μάλλον μια πορεία με στιγμές-σταθμούς. Θυμάμαι, ας πούμε, πότε ήταν που πρωτοπάτησα τα πόδια μου στη σκηνή και είπα «Α, ωραία! Τώρα μιλάω σα να είμαι μια άλλη»: ήμουν ακόμη φοιτήτρια στη Σχολή και ήταν σε ένα έργο του Τένεσι Ουίλιαμς, στο «Προς κατεδάφιση». Θυμάμαι πως στο «Πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαίδη κατάλαβα, πάνω σε μια ατάκα, τι σημαίνει «παύση» και πως, αν την κρατήσω λίγο παραπάνω, και μιλήσω λίγο αργότερα, ίσως καταφέρω και συγκινήσω τον κόσμο.
Θυμάμαι πότε είπα «Ουφ, τα κατάφερα κι έφυγα από μένα, έγινα ένα με τους άλλους», αποκτώντας την αίσθηση συνόλου που απαιτεί η αρχαία τραγωδία: στις «Χοηφόρες» και τις «Ευμενίδες». Το «Ζουβέ-Ελβίρα», στο πλευρό του Βασίλη Παπαβασιλείου, ήταν μια ολόκληρη ευτυχία: κάθε βράδυ ανακάλυπτα και κάτι άλλο… Όταν ερμήνευα τον διπλό κεντρικό ρόλο στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» του Μπρεχτ κατάλαβα, επίσης, πολλά πράγματα. Πρώτον, τι σημαίνει «σεντόνι»! (σημ. έκφραση που χρησιμοποιείται όταν ο ηθοποιός ξεχνά τα λόγια του επί σκηνής). Ξέχασα τα λόγια μου και, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ίδρωσε μέχρι και το καπέλο που φορούσα! Δεύτερον, έμαθα τι χρειάζεται να κάνεις όταν πρωταγωνιστείς και είσαι διαρκώς επί σκηνής. Πρέπει να βρίσκεις τρόπους να χαλαρώνεις και να ηρεμείς, ύστερα πάλι να επιταχύνεις, σα να οδηγείς αυτοκίνητο για πάρα πολλές ώρες…
Ο μονόλογος «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ με την Ρούλα Πατεράκη να με σκηνοθετεί ήταν ένα ολόκληρο σχολείο –γενικά, ο Παπαβασιλείου και η Πατεράκη ήταν οι δάσκαλοί μου. Η Ρούλα δείχνει στον ηθοποιό τη σχέση του χορού με το λόγο, το πώς η θεατρική ατάκα δεν βγαίνει απλώς από το στόμα σου αλλά περνάει μέσα από τη σπονδυλική σου στήλη -κι όλο αυτό είναι μια περιπέτεια διόλου αυτονόητη…
Δουλέψατε για πολλά χρόνια και στο Απλό θέατρο του Αντώνη Αντύπα.
Ήταν ωραία χρόνια. Μου δόθηκαν τότε μεγάλες ευκαιρίες ρόλων κι αυτό είναι ανεκτίμητο. Η «Μόλλυ Σουήνη» του Μπράιαν Φρίελ ήταν, για μένα, μια μεγάλη εμπειρία. Το έργο αυτό είναι σαν ντοκιμαντέρ. Παρουσιάζει μια πολυπρισματική ματιά στο ίδιο θέμα, μέσα από τρεις μονολόγους-συνεντεύξεις. Με ενδιέφερε ο τρόπος που ο Φρίελ έθετε το πώς, στο πλαίσιο του δυτικού πολιτισμού και του ορθολογισμού του, θεωρούμε ότι μπορούμε να διορθώσουμε τα πάντα και, αν δεν τα καταφέρουμε, τα παρατάμε στη μέση και φεύγουμε. Ο καθένας μας έχει μάθει να ερμηνεύει τον κόσμο σύμφωνα με ό,τι του έμαθαν να θεωρεί «κανονικό». Ύψιστο πολιτικό, φιλοσοφικό και ιδεολογικό θέμα όλο αυτό…
Μια μεγάλη επιτυχία ήταν, βέβαια, το «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη στο Εθνικό θέατρο από τον Νίκο Μαστοράκη.
Οι πρόβες, μολονότι το έργο ήταν δραματικό, κυλούσαν σε μια ευτυχία. Έμαθα τότε κάτι πολύ πικρό: πώς είναι να κάνεις μια μεγάλη επιτυχία και από αυτό να μείνουν μόνο αποκαΐδια. Γιατί το σύστημα έχει έναν τρόπο να νικάει πάντα. Η ψυχή, όμως, των ανθρώπων θυμάται. Συνέβησαν πολλά τότε. Καταρχήν, πέθανε ο Κωνσταντίνος (σημ. ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, ο οποίος συμπρωταγωνιστούσε με την Μάνια Παπαδημητρίου στο «Γάλα», σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το 2008). Δεν θέλω, όμως, να πω τίποτα περισσότερο γι’ αυτό. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου και, λίγες ημέρες μετά, η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου με έκαναν να οργιστώ πάρα πολύ και να μπω πλέον ακόμη πιο ενεργά στην πολιτική.
