Αν ζούσαν στην Αγγλία, θα είχαν σίγουρα πάρει τον τίτλο του "sir". Φίλοι εδώ και μισό αιώνα, αειθαλείς καρατερίστες και οι δύο, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος και ο Γιώργος Μοσχίδης συναντιούνται επί σκηνής με αφορμή το εμβληματικό έργο "Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές" του Ρόμπερτ Μπολ που ανεβαίνει στο Εθνικό θέατρο από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Η Ιλειάνα Δημάδη και η Μαρία Κρύου πέρασαν ένα αξέχαστο πρωινό μαζί τους συζητώντας για τη Χούντα και την Τρόικα, τον έρωτα, τη φιλία, ακόμη και τα …τυρολέζικα καπέλα!
Για τη φιλία τους μιλάει όλο το ελληνικό θέατρο. Είναι, όμως, άλλο να έχεις ακούσει για τις ανεκδιήγητες πλάκες και τα αλληλοπειράγματά τους κι άλλο να γίνεσαι αυτόπτης μάρτυρας. "Πάνω απ’ όλα, πάντως, είμαστε καλοί συνάδελφοι. Εγώ, βέβαια, είμαι κάπως οξύς" λέει περιπαικτικά ο Γιώργος Μοσχίδης και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ανταπαντά: "…κι εγώ είμαι το παυσίπονο". Τους συναντήσαμε στο καμαρίνι τους και, προκειμένου να μας βάλουν στο κλίμα του έργου, μας έκαναν την τιμή να μας παίξουν μια σκηνή από το "Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές", όπου ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ερμηνεύει το θρησκόληπτο Τόμας Μουρ, πρωθυπουργό του Ερρίκου Η’, ο οποίος αντιτίθεται με την απόφαση του βασιλιά να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και να παντρευτεί την ερωμένη του, Άννα Μπολέιν. Ο Γιώργος Μοσχίδης από την άλλη, ως καρδινάλιος Γουίλις, υποστηρίζει ακράδαντα την επιθυμία του βασιλιά.
Και η παράσταση ξεκινά:
Γ. Μοσχίδης (ως Γουίλις): Μιάμιση η ώρα, που ήσουν;
Γ. Μιχαλακόπουλος (ως Τόμας Μουρ): Μια η ώρα, αιδεσιμότατε, ήμουν σπίτι μου.
Γ. Μοσ.: Αφού είχες τόσες σφοδρές αντιρρήσεις όσον αφορά την επιστολή προς τη Ρώμη, είπα ότι θα ήθελες να της ρίξεις μια ματιά.
Γ. Μιχ.: Σας ευχαριστώ αιδεσιμότατε αλλά... (παύση)
Γ. Μοσ.: Ωχ, βρε Γιώργο, αυτό όλο το ξεχνάς!
Γ. Μιχ.: Πάψε, δεν το ξεχνώ, πάμε από την αρχή.
Γ. Μοσ.: Είδατε; Δεν θυμάται παρακάτω.
Γ. Μιχ.: Να με χωρίσεις, αν δεν σου αρέσω.
Γ. Μοσ.: Μου αρέσεις και με τα ελαττώματα σου.
Γ. Μιχ.: Ξέρετε, έχω μεγάλο τρακ για την παράσταση. Είναι ένα δύσκολο κείμενο, με πολλές νομικές λεπτομέρειες. Ο Μουρ ήταν ένας άνθρωπος βαθύτατα θρησκόληπτος και απόλυτα αφοσιωμένος στις αρχές του. Αυτό είναι το ενδιαφέρον σ' αυτό τον χαρακτήρα: η αφοσίωση στις αρχές του. Δεν μετακινείται ούτε βήμα, μάχεται γι’ αυτές, έχει, όμως, χιούμορ και ειρωνεία. Ο Μπολτ έγραψε το έργο το 1960 –έτυχε, μάλιστα, να παίξω ένα μικρό ρόλο σε αυτό, το 1963, στο θέατρο Μουσούρη, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Κώστα Μουσούρη. Έκανα έναν Ισπανό πρεσβευτή –πρωταγωνιστούσαν ο Μηνάς Χρηστίδης, ο Σταύρος Ξενίδης και η Αλεξάνδρα Λαδικού…
Γ. Μοσ.: Το έργο είναι καθαρά πολιτικό. Από τη μια είναι η εξουσία που θέλει να επιβληθεί και από την άλλη ο … άνθρωπος για όλες τις εποχές: ο ηθικός, ο τίμιος αγωνιστής που τελικά αποκεφαλίζεται, όπως αποκεφαλίζονται όλοι όσοι πάνε ενάντια στην εξουσία. Τίποτα δεν τον σταμάτησε τον Μουρ –ούτε καν η οικογένειά του, που τον ήθελε κοντά της. Ξέρετε, η αγάπη δεσμεύει. Εγώ, για παράδειγμα, ακολουθούσα πάντα τον έρωτα. Η ζωή είναι το έργο και ο έρωτας …το ιντερμέτζο!
