"Στην οικογένειά μου ο καθένας έχει μας έχει τον δικό του τρόπο να υπονομεύει τη μνήμη για προσωπικό του όφελος. Πάντα μεταχειριζόμασταν την αλήθεια σαν να ήταν μια άσκηση ύφους, η πληρέστερη έκφραση της ταυτότητάς μας." διαβάζουμε σε ένα σημείο του "Ας πούμε πως είμαι εγώ", του νέου βιβλίου της σαραντεξάχρονης Ιταλίδας συγγραφέα Βερόνικα Ράιμο που κυκλοφορεί από το τις εκδόσεις "Δώμα”. Η συνονόματή της ηρωίδα είναι μια γυναίκα της γενιάς της, που έχει μεγαλώσει σε μια συνηθισμένη ιταλική οικογένεια, δηλαδή ένα κουβάρι από νευρώσεις, μονομανίες και άγχη, με τις οποίες, όπως και με το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, θα ταυτιστεί εύκολα και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Ο υποχόνδριος πατέρας, η πανταχού παρούσα Ιταλίδα μάνα, η επαρχία της Απουλίας πριν και μετά το airbnb, οι ώρες της βαρεμάρας και ο ανταγωνισμός με τον αδελφό της, επίσης συγγραφέα σήμερα, οι σχέσεις, η ενηλικίωση σκιαγραφούνται με πνευματώδη τρόπο σε αυτό το άμεσο, σαρκαστικό και εμβριθές πορτρέτο μιας γενιάς. Η αλήθεια και το ψέμα, η μνήμη και η επινόηση, η ζωή και η συγγραφή, διαπλέκονται απολαυστικά κάνοντας το βιβλίο να μοιάζει, παράλληλα με μια διασκεδαστική όσο και γλυκόπικρη ιστορία, και με ένα σχόλιο πάνω στους μηχανισμούς της μνήμης και της συγγραφής ως διαδικασία αλλά και ως επάγγελμα.
Πόσο "αυτή” είναι όμως τελικά η Βερόνικα του βιβλίου και τι έκανε την Βερόνικα συγγραφέα να καταπιαστεί με το autofiction; Αυτή είναι η πρώτη ερώτηση που μου έρχεται στο νου όταν τη συναντώ στην πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα.
"Η μνήμη είναι μυθοπλασία"
"Παρότι το βιβλίο μου μπορεί να ενταχθεί στο autofiction ως είδος, αυτό δεν το είδα να έρχεται γράφοντάς το! Ξεκίνησε ως ένας θεατρικός μονόλογος όταν μου ζητήθηκε από μια φίλη ηθοποιό να γράψω κάτι για μια παράσταση που ετοίμαζε οπότε ήταν σαν να έγραφα κάτι για εκείνη. Ύστερα ήρθε ο covid, τα θέατρα έκλεισαν, και ήταν δύσκολο να σκέφτομαι ότι γράφω για το θέατρο πια αλλά εγώ συνέχισα να γράφω και αυτό που έγραφα έγινε αυτό το βιβλίο".
To "Ας πούμε πως είμαι εγώ" είναι για μένα ένα βιβλίο για τη μνήμη και το κατά πόσο αυτή αποτελεί κατασκευή, όπως η ανάμνηση της Βερόνικα από το δαχτυλίδι που υποτίθεται ότι της είχε χαρίσει η γιαγιά της ενώ κατά πάσα πιθανότητα το είχε αγοράσει η ίδια. Ποιά είναι η άποψή σου;
"Όταν οι άνθρωποι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη μνήμη ως το μόνο που να μπορεί να παράγει αυθεντικότητα γιατί συνδέεται με την ταυτότητα μας είμαι σκεπτική. Διαρκώς χειραγωγούμε τη μνήμη οπότε δεν είναι πολύ αξιόπιστο εργαλείο και νομίζω ότι η ίδια η μνήμη είναι μυθοπλασία. Κοιτάξτε το παρελθόν μας, ο τρόπος που θυμόμαστε το παρελθόν μας είναι ένα έργο μυθοπλασίας. Έτσι, για μένα οποιοδήποτε είδος αυτοβιογραφίας είναι μια μορφή μυθοπλασίας επειδή υπάρχει κάποιος που αποφασίζει τι να πει και τι να μην πει. Η ίδια η πράξη του να θυμάσαι ισοδυναμεί με τη μυθοπλασία".
