Το Χαλάνδρι –έπειτα από μια πιο γενική περιήγηση στην ελληνική κουζίνα– μας πάει μέχρι την Κρήτη και η Ακτή Θεμιστοκλέους μας συνδέει με την Κάσο. Πίτα σφακιανή-κασιώτικο ντολμαδάκι πιτσιρίκι σημειώσατε Χ.
ΑΚΡΙ
(Κ)άσος στο μανίκι
Χαμός το μεσημέρι της Κυριακής στην Πειραϊκή! Δεν έπεφτε καρφίτσα, ούτε έβρισκες να παρκάρεις. Δεν παραπονιόσουν (τελικά) πολύ, όμως, για χάρη της λιακάδας. Διαλέξαμε το «Ακρί». Απλό κασιώτικο ταβερνάκι, χωρίς ιδιαίτερο ντεκόρ, με τέσσερα-πέντε εξωτερικά τραπέζια στην Ακτή Θεμιστοκλέους, το οποίο αξίζει τον κόπο να το ανακαλύψει κάποιος γιατί, εκτός από τα θαλασσινά για το ούζο σου, έχει και ραδίκια γιαχνί με κρεμμυδάκι και ντομάτα, συμπαθή σκαλτσούνια και μικροσκοπικά –ως είθισται– κασιώτικα ντολμαδάκια γεμιστά με κιμά. Τα μακαρόνια με σιτάκα, πάντως, ήταν βαριά· παραείχαν κρεμμύδι. Τα αφήσαμε στην άκρη και παραγγείλαμε ακόμη μία κεφτεδάκια. Οι πατάτες ήρθαν για… επιδόρπιο (το σέρβις είναι μάλλον ασυντόνιστο), δεν τις θέλαμε και δεν μας τις χρέωσαν. Πληρώσαμε περί τα € 20 το άτομο, μας είπαν «στο καλό» με χαμόγελο, έτσι για να πάρουμε κουράγιο μέχρι να βρούμε σε πιο τετράγωνο αφήσαμε το αυτοκίνητο, κι έστρωσαν το τραπέζι για τους επόμενους.
ΑΡΙΣΜΑΡΙ
Με άρωμα παρέας
«Τι ετοιμάζεις;» ρωτούσα τη γιαγιά μου ως πιτσιρίκα. «Χοχλιούς με αρισμαρί», μου έλεγε. «Θα βάλω και δυο χόρτα». Αρισμαρί λένε στην Κρήτη το δεντρολίβανο. Αυτό το όνομα διάλεξε η νέα μοντέρνα ταβέρνα του Χαλανδρίου, με το λευκό τουβλάκι στον τοίχο και τα επίσης λευκοβαμμένα τραπεζο-καθίσματα να εντείνουν την… πάστρα του καινούργιου. Αρμαθιές από αποξηραμένες πιπερίτσες σαν γιρλάντες, περβάζια φορτωμένα με γλαστράκια και μια περιποιημένη αυλή φτιάχνουν λιτό σκηνικό για καθημερινά μαγειρέματα και παρεΐστικα τραπεζώματα. Οι δε μερίδες αποδεικνύονται πλούσιες και η κρητική κουζίνα που λέγαμε νωρίτερα όλο και βάζει καμιά πινελιά· κάνει και φινάλε, αν θέλεις, με μελωμένη σφακιανή πίτα. Στη μελιτζανοσαλάτα θα ήθελα μια αίσθηση καπνιστού και στην πικάντικη τυροσαλάτα θα περίμενα πιο έντονο το μπούκοβο, όμως οι κολοκυθοκεφτέδες ήταν μυρωδάτοι και τα σκαλτσούνια –με τα λάπαθα, τα μυρώνια και τις καυκαλήθρες να βάζουν τη χαρακτηριστική πικράδα τους στο στεγνό φύλλο– ήταν ωραιότατα. Μια μακαρονάδα με κοτόπουλο και γαρίδες, αρωματισμένη με θυμάρι, γίνεται υπερβολική όταν τη δέσεις με τόση κρέμα γάλακτος· η τελευταία νομίζω ότι είναι κατάλοιπο μιας φάσης της ελληνικής κουζίνας την οποία έχουμε ξεπεράσει. Προτίμησα το άλλου τύπου «πληθωρικό» κλέφτικο (μοσχάρι με γραβιέρα και ντομάτα), ενώ και το μπούτι κοτόπουλου με μια δεμένη, μεστή σάλτσα δεντρολίβανου και πορτοκαλιού ήταν αρκετά καλό.