Πόσο δύσκολο είναι να μείνει κανείς σταθερός στα πιστεύω του;
Γ. Μιχαλακόπουλος: Πολύ, αλλά εξαρτάται από την προσωπικότητα που έχεις. Ο Τόμας Μουρ πήγε εν ψυχρώ στην εκτέλεσή του.
Γ. Μοσχ.: Είναι δύσκολο να μείνεις ακέραιος, ιδιαίτερα όταν κυνηγιέσαι από όλες τις εξουσίες. Ο Μουρ κυνηγιέται από τον βασιλιά, τη δικαστική εξουσία και από την χειρότερη εξουσία, εκείνη της εκκλησίας. Πιστεύετε στον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους;
Γ. Μιχ.: Δεν υπάρχει; Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει.
Γ. Μοσ.: Με προκαλείτε! Εμένα με έχουν …καταραστεί γιατί έχω διαχωρίσει τη θέση μου. Είμαι για παράδειγμα υπέρ της καύσης των νεκρών. Υπάρχει μάλιστα ένας σύλλογος υπέρ της αποτέφρωσης, στον οποίο είμαι μέλος. Θα πάρει λοιπόν την στάχτη μου η κόρη μου και θα την πετάξει. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από τον αέρα, τη φωτιά και το νερό…
Εφήμερη η ζωή, εφήμερη κι η τέχνη του θεάτρου. Η δική σας, πάντως, σχέση –φιλική και επαγγελματική- έχει αποδειχτεί πολύ ανθεκτική…
Γ. Μοσχ.: Γνωριστήκαμε πριν από πενήντα χρόνια στο Θέατρο Τέχνης, όταν ο Γιώργος ήταν ακόμα τελειόφοιτος. Ήταν ένας ψηλός νεαρός με μακριά μαλλιά. Κάποιοι μου είπαν ότι είναι ταλαντούχος. Στην πορεία το διαπίστωσα κι εγώ. Ήταν και πολύ ερωτευμένος με ένα υπέροχο κορίτσι, τη γυναίκα του, από τότε είναι μαζί. Εκτιμώ βαθύτατα τους ερωτευμένους και τους ταλαντούχους και ο Γιώργος είναι και τα δύο. Γίναμε φίλοι και συνεργάτες και ζήσαμε πολλές καταστάσεις. Θα σας πω μια ιστορία. Όταν πήγαμε στο Παρίσι με το Θέατρο Τέχνης το 1965, τη χρονιά που οι "Όρνιθες" πήραν το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ των Εθνών, δεν είχαμε χρήματα για να γυρίσουμε πίσω, ούτε καν για να βάλουμε βενζίνη στο πούλμαν. Μια χορεύτρια από την ομάδα της Ζουζούς Νικολούδη, αντί να πάει να ψωνίσει στην γκαλερί Λα Φαγιέτ, έβαλε τα χρήματα για να γυρίσουμε. Ο Γιώργος είχε ξοδέψει όλα του τα λεφτά για ένα τυρολέζικο καπέλο και πεινούσαμε. Περνάγαμε, λοιπόν, από τους μπουφέδες των εστιατορίων, ο Γιώργος έβγαζε το καπέλο του και το ακουμπούσε πάνω από ένα ψωμάκι και, φεύγοντας, έπαιρνε το καπέλο μαζί με το ψωμί και το μοιραζόμασταν.
Πώς προέκυψε η φετινή συνεργασία σας;
Γ. Μοσ.: Απέχω από το θέατρο εδώ και πέντε χρόνια. Και τώρα, γι' αυτόν τον ρόλο, γι’ αυτή την παράσταση, υπεύθυνος είναι ο Μιχαλακόπουλος. Του είχα υποσχεθεί από παλιά ότι όταν το ανεβάσει, θα παίξω τον συγκεκριμένο ρόλο. Δεν μπορούσα τώρα να του το αρνηθώ. Προχωράμε, λοιπόν, βλέποντας και κάνοντας.