"Για μένα είναι πια απλώς η Βολβούρα, που μπορεί να την πάρει οποιοσδήποτε και να παρατήσει κάτι μέσα, να του χυθεί η μπίρα, να πλαντάξει στο κλάμα ή να κάνει ένα σπαραξικάρδιο τηλεφώνημα με τη σακουλιασμένη επένδυση της οροφής να του πέφτει στο κεφάλι. Και σκέφτομαι πως θα συνεχίσει να γερνάει, το γκρι αντικέ θα γίνει ακόμη πιο αντικέ, με μια πατίνα φθοράς που ούτε καν νοσταλγία δεν θα γεννάει, ώσπου μια μέρα θα χαλάσει πια οριστικά και θα καταλήξει στη μάντρα, και δεν θα υπάρχει κανείς να το επισκεφτεί ή να του πάει λουλούδια, ίσως όμως βρεθεί κάποιος που θα χρειάζεται τη μηχανή του ή καμιά πόρτα. Μακάρι να λειτουργούμε έτσι και το παρελθόν γενικά".
Όταν γράφεις για τη Βολβούρα, το πάλαι ποτέ εταιρικό αυτοκίνητο του μπαμπά της ηρωίδας που έχει καταλήξει κοινόχρηστο και χωρίς συναισθηματική φόρτιση εκείνη εύχεται να λειτουργούσε έτσι και το παρελθόν. Συμφωνείς με τη Βερόνικα στο ότι θα ήταν καλό να μπορούσαμε να αποτινάξουμε τη νοσταλγία από το παρελθόν;
"Δεν ξέρω. Στην πραγματική ζωή είναι πολύ νοσταλγική και γι αυτό ο μυθοπλαστικός χαρακτήρας μου θέλει να κάνει στην άκρη το παρελθόν για να είναι λιγότερο επώδυνο από ό,τι είναι για μένα. Γι' αυτό αυτό με το αυτοκίνητο ήταν μια μεταφορά που θα μπορούσε να λειτουργήσει για το τι θα ήθελα να είναι για μένα στην πραγματική ζωή ενώ εγώ ήμουν συνεχώς γεμάτη νοσταλγία και τύψεις. Έτσι η μυθοπλαστική εκδοχή μου ήθελα να είναι λίγο πιο άνετη και ψύχραιμη με το παρελθόν απ' ό,τι εγώ".
Ίσως και πιο άνετη με τα συναισθήματα; Γιατί κάπου αλλού στο βιβλίο συναντάμε την ηρωίδα μικρή να μην νιώθει ορισμένα συναισθήματα αν κάποιος.α δεν της πει πρώτα πώς πρέπει να νιώθει, ακόμη κι όταν πληγώνεται και πονάει.
"Μαθαίνουμε να νιώθουμε πράγματα, να αγαπάμε πράγματα ή να μισούμε πράγματα μέσω της διαμεσολάβησης των άλλων, ακόμη και κάποιων βιβλίων ή πολιτιστικών προϊόντων.'
"Πιστεύω όντως ότι πολύ συχνά δεν ξέρουμε τι να νιώσουμε μέχρι κάποιος.α να μας ρωτήσει. Μαθαίνουμε να νιώθουμε πράγματα, να αγαπάμε πράγματα ή να μισούμε πράγματα μέσω της διαμεσολάβησης των άλλων, ακόμη και κάποιων βιβλίων ή πολιτιστικών προϊόντων. Είναι πολύ δύσκολο να πω αυτό είναι είναι το συναίσθημά μου, όταν δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό το συναίσθημα και όταν δεν έχω μια λέξη για να το περιγράψω. Μαθαίνουμε τα συναισθήματα όταν κάποιος μας δείχνει το αληθινό νόημά τους. Οι πιο σημαντικές και προσωπικές εμπειρίες μου έχουν προκύψει μέσα από μια τέτοια διαμεσολάβηση, μέσω μιας φίλης.ου ή μιας πολιτιστικής εμπειρίας. Πιστεύω πολύ στον κινηματογραφικό τρόπο με τον οποίο επιθυμούμε. Δεν είναι ποτέ ευθύς, είναι κάπως σαν μια μιμητική σχέση".
"Αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να πάψουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη οικογένεια, ίσως δεν είναι χρήσιμη πια"
Άλλο ένα κεντρικό θέμα του βιβλίου σου είναι, βέβαια, η οικογένεια, την οποία ένιωσα πολύ κοντά και στην αρχετυπική ελληνική οικογένεια. Όπως γράφεις έγινες συγγραφέας λόγω της βαρεμάρας που ένιωθες μικρή λόγω της υπερπροστασίας των γονιών σου ενώ σε συνέντευξή σου για την υποψηφιότητα του βιβλίου για το Διεθνές Βραβείο Booker 2024 παρομοιάζεις το συναίσθημα εκείνο με το να ζεις στον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου Αναρωτιέμαι επειδή στην Ελλάδα οι παθογένειες της οικογένειας έχουν απασχολήσει πολύ μια γενιά καλλιτεχνών, αν έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο και στην Ιταλία. Αν υπάρχει μια γενιά συγγραφέων ή κινηματογραφιστών που έχει προσπαθήσει να αποσυνθέσει την έννοια της οικογένειας και τα τραύματα που έχει προκαλέσει αυτή.
"Αυτή τη στιγμή βιώνουμε μια σχιζοφρένεια καθότι έχουμε μια πρωθυπουργό που μέσω της πολιτικής της προσπαθεί να αποκαταστήσει την ιδέα της παραδοσιακής οικογένειας, κάτι το οποίο δεν ξέρουμε καν τι σημαίνει πια, την ίδια στιγμή που η κοινωνία πηγαίνει προς μια εντελώς άλλη κατεύθυνση. Γιατί τι είναι η παραδοσιακή οικογένεια σήμερα; Ακόμα και η ίδια η πρωθυπουργός δεν έχει παραδοσιακή οικογένεια. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη οικογένεια, ίσως δεν είναι χρήσιμη πια. Γιατί αν θέλουμε να κάνουμε την οικογένεια όλο και μεγαλύτερη ίσως μπορούμε να αλλάξουμε τη λέξη, να πούμε κοινότητα, δίκτυο ή σχέση. Γιατί διαφορετικά όσο συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη η δεξιά πολιτική μπορεί να την εκμεταλλεύεται, λέμε κουίρ οικογένεια και αντιτείνει ότι δεν είναι αυτή η παραδοσιακή οικογένεια. Οπότε ίσως θα πρέπει απλά να αλλάξουμε τη λέξη και να μην τη χρησιμοποιούμε πια. Δεν ξέρω… Πάντως, όντως είναι κάτι που μας απασχολεί".
"Μερικές φορές γράφουμε όχι για να επεξεργαστούμε το πένθος αλλά για να το επινοήσουμε."
Αλήθεια, βρήκα σοκαριστικό το σημείο του βιβλίου που μιλά για το νεκροταφείο των εμβρύων ή για να χρησιμοποιήσουμε τον ευφημισμό που χρησιμοποιούν οι καθολικές ενώσεις που τα διαχειρίζονται "τον κήπο των αγγέλων”, δεδομένου του ότι όπως παρουσιάζεται τα έμβρυα θάβονται εκεί χωρίς να το γνωρίζουν οι γυναίκες που έκαναν έκτρωση. Είναι πραγματικό γεγονός;
"Ναι, ήρθε στην επικαιρότητα όταν το κατήγγειλε στο Facebook μια γυναίκα που είχε βρει το ονοματεπώνυμό της γραμμένο σε ένα σταυρό και κάτω από το σταυρό ήταν το έμβρυο που είχε ρίξει. Χωρίς να δώσει ποτέ άδεια γι αυτή την ταφή, τουλάχιστον εν γνώση της, γιατί δεν είσαι σίγουρη τι υπογράφεις κατά την επέμβαση και τη χρήση του εμβρυικού υλικού μετά. Πρόκειται για κάποια σύμπραξη της ιταλικής δεξιάς με την Εκκλησία, με τη συνεργασία του νοσοκομείου, κατά πάσα πιθανότητα, απλά από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να παρακολουθήσω την υπόθεση γιατί έπαψε να εμφανίζεται στα μίντια".