Η οργή σας έσπρωξε, λοιπόν, στην πολιτική;
Ήμουν πάντα με κάποιον τρόπο στην πολιτική: αρχικά στην ΚΝΕ, μετά στο Συνασπισμό, στη συνέχεια στο Σύριζα και πλέον στη ΛΑΕ. Ενεργή, όμως, έγινα από το 2004, από την ίδρυση του Σύριζα, και μετά. Με συγκίνησε τότε η προσπάθεια τόσων διαφορετικών συλλογικοτήτων να βάλουν κάτω όσα τους ενώνουν. Εκτιμούσα εξάλλου πάντα τον Αλέκο Αλαβάνο. Μαζί του κατάλαβα τι σημαίνει «κάνω επερώτηση στη Βουλή». Γιατί, όταν βραβεύθηκα για την ερμηνεία μου στο «Γάλα» (σημ. Βραβείο Μ. Κοτοπούλη Α’ γυναικείου ρόλου) σκέφτηκα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να μιλήσω για τον κλάδο μου και το μεγάλο του πρόβλημα: τη διαβάθμιση των πτυχίων.
Εκείνη την περίοδο είχε εμφανιστεί κι ένας μεγάλος ιδιωτικός εκπαιδευτικός όμιλος που παρείχε τη δυνατότητα σπουδών σε ένα τμήμα με τον τίτλο «Ακαδημία Θεάτρου», παρακάμπτοντας το Υπουργείο Πολιτισμού. Δεν κράτησε πολύ όλο αυτό με το ΙΕΚ, λόγω της επερώτησης. Το πρόβλημα ωστόσο παρέμεινε: το πτυχίο του ηθοποιού παραμένει αδιαβάθμητο από το 1983. Κάθε Έλληνας πολίτης μπορεί να γίνει πρωθυπουργός. Κανένας, όμως, άνθρωπος με αναπηρία, βάσει του προεδρικού διατάγματος 370/83, δεν μπορεί να γίνει, καλλιτέχνης!
Αναφέρεστε στο προεδρικό διάταγμα που αφορά κατά βάση την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία των δραματικών σχολών…
Ακριβώς. Όταν ψηφίστηκε αυτό το διάταγμα, τα δεδομένα ήταν εντελώς διαφορετικά. Υπήρχε το αστικό θέατρο και ο Κουν, ο οποίος έπαιρνε τους …κακομούτσουνους. Άλλαξαν πολλά, όμως, από τότε. Προχώρησε το θέατρο, η περφόρμανς και ο χορός, υπήρξε το Butoh, η Πίνα Μπάους…τέθηκαν νέες παράμετροι. Τη δεκαετία του ’80 μιλούσαν για σωστή άρθρωση και αρτιμέλεια. Παλεύουμε να αναθεωρηθεί, είναι πολύ αναχρονιστικό όλο αυτό.
Υπάρχουν και καλλιτέχνες με αναπηρία. Ο κόσμος τους δεν είναι ένας υπολειπόμενος κόσμος. Είναι διαφορετικός κι έχει να μας μάθει πολλά. Αυτό που ενώνει, εξάλλου, τους ανθρώπους που βιώνουν μια απώλεια είναι ότι ο κόσμος του νεοφιλελευθερισμού τους πετάει απ’ έξω. Ο πιο αδύναμος πλήττεται πάντα πρώτος. Σύμφωνα, λοιπόν, με το ίδιο διάταγμα κανένας ηθοποιός δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να παίζει. Δεν μπορεί να διδάξει σε κανένα σχολείο ή πανεπιστήμιο. Όταν, για ένα διάστημα, εργάστηκα στο Υπουργείο Πολιτισμού, προσλήφθηκα ως απόφοιτος Λυκείου. Το πτυχίο της Δραματικής Σχολής «δεν μετράει» καθώς είναι αδιαβάθμητο. Κι αυτή η απαξίωση του καλλιτεχνικού κόσμου, θαρρείς και ο καλλιτέχνης είναι είτε «παράσιτο» είτε «χομπίστας», συμβαίνει εδώ και τριάντα πέντε χρόνια.
