
Στου Θησείου την αγκάλη φωλιασμένος και σε έναν χώρο που μόνο άγνωστος δεν είναι στα της πόλης δρώμενα (με ενδιαφέρουσα ιστορία αλλά μάλλον ήδη τη γνωρίζεις από προϋπάρχοντα projects του σύμπαντος της εστίασης εδώ), στην αρχή της Ηρακλειδών, ο Cinapos τρέχει εδώ και μερικές εβδομάδες, έχοντας εξελιχθεί σε ένα από τα πιο δημοφιλή new entries του τελευταίου διαστήματος.
Λογικό, αν αναλογιστείς όλους τους παράγοντες που συνυπογράφουν την ύπαρξή του - από τον Πάνο Ιωαννίδη και τη στιβαρή ομάδα επιχειρηματιών μέχρι το είδος του φαγητού που σερβίρει και την αισθητική του υπόσταση. Ξεκινάω από το τελευταίο.


To feeling παλιάς αθηναϊκής γειτονιάς συνυπάρχει με όμορφο τρόπο μαζί με το πιο sui generis γραφιστικό κομμάτι, που έντονο το συναντάς πίσω από το μπαρ αλλά και στo facade των πιάτων. Εξόχως ταιριαστό και μαρκετινίστικα ορθό, γλυκαίνει μάτι και φτιάχνει διάθεση αμέσως άμα τη εμφανίσει σου στο χώρο. Η υπαίθρια αυλή με την ελιά στη μέση της είναι το κέντρο των πάντων - περιμετρικά της απλώνονται ο ξυλόφουρνος, τα δωμάτια με τα μοναστηριακά τραπέζια και η ανοιχτή, σε διαρκή κίνηση κουζίνα.

Προσθέτεις και τα πιο off-Broadway τραπεζάκια στην είσοδο και στην περαντζάδα για να έχεις την πλήρη χωροταξική εικόνα ενώ το mix n' match κοινό, με τους ντόπιους κάθε ηλικιακής προέλευσης να έχουν τη μερίδα του λέοντος, συνθέτει το ανθρωπογεωγραφικό κάδρο των επισκεπτών μαζί, προφανώς, με το σβέλτο, ευγενικό και καλά ενημερωμένο σέρβις.

Και έπειτα, αυτό που μετρά. Το φαγητό. Όπως ορθά έγραψε πριν λίγες ημέρες ο Βαλσάμης Δουκάκης στο θέμα του για την απόλυτη τάση της εποχής, η επιστροφή στα κλασικά και οι έντονες ματιές στο οικείο και το χαλαρό στις εξόδους είναι (σ)το προσκήνιο.
Ο Πάνος Ιωαννίδης αφήνει για λίγο στην άκρη την αγαπημένη του ιταλική γεύση και επιμελείται μια ξένοιαστη ελληνική κουζίνα με πιάτα αβίαστης νοστιμιάς. Το περιεκτικό μενού εκτελεί με ακρίβεια η συνεργάτιδά του και κεφαλή της εδώ γευστικής διεργασίας, Δώρα Σακαγιάννη.



Κατά σειρά έντασης και ενδιαφέροντος ξεκινάς με καλοτυλιγμένα πολίτικα ντολμαδάκια, τσιγαριαστά χόρτα με αβγό μελάτο, ντομάτα και ξινομυζήθρα, πίτα ημέρας (στην περίπτωσή μας, χορτόπιτα) με εξόχως τραγανιστό φύλλο, old school μουσακά καθώς και μία φίνα σε υφή και αίσθηση μελιτζανοσαλάτα, πριν περάσεις στα βαριά χαρτιά - από σουξέ του κυριακάτικου σπιτικού τραπεζιού σαν τον κόκορα με χυλοπιτάκι και το αρνί με πατάτες στη γάστρα μέχρι καρνιβορικές σταθερές σαν τον γύρο χοιρινό, το κεμπάπ και τη χοιρινή μπριζολοπανσέτα.
Δίνω έξτρα πόντους στο Cinapos για το πολύ καλό παϊδάκι του. Το αδιανόητα ισχυρό ατού στο παλμαρέ της σχάρας και μία από τις πιο δυνατές λιχουδιές της ελληνικής κρεάτινης καλοφαγίας, εδώ καταφθάνει ως statement με καλή πρώτη ύλη, ψήσιμο ακριβείας, ιδανικό πάχος/μέγεθος και έξοχο λιπάκι.


Το ρυζόγαλο φούρνου, όσον αφορά τα γλυκά, είναι κάτι που πρέπει να προσεχθεί καθώς δε βρήκα κάποια σαφή σύνδεση ούτε στην κλασική εκδοχή του, ούτε σε κάποια μοντέρνα ερμηνεία με άποψη.
Τι γεύση μας αφήνει λοιπόν ο Cinapos; Το πρόσημο είναι θετικό και είμαι βέβαιος πως όσο ανεβαίνουν οι στροφές η κουζίνα του θα γράφει ακόμη καλύτερα, με ρυθμισμένες κάποιες μικρές λεπτομέρειες - που όμως κάνουν, τελικά, τη διαφορά.
Ακολούθησε το Αθηνόραμα στο Facebook και το Instagram.