Θεωρητικός με σπουδές στις Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες και τη Σύγχρονη Φιλοσοφία και Τέχνη, ακτιβίστρια με φεμινιστικών και μεταναστευτικών δικαιωμάτων, μέλος της Πρωτοβουλίας Αλβανών Μεταναστών και Αλληλέγγυων, η Πάτι Βαρδάμη έκανε τη φετινή σεζόν μια σειρά πολύ ξεχωριστών και συγκινητικών ξεναγήσεων στα αλβανικά στις εκθέσεις του χώρου τέχνης tavros, οι οποίες λειτούργησαν και ως χώρος συνεύρεσης μελών μιας κοινότητας που διεκδικεί την ορατότητα και την πρόσβαση με τους δικούς της όρους. Αυτή την εποχή συνεπιμελείται μαζί με τη συντονίστρια του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης, Ιλιρίντα Μουσαράι, την έκθεση "Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες: Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης" που φιλοξενείται για δέκα μέρες στο "tavros" (18-28/9) στο πλαίσιο του πιλοτικού εγχειρήματος της συγκρότησης του αρχείου για την αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα και είναι μια συνδιοργάνωση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και της Πρωτοβουλίας για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (SNFPHI) στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Έτσι, μας δόθηκε η αφορμή για να ολοκληρώσουμε μια μεγάλη κουβέντα για την αλβανικότητα, τις υβριδικές ταυτότητες και τους τρίτους χώρους.
Οι 600 τηλεκάρτες της Βαλμπόνα Χυστούνα και το όχι τόσο τιμημένο 2004 σε μια έκθεση
Πώς προεκυψε η έκθεση "Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες: Φτιάχνοντας το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης" και με ποιον τρόπο διαλέξατε να επιμεληθείτε την πρώτη παρουσίαση του υπό κατασκευή αυτού αρχείου;
Η έκθεση διεξάγεται στο πλαίσιο του πιλοτικού εγχειρήματος της συγκρότησης του αρχείου για την αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα και είναι μια συνδιοργάνωση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και της Πρωτοβουλίας για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (SNFPHI) στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και λαμβάνει μέρος στο χώρο τέχνης "Tavros". Εγώ καλέστηκα να συνεπιμεληθώ την έκθεση μαζί με τη συντονίστρια του Αρχείου, την Ιλιρίντα Μουσαράι. Οι συζητήσεις μας επικεντρώθηκαν γύρω από τις προκλήσεις συγκρότησης ενός τέτοιου αρχείου, τον τρόπο που θα ήθελε να έρθει σε επαφή με το κοινό και η πιθανή ανάδειξη της έρευνας και των τεκμηρίων που είναι διαθέσιμα στα 2 πρώτα χρόνια λειτουργίας του.
"Η Βαλμπόνα Χυστούνα έχει διατηρήσει με προσοχή τα ρούχα που φορούσε όταν πέρασε τα σύνορα, όπως και όλες τις τηλεκάρτες που χρησιμοποίησε έπειτα (περίπου 600) για να καλέσει την οικογένεια της στην Αλβανία. Σε αυτές βασίζεται και ο τίτλος της έκθεσης."
Αποφασίσαμε να σταθούμε στην έννοια της Προφορικής Ιστορίας ως το εργαλείο που δίνει τη δυνατότητα καταγραφής πολλαπλών αφηγήσεων, κάποιες φορές, ανταγωνιστικών με την κύρια αφήγηση. Μέσω ιστορικών νημάτων να μπορέσουμε να διηγηθούμε μια αποσιωπημένη και αποκλεισμένη μέχρι τώρα εμπειρία, αυτή της μετανάστευσης. Αποσπάσματα από (πολύωρες) συνεντεύξεις μεταναστριών και μεταναστών είναι τοποθετημένα σε ‘σταθμούς’ γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Δίπλα υπάρχουν προσωπικά αντικείμενα, γράμματα, φωτογραφίες, βιβλία, ρουχισμός και άλλα τεκμήρια που οι άνθρωποι αυτοί έχουν διαθέσει στο Αρχείο και χαρακτηρίζουν τα αποσπάσματα τους. Ο Έρβιν Σέχου εξιστορεί πως ήρθε μόνος του 18 χρονών και κοιμήθηκε το πρώτο βράδυ στην Ομόνοια. Η Βαλμπόνα Χυστούνα έχει διατηρήσει με προσοχή τα ρούχα που φορούσε όταν πέρασε τα σύνορα, όπως και όλες τις τηλεκάρτες που χρησιμοποίησε έπειτα (περίπου 600) για να καλέσει την οικογένεια της στην Αλβανία. Σε αυτές βασίζεται και ο τίτλος της έκθεσης. Έχουμε ιστορίες παιδιών, γυναικών, ανδρών, ιστορίες που άπτονται έμφυλων ζητημάτων, διαγενεακών σχέσεων και σωματικής αρτιότητας σε μια προσπάθεια να αγγίξουμε την τη ρευστότητα της συνθήκης της μετανάστευσης. Το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι λειτουργεί ως χώρος που οι ιστορίες συνομιλούν μεταξύ τους αλλά και ως σημείο που το κοινό μπορεί να καθίσει, να μελετήσει τα τεκμήρια, να ανταλλάσσει τις δικές του εμπειρίες. Χώρος – muhabet που λέμε στα Αλβανικά, τούρκικη λέξη στην καθομιλούμενη που εννοεί μια φιλική συλλογική συζήτηση στην οποία αφήνεσαι και απελευθερώνεσαι. Εκεί υπάρχει και δυνατότητα κατάθεσης νέων αντικειμένων και δημιουργίας μιας σχέσης συνεργασίας με το Αρχείο.