Το βιβλίο ετοιμάζεται να γίνει ταινία. Πώς την έχεις φανταστεί δεδομένου του ότι πρόκειται για έναν μονόλογο.
"Ελπίζω να γίνει γιατί έχω γράψει το σενάριο και υποτίθεται ότι θα είμαι η σκηνοθέτις. Αυτή τη στιγμή χρειαζόμαστε κάποια επιπλέον χρήματα για να κάνουμε την ταινία. Αυτή τη στιγμή ο κινηματογράφος στην Ιταλία αντιμετωπίζει οικονομικό πρόβλημα. Πάντως ήταν πολύ απολαυστικό για μένα να γράψω το σενάριο γιατί χρειάστηκε να αλλάξω αρκετά την ιστορία, να αποκτήσει πλοκή. Θα εκτυλίσσεται στο σύγχρονο κομμάτι του βιβλίου και θα υπάρχει πιο έντονη ερωτική ιστορία. Εκανα πολλές αλλαγές αλλά το διασκέδασα γιατί αλλιώς θα ήταν βαρετό".
Το autofiction, η πραγματικότητα και το παραμύθι
Ένιωσα να με αφορά το βιβλίο σου με διαφορετικούς τρόπους και παρότι δεν ξεκίνησες γράφοντας αυτο-μυθοπλασία αναρωτιέμαι αν κάποια στιγμή ένιωσες ότι γράφεις ένα είδος μικροιστορίας, γιατί σε πολλά σημεία το βιβλίο μοιάζει με το πορτρέτο όχι μονο της Βερόνικα αλλά και μιας γενιάς. Κάτι το οποίο μου κεντρίζει το ενδιαφέρον συνήθως στα βιβλία autofiction.
"Δεν μπορώ να διαβάσω πια εντελώς φανταστικές ιστορίες που εκτυλίσσονται, ας πούμε, πριν δύο αιώνες. Μπορεί να είναι απλά αυτή η περίοδος της ζωής μου, αλλά έτσι είναι. Δεν ξέρω, μπορεί να επιστρέψει κάποια στιγμή η επιθυμία μου για παραμύθι."
"Με ενδιαφέρει πολύ η αυτο-μυθοπλασία, και ακόμη περισσότερο με ενδιαφέρουν τα βιβλία που μιλούν για σύγχρονα θέματα. Νομίζω ότι αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι να μιλάω για την κοινωνία, τον πολιτισμό και την πολιτική, ό,τι με περιβάλλει. Έτσι, μου αρέσουν τα μη μυθοπλαστικά βιβλία που ασχολούνται με τη σύγχρονη εποχή. Δεν μπορώ να διαβάσω πια εντελώς φανταστικές ιστορίες που εκτυλίσσονται, ας πούμε, πριν δύο αιώνες. Μπορεί να είναι απλά αυτή η περίοδος της ζωής μου, αλλά έτσι είναι. Γι αυτό και ήθελα να γράψω κάτι που να συνδέεται όχι τόσο με την προσωπική μου ζωή αλλά με τον κόσμο στον οποίο ζω. Ταυτόχρονα, ήθελα να αμφισβητήσω τη γλώσσα και τη δομή που χρησιμοποιούμε για να λέμε ιστορίες γι αυτό και υπάρχει μια μετα-αφήγηση στο βιβλίο. Αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσει όταν κάτι είναι μεταξύ μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας, γιατί αμφισβητεί και τη γλώσσα και αυτό προσπαθώ να κάνω, με αυτό μπορώ να σχετιστώ περισσότερο".
Όπως το διάβασα εγώ είχε να κάνει αρκετά και με την εργασία της συγγραφής και της καλλιτεχνικής παραγωγής γενικότερα, το τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας".