Γ. Μιχ.: Ήθελα εδώ και χρόνια να ανεβάσω το έργο του Μπολτ, έκανα την πρόταση στο Εθνικό Θέατρο κι εκείνο την αποδέχτηκε.
Πόσο έχει αλλάξει το Εθνικό Θέατρο μέσα στα χρόνια;
Γ. Μοσ.: Έχει πάρα πολλές σκάλες. Λαβύρινθος έγινε!
Γ. Μιχ.: Έχει γίνει τρομακτική δουλειά τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη σκηνή –είναι τεράστια- και τις τεχνικές δυνατότητες της. Υπάρχουν πια πάρα πολλές πόρτες και διάδρομοι -θέλει χρόνο για να μάθεις που οδηγούν. Δεν υπάρχουν, όμως, πια τα καμαρίνια των παλιών ηθοποιών.
Γ. Μοσ.: Θυμάμαι το καμαρίνι του Αιμίλιου Βεάκη, του Αλέξη Μινωτή, της Κατίνας Παξινού… όλα αυτά έχουν χαθεί, όπως και φωτογραφίες του Ροντήρη και άλλων αλλά και κάποια καταπληκτικά πράγματα που βρίσκονταν στο παλιό μπαρ.
Θα λέγατε πως χάθηκε η αίγλη;
Γ. Μιχ.: Δεν χάθηκε, απλά άλλαξε.
Γ. Μοσ.: Άλλαξε, γενικότερα, η αισθητική της εποχής. Βλέπετε για παράδειγμα τους άνδρες να φοράνε αυτά τα κοντοβράκια, που δεν είναι ούτε μακριά ούτε και κοντά και, κατά τη γνώμη μου, είναι απαίσια!
Θα λέγατε πως και το θέατρο βρίσκεται σε μια τέτοια ενδιάμεση κατάσταση;
Γ. Μοσ.: Μοιραία και στο θέατρο έχει αλλάξει η αισθητική και δεν ξέρω αν είναι προς το καλύτερο.
Γ. Μιχ.: Βλέπω, πάντως, πολλά νέα παιδιά με ταλέντο. Οι σημερινοί ηθοποιοί έχουν πολύ περισσότερα εφόδια από εμάς. Ξέρουν χορό, τραγουδάνε, γνωρίζουν πολλές γλώσσες. Εμείς χτιστήκαμε σιγά-σιγά…
Γ. Μοσ.: Αλλά πιο στέρεα, έχω την εντύπωση. Πήγαμε βήμα-βήμα, παίξαμε πρώτα έναν κομπάρσο, μετά ένα μικρό ρόλο και μετά ένα λίγο μεγαλύτερο για να φτάσουμε να γίνουμε πρωταγωνιστές. Έτσι ήταν τότε τα πράγματα. Σκεφτείτε ότι κάποτε, όταν η Μαρίκα Κοτοπούλη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ένας νεαρός την πλησίασε και της είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Τον κοίταξε και είπε "δώστε του ένα ρόλο". Του έδωσαν, λοιπόν, ένα ρόλο στον οποίο εκείνος έλεγε απλά "καλημέρα σας". Την επόμενη χρονιά, του έδωσε τέσσερις ατάκες. Αυτός ο νεαρός ήταν ο μέγιστος Βασίλης Λογοθετίδης.
Πιστεύετε πως ο ηθοποιός χρειάζεται κάποια μέθοδο;
Γ. Μιχ.: Δεν υπάρχει μέθοδος, ο καθένας προχωρά με τον οπλισμό του. Το θέμα είναι η άσκηση. Αν δεν πέσεις στα δύσκολα, αν δεν μπορείς να ανοίξεις τα προσωπικά σου παράθυρα, θα καταλήξεις στις ευκολίες σου. Κι εγώ με τις ευκολίες μου ξεκίνησα αλλά σιγά-σιγά μπήκα σε άλλους δρόμους. Αν δεν συγκρουστείς με τον ίδιο τον εαυτό σου και με τα εκφραστικά σου μέσα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πρέπει να δώσεις αυτή τη μάχη και αυτό γίνεται μέσα από κάποια κείμενα. Αν είναι έργα πλάκας, μπορεί να είσαι πολύ ωραίος και πολύ ενδιαφέρων, αλλά παραμένεις σε πράγματα εύπεπτα. Ίσως να μην είναι κακό για τον κόσμο αυτό αλλά το θέμα είναι τι κάνεις εσύ ως ηθοποιός. Η μόστρα είναι πολύ εύκολη -δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα εκφραστικά σου μέσα. Τη δυνατότητα άσκησης σου τη δίνουν μόνο τα μεγάλα κείμενα.