"Η ιστορία μας θα είναι πολλές και ατελείωτες εξιστορήσεις. Θα είναι πολύ διαφορετική από την κυρίαρχη αφήγηση και ως τέτοια θα είναι μια αντι-ιστορία. Βασική συνθήκη για να γραφτεί αποτελεί το να τη γράψει η ίδια η κοινότητα. Αντιμετωπίζουμε πολλαπλές και ανταγωνιστικές αφηγήσεις και μνημιακότητες σε σχέση με τη μετανάστευση όπου η κυρίαρχη αφήγηση κατέχει, εάν όχι ολοκληρωτικά, ασφυκτικά το δημόσιο λόγο. Ενώ διαθέτουμε τα εργαλεία για αυτήν την εξιστόρηση, στερούμαστε την πρόσβασης στους αναγκαίους πόρους για να την αναπτύξουμε".
Ανάμεσα και γύρω από τις προφορικές ιστορίες αναπτύξαμε κάποια σημεία πολιτικής έντασης τα οποία έχουν διαμορφώσει και καθορίσει το βίωμα μας στην Ελλάδα. Ένα από αυτά είναι ο Τύπος της δεκαετίας ’90, η γλώσσα και οι εικονογραφία που χρησιμοποιήθηκε τότε για να περιγράψει την Αλβανική μετανάστευση. Άλλα σημεία είναι ρατσιστικές επιθέσεις το 2004 με αφορμή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα Ελλάδας – Αλβανίας, η τεράστια γραφειοκρατία για την απόκτηση της Ιθαγένειας ή μιας άδειας παραμονής ως μηχανισμός κοινωνικού αποκλεισμού, και αφίσες/προκηρύξεις από οργανώσεις και την δραστήρια κινηματική ζωή της κοινότητας. Στο χώρο υπάρχουν, επίσης, ασπρόμαυρες, πλέον φημισμένες, φωτογραφίες του Σπύρου Στάβερη από τα φωτορεπορτάζ που έχει κάνει στα σύνορα και σε σημεία συνάντησης και διαμονής μεταναστών. Κατά διαστήματα προβάλλεται η εικαστική ταινία ‘Οτράντο’ των Latent Community (Ιώνιαν Μπισάι, Σωτήρης Τσίγκανος), ένα έργο αντι-μνημείο για το ναυάγιο που προκάλεσε το Ιταλικό πολεμικό ναυτικό το 1997 σε πλοίο που επέβαιναν 120 μετανάστες από την Αλβανία, γυναίκες, άνδρες, παιδιά εκ των οποίων 81 έχασαν τη ζωή τους.
Πόσο σημαντικές είναι οι δημόσιες δράσεις για την έκθεση και γιατί;
Στη διάρκεια των 10 ημερών της έκθεσης παρέχουμε ξεναγήσεις σε ελληνικά, αλβανικά, αγγλικά και ελληνική νοηματική γλώσσα. Έχουμε, επίσης, προγραμματίσει μια σειρά με τρεις ανοικτές συζητήσεις γύρω από τα κύρια ζητήματα που αγγίζει η παρουσίαση του Αρχείου. Μια συζήτηση θα έχει θέμα τη Συνοριακή Βία με αφορμή το έργο των Laten Community. Σε αυτή συμμετέχουν άτομα με πρακτική στην ακαδημαϊκή έρευνα, τις εικαστικές τέχνες και τις χωρικές μελέτες ώστε να δούμε πως εργαλεία από διαφορετικά πεδία μπορούν να μας βοηθήσουν για αρθρώσουμε αυτό το φαινόμενο ως συνθήκη μιας αντιμεταναστευτικής πολιτικής δεκαετιών. Άλλη συζήτηση αφορά την γενική κοινωνική και μιντιακή εφορία του 2004 των Ολυμπιακών Αγώνων, της νίκης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου και τις βίαιες ρατσιστικές επιθέσεις σε Αλβανούς μετανάστες. Η θεματική μελετά πως αυτά τα αθλητικά γεγονότα κορυφώθηκαν σε ένα μαζικό εθνικιστικό αρρενωπό αντιμεταναστευτικό πνεύμα. Τέλος, θα μιλήσουμε και για τα ζητήματα μνημιακότητας και τις προκλήσεις των σύγχρονων αρχείων, τι μπορεί να αφορά σήμερα την ιστορικότητα, πως την αντιλαμβανόμαστε και πως τη συγκροτούμε.
Στην τέταρτη δεκαετία της αλβανικής κοινότητας στη χώρα η αλβανική γλώσσα δεν διδάσκεται κάπου επίσημα
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για τις ξεναγήσεις στα αλβανικά στο "tavros” και ποιά ήταν η εμπειρία σου από τις δύο πρώτες;
Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από την ομάδα του χώρου ‘Tavros’ ως μέρος ενός προγράμματος προσβασιμότητας με βάση τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ελλάδα. Με προσέγγισε η Μαρία Θάλεια Καρρά και ανταποκρίθηκα αμέσως θετικά. Θεώρησα ότι θα ήταν μια σημαντική κίνηση ώστε να βγει η αλβανική γλώσσα από το σπίτια μας και να μεταβεί στο δημόσιο χώρο, ειδικά σε εκείνον της τέχνης. Η περιοχή του Ταύρου είναι μια ιστορικά προσφυγική/μεταναστευτική γειτονιά και το ποσοστό της αλβανικής κοινότητας σε αυτήν είναι μεγάλη, οπότε μια τέτοια προσπάθεια έκανε απόλυτο νόημα.
