
Η σκέψη τριγύριζε στο μυαλό μου ήδη από πέρσι, όμως φέτος και καθώς ετοιμάζαμε το καθιερωμένο μας θέμα με τις νέες γευστικές αφίξεις της χρονιάς, εξελίχθηκε σε πεποίθηση κανονική. Η ταβέρνα λοιπόν είναι πάλι εδώ, όχι ως νεο-ταβέρνα, ούτε ως γαστρο-ταβέρνα όπως παλαιότερα, αλλά στην πιο κλασική, παραδοσιακή και ανόθευτη εκδοχή της. Εκείνη δηλαδή που μας καθίζει ξανά σε τραπέζια που μοιάζουν κυριακάτικα, με μουσακάδες και παστίτσια όπως τα γνωρίζουμε και αντικραδασμικά απέναντι σε παντός είδους αποδομήσεις και αναθεωρήσεις, με μαγειρευτά που μόλις βγήκαν από το τσουκάλι και τη γάστρα ίδια και απαράλλακτα όπως πριν από πενήντα χρόνια, με μερακλίδικα παϊδάκια στη σχάρα αντί πολυτελών κοπών, κοντολογίς με ό,τι αναγνωρίζουμε ως κομμάτι της παράδοσής μας ακόμα και με κλειστά τα μάτια.

Να είναι άραγε σημάδι των καιρών αυτή η επιστροφή στα κλασικά; Να είναι οι καταιγιστικοί ρυθμοί της εποχής εκείνοι που μας κάνουν να αποζητούμε το οικείο και το χαλαρό στις εξόδους μας αντί της πειθαρχίας μετά του ανάλογου αντιτίμου που επιβάλλει, για παράδειγμα, ένα μακροσκελές μενού γευσιγνωσίας; Ή μήπως η υπερβολική τελειότητα της σοσιαλμιντιακής εικόνας εκείνη που μας στρέφει στον αντίποδα του πραγματικού και του αφτιασίδωτου, όπως έγραφα στην κριτική μου για το Pharaoh πριν από δύο περίπου χρόνια, βλέποντας για πρώτη φορά την κλασική ελληνική κουζίνα, διά χειρός και ανοιχτής φωτιάς του βραβευμένου Μανώλη Παπουτσάκη, να βγαίνει από τον μανδύα του φολκλόρ και να εισέρχεται σε ένα περιβάλλον μοδάτο και προχωρημένο, αποτελώντας κομβικό κομμάτι της προσωπικότητάς του.



Προτού ο αλέκτωρ προλάβει να μπει στη γάστρα, τα σημάδια άρχισαν να πυκνώνουν. Η Λόντζα της γειτονιάς γνώρισε μεγάλες πιένες με τα παραδοσιακά μαγειρευτά της. Η όνομα και πράγμα Ταβέρνα των φίλων μας συστήθηκε εκ νέου με γίδα κρασάτη στην κατσαρόλα και λεμονάτο κατσικάκι στη γάστρα να λιώνει στο στόμα με ξινό τραχανά. Ο όμιλος Μωράκη υποδαύλισε την καυτή τάση με το Ox, μια καινούργια κρεατοταβέρνα με γεύση από τα παλιά και σεφ αρχικά τον Μιχάλη Νουρλόγλου, που έφερε στο τραπέζι από κοκορέτσι, κοντοσούβλι και τζιγεροσαρμάδες μέχρι πίτες και μαγειρευτά ημέρας, παϊδάκια, ζυγούρι, φρυγαδέλι και πάει λέγοντας. Η Αργυρώ Κουτσού έκανε comeback στα γευστικά μας πράγματα μέσα από τις μαρμίτες του Koutsou & Co όπου βρίσκεις από γεμιστά και κατσικομακαρονάδα μέχρι αρνίσια γλυκάδια και αμελέτητα.



Λίγο πριν μας αφήσει οριστικά το καλοκαίρι χάρηκα τον Αλέξανδρο Κοσκινά να μένει πιστός και ιδιαίτερα φινετσάτος στο εδεσματολόγιο της παραδοσιακής ταβέρνας, πολύ περισσότερο δε που αυτή είναι η Taverna 37 και βρίσκεται στο εξαιρετικό περιβάλλον του "Four Seasons Astir Palace". Η επιστροφή της ταβέρνας δείχνει ακλόνητη, με τη βούλα πλέον επώνυμων δημιουργών. Έτσι, η νέα σεζόν είδε τον Άρη Βεζενέ να κόβει πρώτος το νήμα, επιβιβάζοντας τη χαρακτηριστική head-to-tail χασαπική του στο όχημα της κρεατοταβέρνας. Το Μανάρι του έγινε αυτοστιγμεί μανάρι όλης της Αθήνας που συρρέει στα τραπέζια του προκειμένου να απολαύσει από αρνίσια νεφράκια με θρούμπι και τηγανητά γλυκάδια σε κουρκούτι μέχρι πρόβεια μπιφτεκάκια τυλιγμένα σε μπόλια, παϊδάκια και μαγειρευτά ημέρας, πλέον όμως σε αυστηρά δίωρα seatings.

Η πάντα δραστήρια Φωτεινή Παντζιά αποφάσισε να επιστρέψει στα παλιά, με συνοδοιπόρο της στο εγχείρημα τον ιδιοκτήτη της ηλεκτρονικής κάβας botilia.gr Άγγελο Δαμουλιάνο. Ο Paleos τους βρίσκεται στο μεσοδιάστημα ταβέρνας και μεζεδοπωλείου και σερβίρει γύρω στα 15 πιάτα με συνταγές που μαζεύτηκαν από φίλους και γνωστούς από διάφορες μεριές της Ελλάδας και μαγειρεύονται από τον σεφ Διονύση Μούσουρα με πίστη στο πρωτότυπο, νοστιμιά σπιτική και προορισμό τους το κέντρο του τραπεζιού.


Χωρίς τον υπότιτλο "Κρήτης θύμησες" συνεχίζει πλέον την καριέρα του ο Αορίτης, περνώντας στον αστερισμό της ταβέρνας. Ο ταλαντούχος σεφ και συνιδιοκτήτης Σήφης Μανουσέλης προτείνει φαγητό παραδοσιακό κι αληθινό, οπότε στο μενού παίζουν δυνατά από κολοκυθάκια τηγανητά, ντολμαδάκια και ρεβιθάδα στη γάστρα μέχρι μοσχαρίσιο γιουβέτσι με γραβιέρα Κρήτης, μπακαλιάρος με πράσινη σκορδαλιά, ψάρι ημέρας γιαχνί και χταπόδι με κοφτό μακαρονάκι αλλά και σπέσιαλ μουσακάς και παϊδάκια. Ο Cinapos είναι ακόμα του κουτιού και δεν έχω προλάβει να πάω, θα το προγραμματίσω όμως άμεσα τόσο επειδή ο χώρος δείχνει πανέμορφος όσο και για να δοκιμάσω τους μεζέδες που δημιουργεί ο Πάνος Ιωαννίδης, βουτώντας κι αυτός με τη σειρά του στα νερά της ελληνικής κουζίνας.