Στην επιλογή λοιπόν μιας συνεργασίας αυτό που έπαιζε πρωταρχικό ρόλο σε εσάς ήταν το κείμενο;
Γ. Μιχ.: Και οι συνεργάτες, γιατί χωρίς τους συνεργάτες δεν υπάρχει κείμενο.
Γ. Μοσ.: Παλιότερα, σε όλους τους θιάσους -της Κατερίνας, της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Κώστα Μουσούρη- σπουδαίοι ηθοποιοί έπαιζαν ακόμη και τους δεύτερους και τρίτους ρόλους.
Γ. Μιχ.: Τότε οι θίασοι ήταν σταθερά στελεχωμένοι. Υπήρχε ο πρώτος καρατερίστας, ο δεύτερος, η πρωταγωνίστρια κι ο πρωταγωνιστής και για να ανέβει κανείς ένα σκαλί ήταν αγώνας. Υπήρχε ιεραρχία και έπρεπε να είσαι συνεπής. Αν είχες, για παράδειγμα, φάει σκόρδο και πήγαινες να παίξεις στον Μουσούρη, έφευγες την άλλη μέρα! Ήταν πολύ αυστηρός. Υπήρχε πειθαρχία, ένα θέατρο που έπρεπε να το σεβαστείς. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά αλλά επιμένω ότι υπάρχουν πολλοί καλοί νέοι ηθοποιοί και δεν το λέω απλά για να πω μια καλή κουβέντα ως παλαιότερος, το πιστεύω με πάθος.
Υπάρχει όμως καλό θέατρο;
Γ. Μιχ.: Εξαρτάται από το ρεπερτόριο και την παραγωγή. Αυτά έχουν σχέση με τους σκηνοθέτες, το budget και με τον ποιον πληρώνεις και για ποιο πράγμα, με πάρα πολλά πράγματα.
Μπορεί να λειτουργήσει το θέατρο χωρίς κανόνες;
Γ. Μοσ.: Όχι βέβαια. Είναι μια ομαδική δουλειά και χρειάζεται μια πειθαρχία ακριβώς γιατί είναι ομαδική. Καταρχάς χρειάζεται μια πειθαρχία εσωτερική και όχι επιβαλλόμενη.
Γ. Μιχ.: Κι αυτό έχει να κάνει με την ανατροφή του καθένα.
Γ. Μοσ.: Όλα παίζουν ρόλο και συμφωνώ απολύτως με τον Γιώργο ότι η σημερινή γενιά διαθέτει πάρα πολύ καλό υλικό.
Έχετε ξεχωρίσει κάποιους νέους συναδέλφους σας;
Γ. Μιχ.: Και βέβαια, αλλά δεν θα τους έκανε καλό αν λέγαμε ποιοι είναι.
Θα μας μιλήσετε λίγο για τους δασκάλους και τους παλιούς σκηνοθέτες σας, όπως για τον Κώστα Μουσούρη;
Γ. Μιχ.: Ήταν ένας αστικός σκηνοθέτης, ενός αστικού θεάτρου με παλιές νόρμες, φοβερά πειθαρχημένος επαγγελματίας.
Γ. Μοσ.: Και ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις του. Το 1957 μας έδινε ακόμα και δώρο την εποχή που δεν συνηθιζόταν!
Ο Μίνως Βολανάκης;
Γ. Μοσ.: Μέγας! Του έχω πολύ μεγάλη εκτίμηση. Δεν σου έλεγε πώς να παίξεις το ρόλο. Απλώς σου μιλούσε για άσχετα πράγματα, τα οποία όμως έιχαν σχέση με το πώς θα παίξεις το ρόλο. Προσωπικά μου πήγε πάρα πολύ.
Γ. Μιχ.: Ήταν σπουδαίος, είχε ένα τρόπο καταπληκτικό.
Ο Κάρολος Κουν;
Γ. Μοσ.: Εγώ δεν ήμουν μαθητής του, τελείωσα τη Σχολή του Ωδείου Θεσσαλονίκης. Δούλεψα όμως χρόνια κοντά του κι ήταν σημαντικά αυτά τα χρόνια.