Ναι, θέλω να δω τον μηχανισμό. Ίσως δεν ψάχνω πια την ψευδαίσθηση. Δεν ξέρω, μπορεί να επιστρέψει κάποια στιγμή η επιθυμία μου για παραμύθι.
Νιώθεις ότι ανήκεις σε μια γενιά Ιταλών.ίδων συγγραφέων και ποιούς.ες θα μας πρότεινες να διαβάσουμε;
"Ναι νιώθω ότι συνδέομαι με συγγραφείς που προσπαθούν να κάνουν αντίστοιχου τύπου έρευνα αλλά και με συγγραφείς που είναι και μεταφραστές.τριες και που έχουν την εμπειρία της μετατόπισης, που έχουν ζήσει εκτός Ιταλίας. Υπάρχει μια γενιά μεταξύ 35 και 50 περίπου, δεν ξέρω αν θεωρείται γενιά, και αν υπάρχει κάτι που τη συνδέει είναι ο τρόπος που βλέπει την Ιταλία και από μια εξωτερική προοπτική και νομίζω ότι δουλεύει πολύ με τη γλώσσα. Αυτή την εποχή είμαστε τέσσερις Ιταλοί.ίδες μεταφραστές.τριες και συγγραφείς που δουλεύουμε πάνω σε μια συλλογή του Τσαρλς Ντίκενς από τον εμβληματικό εκδοτικό οίκο I Meridiani, η Claudia Durastanti, ο Francesco Pacifico, ο Marco Rossari κι εγώ. Νομίζω ότι ήταν μια καλή επιλογή , γιατί μπορούμε να συζητάμε πολύ πάνω στο πώς μεταφράζουμε, πώς μεταφέρουμε κάτι που είναι κλασικό και φαίνεται ξεπερασμένο σε πολλά πράγματα, αλλά στο οποίο υπάρχει ακόμη η ειρωνία και η κριτική της κοινωνίας που είναι πολύ σύγχρονη. Και αυτό είναι που ψάχνω περισσότερο στους συναδέλφους μου, όχι το πώς θα δημιουργήσεις ένα μεμονωμένο χαρακτήρα αλλά περισσότερο με ενδιαφέρει να μιλήσουμε για τη γλώσσα, το πώς αυτή μπορεί να μετασχηματιστεί αλλά και για πολύ τεχνικά ζητήματα σχετικά με τη μετάφραση".
"Είμαι εντελώς ενάντια στην ακύρωση αλλά συμφωνώ απόλυτα στο να βλέπουμε τα πράγματα μέσα στο συγκείμενό τους και να τα επανερμηνεύουμε"
Παρεμπιπτόντως πολύ καλή η ελληνική μετάφραση της Δήμητρας Δότση! Μιλώντας για ιστορικούς συγγραφείς και δεδομένου ότι γίνεται και στην Ελλάδα συζήτηση για την κουλτούρα της ακύρωσης και το πώς ξαναεπισκεπτόμαστε τους συγγραφείς του παρελθόντος που μπορεί σήμερα το έργο τους να μας φαίνεται σεξιστικό ή ρατσιστικό, και το πώς ξαναγράφουμε τον Κανόνα, αναρωτιέμαι ποιές είναι οι απόψεις σου πάνω στο θέμα.
"Ίσως η μία πλευρά της κουλτούρας της ακύρωσης να είναι πολύ χαζή, εννοώ ότι η πόλωση οδηγεί στην απλότητα και την ηλιθιότητα, αλλά χαίρομαι που τελικά υπάρχει αυτή η συζήτηση γιατί είναι κάτι που παλιότερα δεν συζητιόταν ποτέ. Έτσι, και μόνο το γεγονός ότι συζητάμε γι αυτό, ότι έχουμε συναίσθηση του ότι ίσως κάτι που γράφτηκε στο παρελθόν ήταν σεξιστικό είναι σημαντικό. Είμαι εντελώς ενάντια στην ακύρωση αλλά συμφωνώ απόλυτα στο να βλέπουμε τα πράγματα μέσα στο συγκείμενό τους και να τα επανερμηνεύουμε.