Η εμπειρία από τις δύο πρώτες ξεναγήσεις ήταν πολύ θετική. Στο κομμάτι της προετοιμασίας τα κορίτσια που εργάζονται στο χώρο ήταν υπομονετικά με το πως πίστευα ότι χρειάζεται να απευθυνθούμε στην αλβανική κοινότητα. Είχα έγνοια αυτό να γίνει με μια πρακτική φροντίδας και με όρους που να την αφορά σχετικά με την αλβανική γλώσσα, την επαφή με τη σύγχρονη τέχνη και τη συνθήκη να συνευρίσκεσαι στο δημόσιο χώρο με την ιδιότητα της μετανάστευσης.
Πώς ανταποκρίθηκε το κοινό; Δεδομένου ότι δεν είναι μια ιδέα που προέκυψε οργανικά είχε τελικά σημασία για την κοινότητα; Γιατί ορισμένες φορές αντίστοιχες πρωτοβουλίες συμπερίληψης ή απεύθυνσης της τέχνης σε ένα "άλλο” κοινό είναι ωραίες στα χαρτιά αλλά αμφίβολης ουσίας στην πράξη.
Είχαμε ενθαρρυντική προσέλευση τις δύο πρώτες φορές των ξεναγήσεων. Αρχικά δεν ξέραμε τι να περιμένουμε αλλά το κοινό που προσήλθε έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον. Ήταν άνθρωποι από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους, φοιτητές/τριες , εργάτες/τριες, δημοσιογράφοι, άτομα των τεχνών ή ανθρωπιστικών σπουδών. Επίσης, λόγω των ποικίλων ηλικιών, κατείχαν αρκετά ανόμοια γνώση της Αλβανικής γλώσσας ή και διάλεκτο. Να πω την αλήθεια, αποτέλεσε μια μικρή πρόκληση να μπορέσω να αποδώσω τις εκθέσεις με τρόπο κατανοητό που να αναδείξει την επιμελητή ιδέα και την ενδελεχή έρευνα που συνοδεύει το δουλειά του ‘Tavros’. Κάτι σίγουρα συγκινητικό ήταν πως οι ξεναγήσεις λειτούργησαν ως σημείο συνάντησης. Οι άνθρωποι κάθισαν πολλή ώρα να συζητήσουν μεταξύ τους, είτε είχαν καιρό να βρεθούν, είτε γνωρίστηκαν εκεί για πρώτη φορά. Με απασχολεί, ήδη, με ποιο τρόπο θα μπορέσουμε να κρατήσουμε αυτή τη σχέση και το ενδιαφέρον ζωντανό.
"Στο ζήτημα της απεύθυνσης πρέπει να αναλογιστούμε τη θεσιακότητα μας και το που απευθυνόμαστε. Χρειάζεται να αναθεωρήσουμε έννοια της ‘άλλης’ (otherness) και να προσεγγίσουμε τις κοινότητες με τους δικούς τους όρους και γλώσσα. Αυτό απαιτεί φροντίδα ως προς τη συνθήκη της πολιτικής και κοινωνικής ιστορικότητας που τις περιβάλλει αλλά και αναγνώριση των τυχόν προνομίων που μπορεί να φέρουμε εμείς".
Πιστεύω πως στο ζήτημα της απεύθυνσης πρέπει να αναλογιστούμε τη θεσιακότητα μας και το που απευθυνόμαστε. Χρειάζεται να αναθεωρήσουμε έννοια της ‘άλλης’ (otherness) και να προσεγγίσουμε τις κοινότητες με τους δικούς τους όρους και γλώσσα. Αυτό απαιτεί φροντίδα ως προς τη συνθήκη της πολιτικής και κοινωνικής ιστορικότητας που τις περιβάλλει αλλά και αναγνώριση των τυχόν προνομίων που μπορεί να φέρουμε εμείς. Εν ολίγοις, χρειάζεται να ενεργοποιήσουμε ή να συμπράξουμε με μέλη από τις κοινότητες και να εργαστούμε ως προς τις συνθήκες που θα επιτρέψουν τις ίδιες να δράσουν. Ως προς την οργανικότητα, έχεις δίκιο. Πολλές κοινότητες έχουν δυνατότητα και δομές αυτοοργάνωσης, έχουν όμως περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση για τέτοιου είδους δραστηριότητες. Αυτή την έλλειψη πρόσβασης την θεωρώ ως μια μορφή θεσμικού εμποδίου.
Η γλώσσα είναι πολιτική. Τι ρόλο παίζει η γλώσσα στη χειραφέτηση και την ορατότητα των Αλβανών μεταναστών; Πόσο δύσκολο είναι να μάθει κανείς Αλβανικά στην Αθήνα σήμερα;
"Υπάρχει και το ζήτημα της υβριδικής ταυτότητας των παιδιών που γεννιούνται σε μεταναστευτικές οικογένειες για την οποία η εκμάθηση της γλώσσας καταγωγής είναι βασικό στοιχείο. Χρειάζεται να ανοίξουμε μια συζήτηση για την σύγχρονη υβριδική και πολλαπλή μας κοινωνία αλλά αυτό φαντάζει δύσκολο γιατί έρχεται αντιμέτωπο με την αφήγηση ‘μιας’, ΄καθαρής’ και ‘αμετάβλητης’ ελληνικότητας".