Γ. Μιχ.: Ο Κουν ήταν σπουδαίος.
Κύριε Μοσχίδη, είναι αλήθεια ότι στην εφηβεία σας το σκάσατε από την Καβάλα με ένα μπουλούκι;
Γ. Μοσ.: Πρέπει να ήταν το 1948-1949. Είχα πάει στον Λαγκαδά βόλτα κι εκεί είδα ένα μπουλούκι να παίζει θέατρο. Όταν μάζεψαν τα πράγματα τους για να πάνε σε άλλο χωριό, πήγα μαζί τους, δεν γύρισα στο σπίτι μου -ήμουν μόλις 17 ετών. Είχα ξαναδεί θέατρο με τους γονείς μου, Ουίλιαμ Σέξπιρ από το Άρμα Θέσπιδος, το 1937. Ήμουν παιδί τότε κι απ’ ό,τι μου έλεγαν, μετά στο τέλος της παράστασης είχα σηκωθεί όρθιος, χειροκροτούσα και έστελνα φιλιά στην πρωταγωνίστρια. Δεν σκόπευα να γίνω ηθοποιός αλλά όταν έγινα δεν εγκατέλειψα ποτέ το θέατρο.
Γ. Μιχ.: Τότε η πρόσληψη στο μπουλούκι γινόταν ανάλογα με την μαρκαμπίνα που είχε ο καθένας. Εγώ δεν δούλεψα με τα μπουλούκια.
Γ. Μοσ.: Ο Μιχαλακόπουλος είναι πολύ νεότερος από μένα και όλο μου κάνει τον παλιό…
Θα μας πείτε τι ακριβώς ήταν η μαρκαμπίνα;
Γ. Μος:. Η μαρκαμπίνα ήταν ένα όρθιο μπαούλο για να αποθηκεύεις τα ρούχα σου και τα αξεσουάρ σου. Ήταν απαραίτητη για έναν ηθοποιό εκείνη την εποχή. Εγώ είχα εκεί μέσα ένα εκρού γυαλιστερό σμόκιν, παντελόνι φράκου, δύο ρεντικότες και πολλά άλλα πράγματα, τα οποία χάρισα τελευταία. Εσάς, κύριε Μιχαλακόπουλε, ποιος ήταν ο πρώτος σας ρόλος;
Γ. Μιχ.: Ένας εισαγγελέας στην "Άνοδο του Αρτούρο Ουί" του Μπρεχτ. Όπως διαβάζαμε το έργο, εγώ είχα "κελάρει" το ρόλο ενός εισαγγελέα των SS και όλο ζητούσα από τον Κουν να τον παίξω αλλά εκείνος με απέρριπτε. Μου την είχε δώσει, λοιπόν, και μια μέρα γυρίζω στο σπίτι, πάω στον κουρέα και του λέω "Ξύρισε με". Με έκανε γουλί και την επόμενη που με βλέπει στο θέατρο μου λεει: "Πάρ’ τον βρε κερατά το ρόλο, αφού τόσο τον θέλεις!".
Υπάρχει κάποιος ρόλος που δεν παίξατε και έχετε ως απωθημένο;
Γ. Μοσχίδης: Τον Πρόσπερο στην " Τρικυμία" του Ουίλιαμ Σέξπιρ.
Γ. Μιχαλακόπουλος: Είναι ατελείωτοι οι ρόλοι που μου αρέσουν αλλά δεν μπορώ να πω ότι μου λείπει κάποιος. Από τις πιο ωραίες στιγμές ήταν αυτή με τον Γιώργο στο " Κάτω από την σκάλα" και στον " Ρινόκερο". Τι οδηγίες σας είχε δώσει ο Μίνως Βολανάκης για το " Κάτω από την σκάλα", ένα από τα πρώτα έργα που αφορούν την ομοφυλοφιλία;
Γ. Μιχ.: Το πρώτο πράγμα που μας είπε ήταν: προσέξτε μη τους κάνετε gay. Τον ενδιέφερε να βγάλουμε τη μοναξιά και πιστεύω ότι το πετύχαμε.
Πώς βλέπετε την κατάσταση σήμερα στη χώρα;
Γ. Μιχ.: Βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα νεφέλωμα. Είμαστε σαν ζαλισμένα κοτόπουλα. Είναι μια κατάσταση κινούμενης άμμου… Είμαστε σοκαρισμένοι γιατί δεν ξέρουμε από πού μας έρχονται τα πράγματα, ενώ η ελπίδα προς τα μπρος είναι ελάχιστη.