Μετέφρασα πρόσφατα την αφροαμερικανίδα Οκτάβια Μπάτλερ, και στο συγκεκριμένο βιβλίο που αφορούσε μια μαύρη γυναίκα, στη δεκαετία του '70, που ζει σε μια πολύ φιλελεύθερη Καλιφόρνια και ταξιδεύει πίσω στον Νότο όταν υπήρχε ακόμη δουλεία, η εκεί κοινωνία χρησιμοποιούσε φυσικά ρατσιτσικούς όρους. Για μένα, ήταν διπλό το στοίχημα. Πρώτα απ' όλα, μετέφραζα μια αφροαμερικανίδα συγγραφέα, και μετά η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, προσπαθεί να μάθει την πιο φτωχή γλώσσα των μαύρων του παρελθόντος, των χαμηλών τάξεων, για να μην φαίνεται πολύ σνομπ. Για μένα ήταν πολύ δύσκολο να φέρω όλες αυτές τις διαφορές στα ιταλικά, χωρίς να γίνω η ίδια ρατσίστρια. Ξέρω ότι δεν βρήκα την τέλεια λύση, αλλά το γεγονός ότι έβαλα τον εαυτό μου σε αυτό το ερώτημα, ήταν κάτι καινούργιο. Ήταν ενδιαφέρον για μένα να το κάνω. Δεν πιστεύω στην τέλεια λύση, άλλωστε η όποια λύση αλλάζει διαρκώς, και ίσως μια άλλη μεταφράστρια να έκανε διαφορετική δουλειά. Δεν στοχεύω στη λύση αλλά στη συζήτηση.
Τι μεταφράζεται, αλήθεια, τώρα στα ιταλικά; Υπάρχει κάποια τάση;
"Δεν ξέρω γιατί μας γοητεύουν τόσο οι Αμερικανοί που μιλούν για τα Μεσοδυτικά, ξέρεις, αυτός ο τύπος που ζει σε ένα απομονωμένο μέρος, εκεί έξω, με ένα όπλο και κάποια οικογενειακή καταστροφή. Ελπίζω να περάσει!"
"Υπάρχει ένας βαθύς αμερικανικός αποικισμός, οπότε μεταφράζουμε πολλά από τις ΗΠΑ. Σκεφτόμουν ότι δεν ξέρω ούτε έναν.μια σύγχρονο.η Έλληνα.ίδα συγγραφέα και αυτό είναι ένα πρόβλημα φυσικά. Δεν είναι μόνο ότι δεν γνωρίζω συγγραφείς από την Ελλάδα, αλλά και από άλλες χώρες της Ευρώπης, για να μην μιλήσω για την Ασία ή την Αφρική. Μεταφράζουμε, λοιπόν, περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, λίγο από τη Γαλλία... Υπάρχει επίσης ένα νέο πάθος , ειδικά από τους νέους αναγνώστες για το φανταστικό, το περίεργο. Επίσης υπάρχει μια μεγάλη τάση για αμερικανική λογοτεχνία από τις Μεσοδυτικές πολιτείες. Δεν ξέρω γιατί μας γοητεύουν τόσο οι Αμερικανοί που μιλούν για τα Μεσοδυτικά, ξέρεις, αυτός ο τύπος που ζει σε ένα απομονωμένο μέρος, εκεί έξω, με ένα όπλο και κάποια οικογενειακή καταστροφή. Ελπίζω να περάσει!"
Η Veronica Raimo (1978) γεννήθηκε στη Ρώμη, όπου και ζει. Μετά τις σπουδές της στη φιλολογία, έκανε στο Βερολίνο διδακτορικό στο γερμανικό σινεμά. Με το Ας πούμε πως είμαι εγώ (Niente di vero), το τέταρτο μυθιστόρημά της, κέρδισε το βραβείο Strega Νέων και το Viareggio Rèpaci, ενώ ήταν υποψήφια για το Strega και το Διεθνές Βραβείο Booker 2024.
Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και ετοιμάζεται η μεταφορά του στον κινηματογράφο.