Γνωρίζουμε από τις θεωρίες της γλώσσας για την πολιτική της αλλά ακόμα περισσότερα μέσω της ανάλυσης που έχει γίνει την τελευταία δεκαετία από τις μεταποικιακές σπουδές και θεωρίες Φύλου και Queer. Η γλώσσα αναπαράγει μορφές εξουσίας, άρα είναι πολιτική. Το ίδιο είναι η δυνατότητα να τη μαθαίνεις, να την εξασκείς, να τη διαμορφώνεις, να τη δημιουργήσεις. Οι μεταναστευτικές κοινότητες στερούνται την αναγνώριση ότι οι γλώσσες τους ομιλούνται στην Ελλάδα (ακριβώς σε αυτό το σημείο τοποθετείται η ιδέα της ξενάγησης μας στον ‘Tavros’) και προπάντων, τη δυνατότητα να τις διδάσκονται. Επομένως, οι θεσμοποίηση των μεταναστευτικών γλωσσών είναι σημαντική για την πολιτική ορατότητά τους. Είναι ουσιαστική γιατί καθιστά αυτές τις κοινότητες πολιτιστικά ισότιμες οντότητες και όχι κοινωνικές ομάδες στενά συνδεδεμένες με τη φθηνή εργασία. Συνεπώς, απαιτείται ένα πολιτικό άλμα σε σχέση με το πως αντιλαμβανόμαστε τη μετανάστευση και τη συμβίωση με αυτή. Έπειτα, υπάρχει και το ζήτημα της υβριδικής ταυτότητας των παιδιών που γεννιούνται σε μεταναστευτικές οικογένειες για την οποία η εκμάθηση της γλώσσας καταγωγής είναι βασικό στοιχείο. Χρειάζεται να ανοίξουμε μια συζήτηση για την σύγχρονη υβριδική και πολλαπλή μας κοινωνία αλλά αυτό φαντάζει δύσκολο γιατί έρχεται αντιμέτωπο με την αφήγηση ‘μιας’, ΄καθαρής’ και ‘αμετάβλητης’ ελληνικότητας.
Στην τέταρτη δεκαετία της αλβανικής κοινότητας στη χώρα η αλβανική γλώσσα δεν διδάσκεται κάπου επίσημα. Μέλη τη κοινότητας προφέρουν μαθήματα εθελοντικά τα σαββατοκύριακα και αφού έχουν εργαστεί με πλήρη (ή μεγαλύτερης διάρκειας) απασχόληση την εβδομάδα. Από ό,τι γνωρίζω, η διδασκαλία στηρίζεται από κάποιους συλλόγους της κοινότητας. Υπάρχει, όμως, δυσκολία πρόσβασης σε δημόσιους χώρους και σχολικές αίθουσες όπου να διεξαχθούν τα μαθήματα. Ακόμα και σε περιοχές της Αττικής όπου η πυκνότητα της κοινότητας είναι μεγάλη όπως η Κυψέλη, η Καλλιθέα και ο Ταύρος, οι δάσκαλοι δυσκολεύονται να βρουν χώρους για τα μαθήματα.
Τοποθετείς τον εαυτό σου κάπου ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη γενιά Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα. Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσά τους και πόσο τελικά πατριαρχικό είναι να χωρίζουμε τον κόσμο σε γενιές;
"Ο τρόπος που η λεγόμενη ‘δεύτερη γενιά’ γίνεται αντιληπτή και αποδεκτή μόνο ως τα ‘δικά μας παιδιά’ που ‘γνωρίζουν πως να κινηθούν θεσμικά’ και ‘μιλούν άπταιστα ελληνικά’ θεωρώ ότι είναι απαίτηση για μια αποποιητικού τύπου ενσωμάτωση. Και δεν έχω καταλάβει ακόμα ποια είναι η κλίμακα επάρκειας των ελληνικών που τελικά σε κάνει αποδεκτή κοινωνικά και πόσο αυτό εξαρτάται από τη χώρα της καταγωγής σου. "
Έχω έρθει στην Ελλάδα έφηβη με τους γονείς μου και ενηλικιώθηκα σε ένα προστατευμένο από εκείνους περιβάλλον. Αυτό με τοποθετεί σε μια ‘ενδιάμεση γενιά’ σύμφωνα με τον τρόπο που κατατάσσονται οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί. Όσοι ήρθαν ενήλικες ή έφηβοι μόνοι τους, κυρίως αγόρια, οι οποίοι χρειάστηκε να εργαστούν οι ίδιοι για την επιβίωση και σε σκληρές συνθήκες, είναι η ‘πρώτη γενιά’. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μόνη πρόσβαση που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ήταν στη φθηνή χειρωνακτική εργασία. Όσοι ήρθαν σε ηλικία φοίτησης δεν μπόρεσαν στην πλειοψηφία να συνεχίσουν ανώτατες σπουδές. Οι υπόλοιποι δεν μπόρεσαν να εξασκήσουν τα επαγγέλματα ή τις επιστήμες που έφεραν μαζί και οδηγήθηκαν σε μια ολική επαγγελματική αποεξειδίκευση. Στο σύνολο τους, ακόμα και σήμερα στερούνται βασικά πολιτειακά δικαιώματα όπως αυτό της ιθαγένειας και της πλήρους σύνταξης. Όσα παιδιά ήρθαν μικρά ή γεννήθηκαν εδώ, πήγαν σε ελληνικό σχολείο, έμαθαν τη γλώσσα, τα περισσότερα σπούδασαν, αποτελούν τη ‘δεύτερη γενιά’. Με τη δική τους σειρά, μεγάλωσαν σε επιβαρυμένες συνθήκες που σχετίζονται με την διακεκομμένη ανάπτυξη μιας υβριδικής ταυτότητας και με τα διαγενεακά τραύματα των γωνιών και οικογενειών τους. Η πρόσβαση τους σε θεσμικούς χώρους και δικαιώματα παραμένει μερική και σταδιακή.