Η πολιτεία είναι, λοιπόν, εκείνη που οφείλει να διαβαθμίσει το πτυχίο του ηθοποιού…
Τρία υπουργεία πρέπει να συνεργαστούν γι’ αυτό: τα υπουργεία Πολιτισμού, Παιδείας και Εργασίας. Γιατί ο αδύναμος κρίκος είναι πάντα ο καλλιτέχνης. Αποδέχεται κάθε είδος εργασιακής σχέσης συνυπολογίζοντας το κέρδος που μπορεί αν έχει από την προστιθέμενη αξία της εργασίας του: θα τον δουν, θα τον αναγνωρίσουν και θα του ζητήσουν να δουλέψει με καλύτερους όρους. Μέσα στα χρόνια, όλο αυτό έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και ο καλλιτέχνης μετατράπηκε σε επαίτη. Πέρυσι στη Βουλή μιλούσαμε για ένα ποσοστό ανεργίας κοντά στο 97%!
Έχει βέβαια επιτραπεί η ίδρυση αναρίθμητων δραματικών σχολών, κάποιων πολύ αμφιβόλου ποιότητας, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του ίδιου του κλάδου με εκατοντάδες, κάθε χρόνο, νέους ηθοποιούς.
Δεν θέλω να βάλω στην κουβέντα αυτήν την παράμετρο. Δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχουν απατεώνες σε αυτόν το χώρο. Ξέρω καλά πως υπάρχουν, ανάμεσά τους, και σπουδαίοι καλλιτέχνες. Με ενδιαφέρει, λοιπόν, να μην ταλαιπωρούνται αυτοί που δεν είναι απατεώνες. Ας λυθεί πρώτα το θέμα της διαβάθμισης των πτυχίων κι έπειτα ας τεθεί το ζήτημα των σχολών.
Το βέβαιο είναι πως η Αθήνα έχει γεμίσει ασφυκτικά εξίσου από δραματικές σχολές όσο και από θεατρικές σκηνές.
Η μόνη σκηνή που σήμερα ένας καλλιτέχνης μπορεί πραγματικά να παίξει (με αξιοπρεπείς ως προς την εικόνα θεατρικούς όρους (φώτα, ήχο, χώρο κ.λ.π.) και χωρίς να πληρώσει, είναι το ΕΜΠΡΟΣ και αυτό θέλουν να το δώσουν στο ΤΑΙΠΕΔ και τότε δεν ξέρω τι θα γίνει (ίσως σουπερ μαρκετ οπως το ΑΜΟΡΕ;). Όμως αυτήν τη στιγμή το ΕΜΠΡΟΣ παράγει έργο και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα αυτοδιαχείρισης για όλους μας. Πρέπει η πολιτεία να κάνει κάτι να το διασώσει ή να διασώσει τη χρήση του.
Πώς βλέπετε, γενικότερο, την κατάσταση του ελληνικού θεάτρου;
Έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση στην νεοφιλελεύθερη Ευρώπη θα πρέπει κανείς να διεκδικεί το δικαίωμά του να κάνει τέχνη, όταν θα απαγορεύεται να κάνεις παράσταση σε χώρο μη θεατρικό αν δεν το έχεις δηλώσει καιρό πριν, όπως συμβαίνει στο Παρίσι. Σήμερα στο Παρίσι ή στο Άμστερνταμ δεν μπορείς να παίξεις στα μπαράκια όπως γινόταν πριν από δέκα χρόνια. Η Ευρωζώνη θέλει την επιβολή ενός μόνου μοντέλου πολιτισμού και μιας ενιαίας κουλτούρας και αυτό είναι αποφασισμένη να το πετύχει.
Όμως η αξία της κουλτούρας για μια χώρα σαν τη δική μας είναι ακριβώς ότι αποτελεί σταυροδρόμι της Ανατολής και της Δύσης και αυτό εκδηλώνεται σε διάφορες στιγμές και αναπτύσσεται άναρχα και ελεύθερα. Αυτό είναι η ομορφιά μας. Η μουσική, ο χορός και το θέατρο χρειάζονται τη δυνατότητα εναλλακτικών χώρων και την ελευθερία να τα συναντάς παντού. Μια κυβέρνηση που θέλει να λέγεται «της αριστεράς» οφείλει αυτό να το ενισχύσει και να το προστατέψει.
Τι σας έκανε να προσχωρήσετε στη ΛΑΕ ;
Σίγουρα δεν είμαι από τους ανθρώπους που μπορούν άλλα να λένε κι άλλα να κάνουν Και όσες φορές έχω αναγκαστεί να το κάνω δεν άντεξα για πολύ καιρό. Έτσι και με την περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ που μετά την ανάληψη της κυβέρνησης χρειάστηκε να είναι ανακόλουθος με τον εαυτό του και τα λόγια που είπαμε οι βουλευτές του σε πάρα πολλά σημεία. Εκτιμώ την στάση παραίτησης κάποιων υπουργών μετά την συνθηκολόγηση της 13ης Ιουλίου . Πιστεύω πως η παραίτηση είναι μια μεγαλειώδης στιγμή στην πολιτική.