Και παλιότερα δεν φαινόταν να υπάρχει ελπίδα σε κρίσιμες κοινωνικά και πολιτικά καταστάσεις…
Γ. Μιχ.: Αυτό, όμως, που ζούμε τώρα δεν υπήρξε ποτέ. Οι εποχές μας ήταν δύσκολες, αλλά δεν θυμάμαι να έχουμε περάσει παρόμοια πράγματα. Στη Χούντα ξέραμε ποιος είναι ο εχθρός. Λέγαμε "έλα ρε πάνω μου!" και ξέραμε απέναντι σε ποιόν ορθώνουμε ανάστημα. Ποιος είναι, τώρα, ο εχθρός; …Ο τραπεζίτης; Η Τρόικα; Τα κέντρα ελέγχου; Ή η υποταγμένη μας κυβέρνηση;
Γ. Μοσ.: Είμαστε σε απόλυτη σύγχυση.
Γ. Μιχ.: Βλέπεις πως δουλεύουν τα τηλεοπτικά κανάλια, ο Τύπος και το facebook, και αναρωτιέσαι "από ποιά κέντρα κατευθύνονται";
Γ. Μοσ.: Εσείς είστε δημοσιογράφοι. Μπορεί αύριο να σας δω και στην πολιτική, έτσι δεν είναι; Έχουμε δει πολλά τέτοια να γίνονται. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση τρεις κατηγορίες ανθρώπων έχω στην καρδιά μου: τα παιδιά, τους καλλιτέχνες και τους επαναστάτες.
Γ. Μιχ.: Κι ακόμα μια κατηγορία έχεις στο μυαλό σου.
Γ. Μος. Α, παραλίγο να ξεχαστώ: τις γυναίκες ασφαλώς! Γ. Μιχαλακόπουλος: Όχι μόνο, έχεις και τους ποιητές.
Γ. Μοσχίδης: Αυτοί είναι πάνω απ' όλους! Οι υπόλοιποι μου είναι αδιάφοροι και όταν τους βλέπω, είμαι ικανός να σπάσω την τηλεόραση. Και, ναι, την έχω σπάσει. Γ. Μιχαλακόπουλος: Μάλλον θα έβλεπε το δελτίο ειδήσεων.
Στην καθημερινότητα σας, τι σας αρέσει να κάνετε;
Γ. Μοσχ.: Κάθε πρωί βγαίνω στην ταράτσα και μιλάω στα λουλούδια μου. Όταν δεν το επιτρέπει ο καιρός τους μιλάω μέσα από το τζάμι. Λατρεύω την λεμονογαρδένια μου και το υπέροχο άρωμα της!
Γ. Μιχ.: Θα φανώ λίγο παραδοσιακός: λατρεύω να είμαι στο σπίτι με την οικογένειά μου ή κάπου με τους πολύ κολλητούς μου φίλους.
Αν έπρεπε να στερηθείτε μια ώρα έρωτα ή μισή ώρα Μότσαρτ, τι θα επιλέγατε;
Γ. Μοσχίδης: Θα μοίραζα το χρόνο στη μέση για να απολαύσω και τα δυο.
Γ. Μιχαλακόπουλος: …Όπως έρθει!
Η ταυτότητα της παράστασης
"Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές"
Μετάφραση: Ροδόλφος Μορώνης - Διασκευή – Δραματουργική επεξεργασία: Έλσα Ανδριανού - Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος - Σκηνικά: Αντώνης Δαγκλίδης - Κοστούμια: Κλερ Μπρέισγουελ - Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος - Κίνηση: Αγγελική Στελλάτου - Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης. Παίζουν: Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης, Γιώργος Γιανακάκος, Στεφανία Γουλιώτη, Παναγιώτης Κατσώλης, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Γιώργος Μοσχίδης, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αννέζα Παπαδοπούλου, Δημήτρης Πιατάς, Τζάνι Ρίνο, Μαίρη Σαουσοπούλου, Γιαννης Τσορτέκης. Εθνικό θέατρο-Κεντρική Σκηνή, πρεμιέρα: 19/11.
Περισσότερες πληροφορίες
Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές
Ο σερ Τόμας Μορ, ο οποίος διαφωνεί με την επιθυμία του βασιλιά Ερρίκου Η΄ να χωρίσει τη γυναίκα του και να παντρευτεί την ερωμένη του, δικάζεται με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και καταδικάζεται σε θάνατο