Ισχύει ότι είναι πατριαρχικό να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε γενιές καθώς αυτός ο διαχωρισμός γίνεται βάση την αναπαραγωγή και τη γέννα, και οι δύο έννοιες με τις οποίες η Θεωρία Φύλου έχει τρομερό θέμα. Εγώ βρίσκω ότι είναι προβληματικό και με βάση την καταγωγή γιατί εμφανίζεται ως μια ανάγκη να κατηγοριοποιηθεί έτσι ο μεταναστευτικός πληθυσμός και δεν αποτελεί μια γενικότερη δημογραφική κατάταξη της κοινωνίας. Επιπλέον, ο τρόπος που η λεγόμενη ‘δεύτερη γενιά’ γίνεται αντιληπτή και αποδεκτή μόνο ως τα ‘δικά μας παιδιά’ που ‘γνωρίζουν πως να κινηθούν θεσμικά’ και ‘μιλούν άπταιστα ελληνικά’ θεωρώ ότι είναι απαίτηση για μια αποποιητικού τύπου ενσωμάτωση. Και δεν έχω καταλάβει ακόμα ποια είναι η κλίμακα επάρκειας των ελληνικών που τελικά σε κάνει αποδεκτή κοινωνικά και πόσο αυτό εξαρτάται από τη χώρα της καταγωγής σου.
Μια "ιεραρχία μετανάστευσης"
Στη συζήτηση με αφορμή το αρχείο αλβανικής μετανάστευσης στο φεστιβάλ ιστορίας των ΑΣΚΙ πέρυσι είχες μιλήσει για το πώς δεν υπάρχει μία αλβανική κοινότητα ούτε βέβαια ο αυτοπροσδιορισμός των διαφορετικών κοινοτήτων αρχίζει και τελειώνει με την αλβανικότητα. Πώς μπορεί να γραφτεί η ιστορία μιας τέτοιας κοινότητας;
"Ως πολλαπλές υποκειμενικότητες και συλλογικότητες, η αλβανικότητα δεν μας ορίζει με αποκλειστικό τρόπο, συνδρά με άλλες κοινωνικές και πολιτικές μας συνθήκες, ταξικές, έμφυλες, σεξουαλικότητας, σωματικής αρτιότητας, ηλικίας κ.ά. Κάπως έτσι σχηματίζεται η ρευστότητα της κοινωνικής μας οντότητας. Επίσης, οι πιθανές εκφάνσεις της μετανάστευσης στην Ελλάδα δεν εξαντλούνται στην εμπειρία της αλβανικότητας αλλά συνυπάρχει με άλλα, βίαια μεταναστευτικά βιώματα. Τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί μια ‘ιεραρχία΄ μετανάστευσης σύμφωνα με την οποία λόγω της λευκότητας και πολιτιστικής μας εγγύτητας γινόμαστε πιο αποδεχτή από άλλες ισλαμικές και μη λευκές κοινότητες".
Πλέον έχει ωριμάσει καλά το ‘Being Singular – Plural’ του Jean-Luc Nancy (2000) σύμφωνα με το οποίο καμιά μας δεν είναι μια μονάδα, αλλά μια πολλαπλότητα. Αποτελούμε πολλαπλές και ρευστές υποκειμενικότητες. Κατ ‘επέκταση ούτε μια κοινότητα μπορεί να είναι συμπαγής ή ομοιόμορφη και να παρουσιαστεί ως μια οντότητα, παρα μόνον ως πληθυντικότητα. Συγκεκριμένα, σε αυτό που καταλαβαίνουμε ως Αλβανική Κοινότητα, υπάρχει ένας πληθυσμός του (κάτι λιγότερο από) μισό εκατομμυρίου ανθρώπων. Συντελείται από αμέτρητες τυπικές και άτυπες ομάδες με βάση την πόλη / περιοχή από που έχουν έρθει από την Αλβανία, την αντίστοιχη τοπικότητα που ζουν στην Ελλάδα, πολυάριθμοι πολιτισμικοί σύλλογοι και σύνδεσμοι που συνευρίσκονται για κοινωνικούς και ψυχαγωγικούς λόγους, υπάρχουν έμφυλες και καλλιτεχνικές ομάδες, ακτιβιστικές συλλογικότητες κα. Δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια συμπαγή κοινότητα εαν πάρουμε υπόψη την πληθώρα αυτών των οργανώσεων, αλλά και το μεγάλο αριθμό ανθρώπων που παραμένουν ανένταχτοι σε αυτές.
Ως πολλαπλές υποκειμενικότητες και συλλογικότητες, η αλβανικότητα δεν μας ορίζει με αποκλειστικό τρόπο, συνδρά με άλλες κοινωνικές και πολιτικές μας συνθήκες, ταξικές, έμφυλες, σεξουαλικότητας, σωματικής αρτιότητας, ηλικίας κ.ά. Κάπως έτσι σχηματίζεται η ρευστότητα της κοινωνικής μας οντότητας. Επίσης, οι πιθανές εκφάνσεις της μετανάστευσης στην Ελλάδα δεν εξαντλούνται στην εμπειρία της αλβανικότητας αλλά συνυπάρχει με άλλα, βίαια μεταναστευτικά βιώματα. Τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί μια ‘ιεραρχία΄ μετανάστευσης σύμφωνα με την οποία λόγω της λευκότητας και πολιτιστικής μας εγγύτητας γινόμαστε πιο αποδεχτή από άλλες ισλαμικές και μη λευκές κοινότητες.
Η ιστορία μας θα είναι πολλές και ατελείωτες εξιστορήσεις. Θα είναι πολύ διαφορετική από την κυρίαρχη αφήγηση και ως τέτοια θα είναι μια αντι-ιστορία. Βασική συνθήκη για να γραφτεί αποτελεί το να τη γράψει η ίδια η κοινότητα. Αντιμετωπίζουμε πολλαπλές και ανταγωνιστικές αφηγήσεις και μνημιακότητες σε σχέση με τη μετανάστευση όπου η κυρίαρχη αφήγηση κατέχει, εάν όχι ολοκληρωτικά, ασφυκτικά το δημόσιο λόγο. Ενώ διαθέτουμε τα εργαλεία για αυτήν την εξιστόρηση, στερούμαστε την πρόσβασης στους αναγκαίους πόρους για να την αναπτύξουμε.
Πώς βρέθηκες να ασχολείσαι με τη σύγχρονη τέχνη στην Αθήνα και δεν έγινες γιατρός;
Αχ, ναι. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου συζητιόταν συνέχεια πως θα γίνω γιατρός. Η αδελφή μου είχε ξεκινήσει από μικρή ηλικία να μελετάει βιολί οπότε το δικό της μέλλον ήταν προδιαγεγραμμένο στην τέχνη. Χρειαζόταν ένα παιδί να φροντίσει τους γονείς όταν μεγαλώσουν και αυτό θα ήμουν εγώ, μια και υπήρχα άριστη μαθήτρια. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, πήγα πρώτη φορά σε ελληνικό σχολείο στην 3η Λυκείου. Από τις πρώτες δύο εβδομάδες συνειδητοποίησα πως τα υπόλοιπα παιδιά για χρόνια πηγαίναν στο ‘φροντιστήριο’ όπου έκαναν τα ίδια μαθήματα που κάναμε στο σχολείο αλλά με πιο ενδελεχή τρόπο. Χρειάστηκε να αλλάξω δέσμη μαθημάτων αμέσως γιατί δεν ένοιωσα ότι μπορούσα να καλύψω τα κενά που δημιουργούσε αυτή η αλλόκοτη για μένα διαχείριση της σχολικής ρουτίνας.
Ακόμα και σήμερα δεν καταλαβαίνω γιατί τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν σε δύο σχολεία την ημέρα (πέρα από την εργασιακή αναγκαιότητα που δημιουργεί η οικονομία της παράλληλης εκπαίδευσης) και πόσο εξαντλητικό πρέπει να είναι κάτι τέτοιο. Αυτό, λοιπόν, μου κόστισε μια πιθανή καριέρα στην ιατρική. Δεν το μετανιώνω διότι μέσω άλλων σπουδών ανέπτυξα ένα επίμονο ενδιαφέρον για τη θεωρία και την εικαστική τέχνη. Σπούδασα Οικονομικά στην Αθήνα, Πολιτικές Μελέτες και Θεωρία Σύγχρονης Τέχνης στο Λονδίνο. Εκεί άρχισα να εργάζομαι σε εμπορικούς και δημόσιους χώρους τέχνης όπως την Anthony Reynolds Gallery, το Institute of Contemporary Art London (ICA) και τα Frieze Projects and Talks.
Είναι η εργασία στον πολιτισμό βιώσιμη;
H εργασία στον πολιτισμό αποτελεί τον κανόνα της επισφαλούς εργασίας και αυτή είναι μια παγκόσμια πραγματικότητα και συνεχής συζήτηση (με αυτήν την έννοια μια καριέρα στην ιατρική θα μπορούσε σίγουρα να μου εξασφαλίσει πιο σταθερό βίο, λιγότερη ανασφάλεια και αυτοαμφισβήτηση). Στην Ελλάδα, πέρα από την αρχαία μας κληρονομιά που λόγω των αναγκών συντήρησης απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του μικρού κρατικού προϋπολογισμού για τον πολιτισμό, έχει δημιουργηθεί ένα ιδιόμορφο οικοσύστημα στη σύγχρονη τέχνη. Υπάρχουν 2-3 μεγάλα ιδρύματα με τεράστια ποσά χρηματοδότησης που φαίνονται να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο. Και ένας μικρός αριθμός ιδιωτικών γκαλερί μη κερδοσκοπικών χώρων που να είναι βιώσιμα και να μπορούν να παρέχουν συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές τις συνθήκες πρέπει να τις απαιτήσουμε συλλογικά. Βλέπω θετικά το έργο του νεοσύστατου Σωματείου Εργαζομένων στη Σύγχρονη Τέχνη (ΣΕΣΤ), πιστεύω πως προσεγγίζουν το ζήτημα με σύγχρονα εργαλεία και αιτήματα.
Οι διεθνείς Αλβανοί εικαστικοί και τα έργα ζωγραφικής στα καταστήματα τουριστικών στην Πλάκα
Τα έργα μιας νέας γενιάς με μεταναστευτικό background τελευταία αρχίζουν να αποκτούν ορατότητα τουλάχιστον σε ένα ευρύτερο κοινό και σίγουρα έχουν πολλά να συνεισφέρουν στο πώς αντιλαμβανόμαστε και μιλάμε για την κοινωνία σήμερα. Γιατί αργήσαμε τόσο να δούμε αντίστοιχα έργα ενώ μας ήταν ήδη γνωστές δουλειές καλλιτεχνών αλβανικής καταγωγής που έγιναν διάσημοι στο εξωτερικό;
"Ήταν πιο αποδεκτό να εισάγουμε από το εξωτερικό Αλβανούς εικαστικούς που αποτύπωναν την περίοδο της προσωπικής και συλλογικής τους μετάβασης από το να δώσουμε την ευκαιρία σε όσους ζούν εδώ να μας δείξουν τις ιδέες και τις πρακτικές τους".