Αν αυτό είναι το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος με άξονα τη συνείδησή του. Αν τότε η κυβέρνηση αποφάσιζε να παραιτηθεί θα είχε όλο το λαό μαζί της ενάντια στα μέτρα που τώρα η ίδια αναγκάζεται να ψηφίσει. Κάποιος θα πει ότι αυτό που λέω είναι αφέλεια. Και εγώ θα του απαντήσω πως καμιά φορά η ηθελημένη αφέλεια σε προστατεύει από το να τρελαθείς στην σκέψη που λέει πως όλα ήταν προαποφασισμένα και παίξαμε ρόλους σε μια στημένη φάρσα της οποίας κάποιοι σε συνεργασία με τους εταίρους της Ευρωζώνης γνώριζαν την έκβαση μήνες ίσως και χρόνια πριν.
Έπρεπε, λοιπόν, να είχαμε ήδη φύγει από το ευρώ;
Δεν θα φοβόμουν κάτι τέτοιο. Το λέω, όμως, ως καλλιτέχνις. Ως πολιτικός δεν ξέρω αν θα μπορούσα να φέρω το βάρος της ευθύνης και την επιχειρηματολογία ενός τέτοιου λόγου. Γιατί για έναν πολιτικό, ο λόγος πρέπει να είναι πράξη.
Θα μεταφέρατε ποτέ επί σκηνής την εμπειρία σας στη Βουλή;
Σίγουρα όχι τώρα! Η εμπειρία στη Βουλή είναι πολύ μεγάλη για να τη διαχειριστώ καλλιτεχνικά τόσο σύντομα.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Αλέκο Συσσοβίτη και την σκηνοθέτιδά σας;
Η Έλλη Παπακωνσταντίνου, όπως και ο Αντώνης Αντύπας, είναι από τους σκηνοθέτες που μου έχουν δώσει πολλές ευκαιρίες ρόλων. Συνεργάζομαι για τρίτη φορά με την Έλλη (σημ. έχουν προηγηθεί οι παραστάσεις «Το Δεκαήμερο των Γυναικών» και «Ατσάλι») και έχω να πω ότι, εκτός από το ότι μου έχει δώσει πολύ καλές ευκαιρίες σε ρόλους, με βοηθάει κάθε φορά να βρίσκω ενδιαφέρον σώμα για το ρόλο και με απελευθερώνει γιατί έχει χιούμορ και αγαπάει την θεατρικότητα (μαθήτρια κι αυτή του Παπαβασιλείου γαρ). Με τον Αλέκο συνεργάζομαι πρώτη φορά. Τον είχα δει να παίζει σε δυο εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους στο θέατρο (πάντα με τη Ρούλα Πατεράκη) και μου άρεσε πολύ. Μέσα από την τωρινή συνεργασία μας, φαίνεται πως αναπτύσσεται πολύ καλή χημεία και μεταξύ μας. Είχαμε πολύ ενδιαφέροντα διάλογο και μεγάλη ζεστασιά στις πρόβες και σε κάθε παράσταση ανακαλύπτουμε μαζί τα όρια που μπορούμε να ακροβατήσουμε με το συναίσθημα, το χιούμορ και τη θεατρικότητα. Δεν είναι καθόλου εύκολο αλλά είναι όμορφο ο κάθε ηθοποιός να μην ζει αυτή την περιπέτεια μόνος αλλά να μπορεί να το μοιράζεται με τον άλλον. Αυτό δεν είναι αυτονόητο ότι θα πετύχει σε μια παράσταση. Είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Νιώθω ότι ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του εγχειρήματος, όταν πετυχαίνει, οφείλεται σ αυτό.
Η Μάνια Παπαδημητρίου παίζει αυτήν την περίοδο στην παράσταση «Κραυγή» του Τενεσί Ουίλιαμς στο Faust (Αθηναίδος 12 & Καλαμιώτου 11, 2103234095) και – με είσοδο ελεύθερη και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων- στο «Monologue» της Σιμόν ντε Μπωβουάρ στο art bar Poems & Crimes των εκδόσεων Γαβριηλίδη (Αγ. Ειρήνης 17, Μοναστηράκι, 2103228839). Το 2016 θα παίξει στις εξής παραστάσεις: «Αδαμαντία» του Παναγιώτη Μέντη (Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν», Υπόγειο, από τις 11/1) και «Post Inferno- Προς Δαμασκόν» του Αουγκούστ Στρίντμπεργκ (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, από τις 11/5).
Περισσότερες πληροφορίες
Κραυγή
Ο Φελίς και η Κλερ, ηθοποιοί και αδέρφια στη ζωή, χάνουν τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση.