Μου τυχαίνει πρώτη φορά να δοκιμάζω το φαγητό ενός εστιατορίου και δη γαστρονομικού στο χώρο κάποιου άλλου, με εντελώς άλλη λογική και στήσιμο, φαίνεται όμως πως η ανεύρεση στέγης ταλαιπωρεί αυτήν την εποχή κοινούς θνητούς και εστιατόρια εξίσου. Έτσι, η συγκατοίκηση της "Hytra" και της "Fuga" στο χώρο της δεύτερης που επρόκειτο να διαρκέσει αρχικά μόνο για την καλοκαιρινή περίοδο παρατείνεται τελικά τουλάχιστον μέχρι την ερχόμενη άνοιξη, οπότε και θα είναι έτοιμο, όπως πληροφορούμαι το νέο σπίτι της πρώτης σε έναν ολοκαίνουργιο χώρο στην καρδιά του ιστορικού κέντρου. Όσο ο καιρός φορούσε τα καλοκαιρινά του, η "Fuga" βρισκόταν στον όμορφο κήπο του Μεγάρου Μουσικής, όμως τώρα πλέον τα δύο εστιατόρια μοιράζονται αναγκαστικά τον ίδιο εσωτερικό χώρο, ο οποίος χωρίζεται νοητά στη μέση προκειμένου το καθένα να έχει τα τραπέζια και τον κόσμο του.
Το βράδυ καθημερινής που τον επισκέπτομαι, ο κόσμος που κάθεται τριγύρω μου στα μαύρα γυαλιστερά τραπέζια με τις λευκές καρέκλες είναι λιγοστός οπότε δεν μπορώ να φανταστώ τι συμβαίνει πρακτικά τις ημέρες αιχμής ή για παράδειγμα μετά από κάποια παράσταση στο Μέγαρο που η "Fuga" έχει την τιμητική της. Μολονότι κατανοώ τις συνθήκες, οφείλω να πω πως σε αυτήν την προσωρινή της έδρα, η "Hytra" θυσιάζει το κομμάτι της ατμόσφαιρας από τη συνολική εμπειρία που καλούνται να προσφέρουν τα fine dining εστιατόρια στους επισκέπτες τους.
Από την άλλη βέβαια, ο Γιώργος Φελεμέγκας αποδεικνύεται ένας σεφ αξιώσεων και το μενού γευσιγνωσίας ζητά να του αφοσιωθείς προκειμένου να το απολαύσεις. Ήδη από το εξαίρετο ταρτάκι του καλωσορίσματος με αυγό, πράσο και ελληνική μαύρη τρούφα καταλαβαίνεις πως θέλει τις γεύσεις του να είναι αιχμηρές και μαζί απαλές σαν σύννεφο. Προσέχει ιδιαίτερα τις πρώτες ύλες του και με αυτές φτιάχνει μικρά τοπία γεμάτα αρώματα και αντιθέσεις, όπως οι υφές ντομάτας (ζελέ και αποξηραμένη) με καπνιστή πέστροφα, γαριδούλες, φράουλα τουρσί, βότανα και αφρό από πιπεριές Πέλλας που κρύβουν μέσα τους την αντίστιξη καβουρδισμένου φιστικιού.
Το δίπολο γη και θάλασσα τον ιντριγκάρει. Παντρεύει τον αστακό και τα χτένια μέσα σε κρέμα αχινού και την ίδια στιγμή τα ανακαλεί στη στεριά με baby αρακά και ζωηρό αφρό από κόκκινο λάχανο. Σκεπάζει την καραβίδα του κάτω από τρυφερά φύλλα βασιλικού παρέα με μαγιονέζα καραβίδας, μπισκ και πιπεριά Φλωρίνης, όμως κάπου εκεί το θαλασσινό ξεγλιστρά κι έρχεται στο τραπέζι υπέρ του δέοντος αλμυρό. Η κουζίνα του χρησιμοποιεί πολλές και διαφορετικές τεχνικές που δεν δηλώνουν απαραίτητα την παρουσία τους, και είναι σύγχρονη και ελεύθερη από γεωγραφικούς προσδιορισμούς.
Δοκιμάζοντας ωστόσο το μπαρμπούνι του, με χόρτα τσιγαριαστά και αφρό οφτής πατάτας που έρχεται "ασφυκτιώντας" σχολιαστικά μέσα σε ένα βρώσιμο πλαστικό από άμυλο πατάτας, ανακαλύπτω μια βαθιά και πολυεπίπεδη νοστιμιά, άμεσα αναγνωρίσιμη και εξαιρετικά φίνα που με κάνει να πιστεύω ότι θα μπορούσε να διαπρέψει και στη σύγχρονη ελληνική κουζίνα, εφόσον φυσικά το επιθυμούσε. Είναι ίσως και η "προτομή" του Μεγάλου Αλεξάνδρου φτιαγμένη με crémeux από γιαούρτι Καλαβρύτων με αγριοκέρασα και μαρμελάδα λουΐζας που μου ενισχύει αυτήν την πεποίθηση και σφυρίζει το γλυκό φινάλε, μαζί με τις πολύ εκφραστικές σφαίρες κανέλας με σορμπέ μανταρίνι-βερίκοκο, ζελέ τριαντάφυλλο και ροζ πιπέρι.