Πως να το θέσω απλά; Για δεκαετίες υπήρχε μια γενικευμένη ρατσιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποίο οι Αλβανές και Αλβανοί ήταν καλοί, ικανοί, κατάλληλοί μονάχα για χειρωνακτική εργασία, και δεν εννοώ την καλλιτεχνική χειροτεχνία, αλλά τη φθηνή παραγωγική εργασία. Την ίδια ώρα βλέπαμε να στέκουν καλά σε γκαλερί ή σε μπιενάλε έργα γνωστών εικαστικών όπως του Anri Sala και του Adrian Paçi οι οποίοι έτυχε να είναι μετανάστες σε άλλες χώρες, συγκεκριμένα στην Γαλλία και Ιταλία. Ήταν πιο αποδεκτό να εισάγουμε από το εξωτερικό Αλβανούς εικαστικούς που αποτύπωναν την περίοδο της προσωπικής και συλλογικής τους μετάβασης από το να δώσουμε την ευκαιρία σε όσους ζούν εδώ να μας δείξουν τις ιδέες και τις πρακτικές τους. Μετανάστες/τριες εικαστικοί με άρτιες τεχνικές ικανότητες γεμίσαν με παραστατικά τους έργα τα τουριστικά καταστήματα στην Πλάκα και το χώρο των εκκλησιαστικών εικόνων. Εκεί θα βρούμε την πραγματική μεταναστευτική τέχνη. Η αποεξειδίκευση των εικαστικών μεταναστών/τριών συνεχίζει να μας αφήνει με το μεγάλο ερώτημα: Ποιοι/ες έχουν δικαίωμα κα πρόσβαση στον εικαστικό χώρο και τα δημόσια μουσεία, και με ποιο τρόπο πραγματώνεται αυτή η πρόσβαση.
Σήμερα από ορισμένους παρουσιάζεται ως cool το να είσαι αλβανός.ή.ό. Ποιά είναι η άποψή σου γι αυτό το αφήγημα;
Πραγματικά, μου περνάνε χίλιες σκέψεις και συναισθήματα όταν το ακούω αυτό και ο λόγος δεν είναι η απόδοση του coolness στα μεταναστά. Θεωρώ το να είσαι μεταναστό είναι ο ορισμός της αντίστασης, είναι μια συνθήκη που μπορεί να παράξει κόντρα κουλτούρα (counter culture) και ως τέτοια είναι απόλυτα cool. Tο θέμα είναι οι όροι με τους οποίους διεξάγεται αυτή η συζήτηση, οι life style (Κωστοπουλικοί θα έλεγα) όροι. Σύμφωνα με τους οποίους περάσαμε μονομιάς από το ‘Ελληνας δεν θα γίνεις ποτέ Αλβανέ’ στο ‘Πόσο cool είσαι Αλβανέ’ χωρίς να μιλήσουμε καθόλου για το τι συνέβη στο μέσο διάστημα. Είναι ένα αφήγημα που εκφράζει τα αντανακλαστικά μιας κοινωνίας που δεν είναι διατεθειμένη να ακούσει για τις βίαιες πολιτικές που έχει προκαλέσει και συντηρήσει σε δεκαετίες. Προορίζεται στα νέα παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής για να τα συνεπάρει και να σιωπήσουν για το ρατσισμό που βίωσαν από μικρά ή για το ότι οι γονείς τους δεν θα λάβουν ποτέ ιθαγένεια και συντάξεις. Είναι μια προσπάθεια να περιλούσουν με λίγα εύσημα life style την αντίσταση, και αυτό το βρίσκω πολύ uncool.
Ο κυνισμός του όρου "διδακτικά" πρότζεκτ
Πώς βλέπεις την τέχνη που παράγεται στην Αθήνα σήμερα; Έχεις κι εσύ την αίσθηση ότι στα εικαστικά συχνά μοιάζει να μην μας αφορά η πραγματικότητα εκεί έξω;
Στα εικαστικά μας ενδιαφέρει αρκετά η πραγματικότητα εκεί έξω αλλά κυρίως στις συζητήσεις μεταξύ μας. Υπάρχει ένας ενδοιασμός να αποτυπωθεί στην καλλιτεχνική ή επιμελετική πρακτική ή όταν αποτυπώνεται στην τελευταία δεν νιώθουμε πάντα ότι έχει περάσει από την απαιτούμενη ερευνητική προεργασία ή κατέχει τις επαρκείς κριτικές βάσεις. Υπάρχουν κάποιοι χώροι που τα καταφέρνουν καλά όπως και μερικά προγράμματα του ΕΜΣΤ. Όμως και όταν συμβαίνει αυτό, έχουμε δει να αναπτύσσεται ένας χαρακτηρισμός για τα πολιτικά πρότζεκτ, ότι είναι ’ διδακτικά’. Δεν κατανοώ πάντα τι σημαίνει αυτός ο όρος και συχνά τον βρίσκω κυνικό. Για μένα η διδακτική σχέση ξεκινάει από μια θέση ιεραρχίας και ελέγχου, του δασκάλου και των μαθητών. Είναι μια σχέση που ακόμα και στις σύγχρονες θεωρίες της παιδείας απορρίπτεται και καταργείται. Δεν μπορώ να σκεφτώ, λοιπόν, πως σύμφωνα με την κατηγορία του ΄διδακτικού΄ μια καλλιτέχνιδα απευθύνει την πρακτική της από τέτοια θεσιακότητα ελέγχου.
Ως γυναίκα μετανάστρια θεωρητικός τέχνης με ακτιβιστική δράση σε ποιά διακυβεύματα εστιάζεις κυρίως την πρακτική σου τόσο στο επίπεδο της τέχνης όσο και του ακτιβισμού; Με ποιόν τρόπο σε/μας αφορά η αποαποικιοποίηση;
Τα κύρια ζητήματα που με απασχολούν είναι η μετανάστευση και ο φεμινισμός, πάντα με μια διαθεματική προσέγγιση. Κάνω μικρές (θα τις ονόμαζα) κινήσεις γραφής, ακτιβισμού, εικαστικής επιμέλειας ή και απλά συμμετοχής και παρακολούθησης γεγονότων που με ενδιαφέρουν. Είναι πολύ πρόσφατα που έχει ανοίξει μια συζήτηση στα εικαστικά για τα δύο αυτά πεδία. Ενώ στην δε εφαρμοσμένη πολιτική επικρατεί ένα ισχυρό αντι-woke πνεύμα σε όλο σχεδόν το ιδεολογικό φάσμα. Είναι σαν να μπανοβγαίνουμε σε πολιτικές ετεροτοπίες.
Κάτι που είναι απόλυτη αναγκαιότητα σήμερα στην Ελλάδα είναι μια κατανόηση γύρω από την αποαποικιοποίηση της κοινωνίας. Της κοινωνίας στην οποία επικρατεί ο μύθος της ιστορικής αδικίας και της καταπιεσμένης ελληνικότητας ενώ πρόκειται για το χώρο όπου είναι σε πλήρη ενεργεία τα λευκά, ετεροκανονικά και χριστιανικά προνόμια. Υπάρχουν δύο ομάδες των οποίων τις δραστηριότητες παρακολουθώ, οι dëcoloиıze hellάş και οι Politics of Liberation.
Όταν σου είπα να βρεθούμε στο "Third Place” cafe μου είπες ότι σου θυμίζει ένα κείμενο για την υβριδικότητα. Θα ήθελες να κλείσουμε την κουβέντα μας με κάτι από αυτό;
Πρόκειται για το κείμενο του Homi Bhabba με τίτλο ‘The Third Space’ (1990), από τις πρώτες μετααποικιακές θεωρίες που αναπτύσσει το εννοιολογικό πλαίσιο για τη δημιουργία μιας υβριδικής ταυτότητας. Είναι αγαπημένο μου γιατί μαζί με το ‘Matter and Memory’ του Henri Bergson το χρησιμοποίησα ως βάση στην πτυχιακή μου στο Goldsmiths College για να διατυπώσω μια ιδέα για την Υπεριβριδικότητα στο υποκείμενο και στην τέχνη. Ονόμασα με αυτόν τον τρόπο έναν ενδιάμεσο χώρο ως απόρροια των πολλαπλών (παραπάνω από δύο) ταυτοτήτων, ερεθισμάτων, καταβολών ή πρακτικών που μπορεί να δημιουργήσει μια συνθήκη απελευθέρωσης και επίδρασης. Ακολούθησα εννοιολογικά το δικό μου βίωμα από την Αλβανία στην Ελλάδα και έπειτα στην Μεγάλη Βρετανία. Η Υπερυβριδικότητα την ίδια στιγμή είναι μια συνθήκη που μπορεί να φέρει πολλαπλά εμπόδια λόγω εδραιωμένων περιορισμών και θεσμικών αποκλεισμών γύρω από αυτή, όπως στην περίπτωση της μετανάστευσης. Συχνά το υποκείμενο καλείται να διαπραγματευτεί μεταξύ των θεσμικών περιορισμών και των δημιουργικών δυνατοτήτων που αυτή παρέχει, Για να μπορέσω να αναπτύξω αυτή τη θεωρία βασίστηκα και σε άλλους θεωρητικούς, όπως ο Emmanuel Kant, Jacques Derrida, Michel Foucault, Felix Guattari και Gilles Deleuze και αναφέρθηκα σε εικαστικά έργα των Anri Sala, Thomas Hirschhorn και Oliver Laric.
Έχω πάρει τον καφέ μου πολλές φορές στο "Τhird Place” γιατί εργαζόμουν στη γειτονιά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Λόγω της συζήτησης μας σκέφτηκα τον Homi Bhabba. Σε ευχαριστώ για την κουβέντα.
Αναλυτικά το παράλληλο πρόγραμμα εκδηλώσεων της έκθεσης
Περισσότερες πληροφορίες
Μια σακούλα γεμάτη τηλεκάρτες
Η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο που συνδυάζει ιστορία, κοινωνία και πολιτική και είναι μια ευκαιρία για να εξετάσουμε αυτό το σύνθετο ζήτημα μέσα από μια δυναμική και συμμετοχική προσέγγιση. Η έκθεση είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και της Πρωτοβουλίας για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Πυρήνας της έκθεσης είναι οι προφορικές ιστορίες των μεταναστών, οι οποίες προσφέρουν μια βαθιά και προσωπική εικόνα των εμπειριών τους. Αυτές οι αφηγήσεις φωτίζουν τις προκλήσεις, τα όνειρα και τις στρατηγικές επιβίωσης των μεταναστών στην Ελλάδα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Με την ενσωμάτωσή τους στο αρχείο, αυτές οι ιστορίες βοηθούν στη χαρτογράφηση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, από τις κρατικές πολιτικές και την κοινωνία μέχρι την εργασία, την αλληλεγγύη και τους κοινωνικούς αγώνες. Ταυτόχρονα, αποκαλύπτουν την πραγματικότητα της ρατσιστικής βίας και των προκλήσεων που αντιμετώπισαν οι μετανάστες.